
Αξιοσημείωτες Ειδήσεις
ή
Μια μπαλάντα, ηχητική
Ο ρεπόρτερ που καλύπτει το γεγονός του ανεξήγητου τροχαίου παίρνει συνεντεύξεις από τους κατοίκους των γύρω πολυκατοικιών. Απευθύνει επίμονα την ίδια ερώτηση, “εσείς τι θυμάστε από το συμβάν;” Κάποιοι τον απέφυγαν ευγενικά, τους έφτανε το σαββατόβραδο με τη μοναξιά του που είναι για κάποιους πιο τρομερή από οτιδήποτε άλλο. Είχαν πια ξεμακρύνει από τ’ανθρώπινα και πού καιρός πια για επανορθώσεις.
Οι δηλώσεις των αυτήκοων μαρτύρων λίγο πολύ έλεγαν τα παρακάτω λόγια.
“Ήταν λες και γίνηκε σεισμός! Και ξέρετε τι ευαίσθητοι που ‘χουμε γίνει με τις δονήσεις. Θέλουμε πάει να πει, μια κάποια ησυχία, οι εκπλήξεις μας ταράσσουν, τα ρήγματα μας φοβίζουν μην τύχει και ενεργοποιήσουν κανένα δικό μας, αποκοιμισμένο. Έπρεπε να είστε εδώ να ακούσετε τι χαλασμός συνέβη για το τίποτε”. (τοποθέτηση ηλικιωμένου κυρίου με ρόμπα και πασούμι)
“Εγώ πάλι, βρήκα το γεγονός πολύ ενδιαφέρον. Και κομματάκι γοητευτικό, αφού διέκοψε την τρομερή συνήθεια. Ξέρετε κύριε τι πράμα σκληρό που είναι η συνήθεια; Δεν τελειώνει ποτέ αυτό το μαρτύριο, η συνήθεια επιμένει και μας τρώει τη ζωή αργά, μεθοδικά. Θα μου πείτε η ζημιά είναι μεγάλη, μα και πάλι τίποτε δεν συγκρίνεται με τ’αναπάντεχο. Τέτοια γεγονότα μοιάζουν πολύτιμα μες στις καθώς πρέπει τις ζωές μας, κύριε. Καλά δεν τα είπα; Παρακαλώ να μας πείτε πότε θα προβληθούν οι δηλώσεις μας. Να φροντίσετε παρακαλώ να ‘ναι στο κεντρικό δελτίο, να μην μας πουν πως τάχα μας βάλανε στο μεσημεριανό που κανείς δεν το βλέπει. Στο κεντρικό παρακαλώ, στο κεντρικό”.
(τοποθέτηση κυρίας μιας κάποιας ηλικίας που νεανίζει, ευρισκόμενη μια ανάσα προτού χαρακτηριστεί υπερβολική)
“Βρισκόμουν στο μπαλκόνι μου. Απολάμβανα ένα ουίσκι διπλής απόσταξης και είχα βάλει, χαμηλά πάντα, κάτι ελαφρολαϊκά. Ήταν πριν το ρεφραίν της Μοσχολιού, εκεί που λέει “εσύ όπου να πας, σε όποιο ταξίδι σε λάθος στάση θα κατέβεις”. Η συγκίνηση στο φόρτε, εντός μου να δουλεύει σε εξωφρενικούς ρυθμούς τ’αποστακτήριο. Και εκεί που ήμουν έτοιμος να αναστενάξω για τα χρόνια που φύγανε, να’σου που χάλασε ο κόσμος. Η Μοσχολιού τίποτε δεν κατάλαβε, πάει καιρός που δεν λαμβάνει σήματα αυτού εδώ του κόσμου. Και το σαββατόβραδο ανετράπη, κύριε, ολοκληρωτικώς”. (τα λόγια αποδίδονται σε κάποιον εργένη, από εκείνους τους συστηματικούς και τους ανένδοτους)
