Χρυσάνθη Σουκαρά, Η αρχή του κακού

«Ξύπνα ηλίθια!», σκέφτηκε και ένιωσε να την λούζει κρύος ιδρώτας. Έβλεπε όνειρο, σίγουρα, έβλεπε όνειρο.

«Ξύπνα!»

« Δεν γίνεται, όχι δεν γίνεται να τα ζήσω όλα ξανά από την αρχή!»

Έπρεπε να συγκεντρωθεί και να ξυπνήσει. Είχε διαβάσει κάπου, κάποτε -πως άραγε να θυμάται στο όνειρο της τέτοιες λεπτομέρειες;- ότι μερικές φορές στα όνειρα έχουμε συναίσθηση ότι κοιμόμαστε.

Και αν δεν ξύπναγε; Εάν ο εαυτός της που κοιμόταν, πέθαινε κατά τη διάρκεια του ύπνου; Θα συνέχιζε μήπως   να υπάρχει το όνειρο σαν παράλληλος κόσμος; Με εκείνη μέσα σε αυτόν; Θα ζούσε  την αθανασία των κακών αναμνήσεων;

«Βοήθεια!»

Κανένας δεν γύρισε. Ήταν βραδάκι και βρισκόταν σε μια πλατεία, είχε αρκετό κόσμο να κάθεται γύρω από σιντριβάνι. Έπιναν aperol. Ήξερε πως ήταν 22 χρονών. Κρατούσε το κινητό της. Είχε παγώσει στο μήνυμα από τον Αλέξανδρο, την πρώτη της σέξη-έπλαθε και λέξεις, μάλιστα. Της έγραφε ότι ήθελε απόσταση.

Για μία στιγμή ηρέμησε σκέφτηκε πως αν πέθαινε στην πραγματική ζωή, η συνείδηση θα έπαυε άρα και το όνειρο.

Ένιωσε μια στιγμιαία ανακούφιση. Έπρεπε ξυπνώντας να θυμηθεί να μην διαβάζει τόσα βιβλία επιστημονικής φαντασίας, και να περιορίσει την προβολή των αγαπημένων  της σειρών. Severance και   Dark, πλέον με το σταγονόμετρο.

Δεν είχαν γίνει έτσι τα πράγματα στον αληθινό κόσμο. Όχι!

Είχε  γίνει  κάτι παρόμοιο με άλλη της σχέση μετά από εκείνον. Την είχε πληγώσει και απογοητεύσει βαθιά. Που τον θυμήθηκε τώρα αυτόν τον ξεχασμένο και ήρθε και στο όνειρο,παίρνοντάς θέση στην ιστορία της με άλλον…

Στην δική της στεναχώρια, αυτός πρωταγωνιστής….Περίεργο. Προσπαθούσε να ξυπνήσει.

«Δεν γίνεται να ξαναζήσω την απόρριψη»

 

**

Άνοιξε τα μάτια της. Κοίταξε τριγύρω το υπνοδωμάτιο του σπιτιού της. Όλα στην θέση τους. Η βιβλιοθήκη, η ντουλάπα, εκείνη στο κρεβάτι, μόνη. «Ευτυχώς», αναλογίστηκε. «Δεν είμαι πια εικοσιδύο. Πάλι καλά. Δεν θα ήθελα  να ζήσω την ζωή μου ξανά.» Τεντώθηκε νωχελικά.

«Είμαι εδώ που είμαι, είμαι αυτή που είμαι», το επανέλαβε δύο φόρες δυνατά.

Σιγά, δεν θα την άκουγε και κανείς. Τι περίεργα παιχνίδια όμως, που  έπαιζε το μυαλό της… Τον Αλέξανδρο είχε να τον δει δέκα χρόνια, με  την κατάσταση τους να λήγει χωρίς τσακωμούς, με κλάματα σίγουρα, αλλά αναίμακτα. Εξαρχής δεν είχαν να περιμένουν τίποτα ο ένας από τον άλλον. Είχε ξεκινήσει πολύ θετικά αυτή η κατάσταση. Οι δυο τους να μένουν σε άλλες χώρες και εκείνος να έχει και σχέση. Κελεπούρι.

Ανακάθισε στο κρεβάτι. Γιατί τον θυμήθηκε;

«Μα βέβαια», σκέφτηκε «η αρχή του κακού».

«Τότε σταμάτησα να μιλάω, άρχισα να ζητάω λίγα, να περιμένω πιο λίγα, να φοβάμαι πολύ και πολλά»

Είχε χειριστεί λάθος  την κατάσταση τότε. Το σκεφτόταν σπάνια πλέον. Τα χρόνια είχαν περάσει.  Έπρεπε να του είχε πει όσα σκεφτόταν. Δεν την πείραζε όμως. Τώρα που καταλάβαινε τα λάθη της, θα συμπεριφερόταν αλλιώς. Τώρα πια θα μίλαγε για ότι την ενοχλούσε ή έστω θα προσπαθούσε. Προχώρησε προς την κουζίνα της να φτιάξει καφέ. Σάββατο χαλαρό. Πήρε το κινητό στα χέρια της και έστειλε μήνυμα στην Άννα.

Dear πάμε για Aperol σήμερα απόγευμα;

-Καλημέρα! Στον ύπνο σου το είδες;

-Κάτι τέτοιο.

*

©Χρυσάνθη Σουκαρά

φωτο: Στράτος Φουντούλης

✳︎