“Αφού σιδέρωσα της Δευτέρας και τακτοποίησα της Τρίτης και φρόντισα μπάνιο, κουζίνα, σεντόνια και τα ρέστα, είπα να βγω στο μπαλκόνι. Να φανταστώ πως κάποιος πολύ με αγάπησε και δίχως εμένα δεν αντέχει. Στήριξα τη μελαγχολία μου στον αγκώνα και φόρεσα το νυχτικό μου το καλοκαιρινό που σε λίγο θα τ’αποσύρω. Και φυσούσε ένας άνεμος δειλός και σάρωνε τα φύλλα, στήνοντας το σκηνικό του φθινοπώρου. Ε, τότε ήταν που συνέβη το μοιραίο. Ο άνδρας μου που κοιμάται είκοσι χρόνια τώρα ξάφνου ξύπνησε, – πώς ξύπνησε, τι μεσολάβησε στ’αλήθεια δεν ξέρω – πετάχτηκε έξω αλαφιασμένος. Μόλις αντιλήφθηκε τη φύση του πράγματος, ησύχασε. Μου’ριξε μια ματιά, πρέπει να του φάνηκε νόστιμο το νυχτικό και με πήρε από το χέρι να πάμε μέσα. Και εγώ που τόσα χρόνια τίποτε άλλο δεν περίμενα, έστειλα μερικά φιλιά στον οδηγό του ανεξέλεγκτου οχήματος, προσευχήθηκα στη χάρη της Αγίας Φιλοθέης και ευθύς κατατάχτηκα και εγώ η άμοιρη μες στις τάξεις, λέει του έρωτος”.
(μητέρα, ερωμένη, νοικοκυρά, εργαζόμενη, με εξαιρετική ποικιλία νυχτικών φορεμάτων)
Η καουμπόισσα
Το συνεργείο πήρε τη θέση του. Στήθηκαν οι κάμερες, οι φωτισμοί διορθώθηκαν. Για να τονιστεί δε το χωριάτικο λουκ – σε γκρίκλις, να μοιάζουν όλα ασορτί με της εποχής μας τη φτήνια – αποφασίστηκε τη φωτογράφηση να την κάνουν στην παροπλισμένη στάνη, εκεί κοντά. Πήραν μαζί τους μερικά ερίφια, ανυποψίαστα εκείνα τους ακολούθησαν βελάζοντας αδιάφορα.
Και αφού καθένας έλαβε την ορισμένη του θέση, οι ανάσες κοπήκανε ώσπου να φανεί η καθ’όλα μοντέρνα γελαδάρισσα . Πρώτα έφθασε ο οδηγός του σπορ αυτοκινήτου, πάτησε κάτι καβαλίνες μα έβαλε το τέσσερα επί τέσσερα και ευθύς αυτό το έργο της τέχνης, ξεκόλλησε από τις ακαθαρσίες. Βγήκε βιαστικά και γυάλισε το καπό. Έπειτα κορνάρισε ρυθμικά και η πόρτα του σπιτιού άνοιξε. Σε λίγο θα έβγαινε η καουμπόισσα, κατά κόσμον κυρία Τάδε. Πάει καιρός τώρα που ‘χει λανσάρει ένα στυλ άγριας δύσης που πολύ της πάει.
Να’την λοιπόν που εξέρχεται του νυμφώνος. Διαμαντένια τα σπιρούνια της και το κέφι της αμείωτο καθώς ποζάρει πάνω στο καπό του σπορ, πανάκριβου αυτοκινήτου. Τι και αν τ’αποτέλεσμα φαινόταν κάπως κιτς και παράταιρο, η καουμπόισσα πολύ το χάρηκε. Και το συνεργείο, να ξέρετε, καλοπληρώθηκε.
Στο τελευταίο καρέ πόζαρε ανάμεσα στα προβατάκια της. Κρατούσε την ασημένια της γκλίτσα και εκείνα τριγύρω της, αθώα και ανυποψίαστα πόζαραν υπομονετικά. Μετά τη φωτογράφηση, τα παιδιά του συνεργείου μαζέψανε τα πράγματα. Μα όλη η πλάκα ήταν όταν έπρεπε να μετακινήσουν τ’ακριβό , το σπορ αμάξι. Βουνό οι καβαλίνες και έτσι που ‘ναι χαμηλό το σασί δεν υπήρχε τρόπος να μετακινηθεί. Και έτσι πλάι στην παροπλισμένη στάση, μπορεί κανείς να θαυμάσει χρόνια μετά, τ’ακριβό αμάξι που ‘χει καταληφθεί από τα αρνιά. Κυριαρχεί η μορφή της προβατίνας που σοβαρή και μετρημένη, καθισμένη στον ουρανό τ’αυτοκινήτου, θυμίζει πολύ την καουμπόισσα, την πάλαι ποτέ δεσποσύνη με τα χρυσά σπιρούνια και τα ρέστα.
Ορατότης
Για τον Ν. Καρούζο
Μάζευε τα χιλιόμετρα. Από παντού έφτανε το φθινόπωρο με τους δαγκωμένους ήλιους και τη μυρωδιά της βροχής. Ξάφνου όλη η ορατότητα εχάθη και σαν τάχα να βρέθηκε μες σε μια ομίχλη μυθιστορηματική, στάθηκε στην άκρη του δρόμου ώσπου να περάσει το φαινόμενο. Μόνον στα Μέγαρα θα απαντήσει κανείς τέτοια διαφοροποίηση, μετεωρολογική να πούμε. Δεν υπήρχε κανείς εκεί, μόνον η θάλασσα και τα έρημα τα περιβόλια. Εμπρός του αχνοφαινόταν μια όψη του Παλαμηδιού. Ένα κάστρο παραμυθένιο ήταν εκείνο, τίποτε σχετικό με τ’Ανάπλι.
Απολάμβανε τη μοναξιά του όταν από το πουθενά φάνηκε μια φιγούρα. Φορούσε ένα καφετί κοστούμι και κρυβόταν μες στους καπνούς από το τσιγάρο του. Ήρθε και στάθηκε πλάι του, δίχως να μιλά, παλεύοντας να ξεχωρίσει κάτι από την πολιτεία που όλο φεύγει μακριά.
Να μην λησμονήσουμε ετούτο το δευτερόλεπτο, του είπε με φωνή ζεστή. Αυτό είναι που περικλείει εντός του το ανυπολόγιστο της στιγμής. Δεν αποκρίθηκε, του φάνηκαν παράξενα αυτά τα λόγια. Μα ο άνδρας συνέχισε.
Δεμένοι με τον θάνατο και τη ζωή, κάθε μέρα πασχίζουμε να βγούμε στα ανοιχτά. Κάτι μας κατατρώει την ψυχή, ένας πόνος αφειδώλευτος μας καταδιώκει. Ετούτη η ομίχλη δεν είναι τίποτε, ετούτη η ομίχλη μόνο να κρύψει μπορεί το δυστύχημα της ύπαρξής μας. Θα δείτε, θα τελειώσει κάποτε ετούτη η ομίχλη. Θα ανθίσει το θάμπος, η πόλη θα ανακτήσει τη δραματική της υπόσταση. Και εσείς, ω, εσείς, μες στο τρομερό δευτερόλεπτο θα βρείτε την πόλη που γυρέψατε. Δείξτε τόλμη εμπρός στ’άγνωστο, πυγμή στο ανομολόγητο δείξτε.
Σε λίγο η ομίχλη σκόρπισε. Έριξε μια ματιά μήπως και ξεχωρίσει εκείνο τον άνδρα. Δεν τον είδε πουθενά. Ίσαμε το μεσημέρι είχε φτάσει στο Ναύπλιο. Τότε κοιτάζοντας τα σχήματα που έπαιρναν τα σύννεφα, επείσθη πως ποίηση είναι το ύψος και τ’αλλοτινά, τα λίγα τραπέζια στο καφενεδάκι πέρα στην Αρβανιτιά όπου συνήθιζε να κάθεται ο ποιητής μαζί με τον παππού του. Διότι εκείνος ο άνθρωπος ο μυστηριώδης, ποιητής μπορεί να ήταν μονάχα, τι άλλο; Ένα τυφλό ερείπιο που αγκαλιάζει τις αιωνιότητες, ίσως. Ή πάλι, μια ηχητική μπαλάντα του απείρου.
✳︎
©Απόστολος Θηβαίος
Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→
φωτο: Στράτος Φουντούλης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.