Κυριακή Βυρίνη, Τρία φρούτα για μια φέτα ήλιου

ΤΡΙΑ ΦΡΟΥΤΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΦΕΤΑ ΗΛΙΟΥ
(παραλλαγές σ’ έναν στίχο)
Three Fruits for a Slice of Sun
(variations on a verse)

Εισαγωγή
Τα τρία ποιήματα που ακολουθούν κινούνται γύρω από έναν κοινό πυρήνα εικόνων: ένα μούσμουλο κι ένα κεράσι — μικρά, καθημερινά δώρα που μετατρέπονται σε αισθητηριακές ρωγμές του χρόνου. Από τη λυρική ανάμνηση της παιδικής κλοπής του φωτός, στη σκληρότητα του παζαριού του κόσμου και τέλος στη σιωπηλή, οικιακή στιγμή ενός πρωινού, το μοτίβο επιστρέφει κάθε φορά σαν απόηχος: το απλό πράγμα που κρατά μέσα του αναπάντεχη ευτυχία.

Σ’ αυτές τις παραλλαγές, η πράξη της γεύσης, της αφής, της προσφοράς γίνεται τρόπος να δοκιμαστεί το βάρος και η τιμή — όχι μόνο της γλύκας, αλλά και της καθημερινότητας όπου αυτή γεννιέται. Τα ποιήματα συνομιλούν μεταξύ τους όπως τρεις σκιές ενός ίδιου φωτός, μεταφέροντας την ιδέα ότι ακόμη και μέσα σε κόπο, σκόνη ή ειδήσεις που βαραίνουν, κάτι μικρό μπορεί να επιστρέφει το αίσθημα της ημέρας στον άνθρωπο.

I. Λυρικό – τα παιδιά που κλέβουν το φως

Του καλοκαιριού η αυλή
όπου ξεχασμένα τα φρούτα ωριμάζουν·
ο ήλιος σκιές μετρά
και τα παιδιά που κάποτε ήμασταν
τις κλέβουν
Ένα ώριμο μούσμουλο, ένα κεράσι φροντισμένο —
λέξεις από θόρυβο γυμνές,
δάχτυλα που ακουμπούν το φως
πριν σβήσει
Η αγάπη θυμάμαι
ήταν πάντα κάτι που
στα χείλη μαλάκωνε
λίγο προτού χαλάσει

I. Lyrical — the children who steal the light

The courtyard of summer,
where forgotten fruits ripen;
the sun counts shadows,
and the children we once were
still steal them.
A ripe loquat, a tended cherry —
words stripped of noise,
fingers brushing the light
before it fades.
I remember:
love was always something
that softened on the lips,
just before it spoils.

✳︎

II. Υπαρξιακό / Κοινωνικό – στου κόσμου το παζάρι

Στου κόσμου το παζάρι —
βλέμματα όλα τα ζυγίζουν
Ο ήλιος ψήνει τη φτώχεια
σε τελάρα πλαστικά·
κι ο έρωτας, όταν περισσεύει,
στο τέλος πουλιέται της ημέρας
φρούτο που ντύθηκε η σκόνη
Ένα ώριμο μούσμουλο, ένα κεράσι φροντισμένο —
λαιμός γυναίκας που περίμενε,
ιδρώτας άντρα που δεν τόλμησε
γιατί λησμόνησε πώς
η γλύκα τιμή έχει
Μα όταν στο σπίτι επιστρέφω
αυτό — κι ας άδεια τα χέρια,
κι ας χώμα ακόμη φορτωμένα
κι ήλιο —
κάπως, ελπίδα φέρει.

II. Existential / Social

In the market of the world,
eyes that weigh everything.
The sun bakes poverty
in plastic crates;
and love, when it’s left over,
is sold at day’s end —
fruit touched by dust.
A ripe loquat, a tended cherry —
the neck of a waiting woman,
the sweat of a man who dared not,
for he forgot that
sweetness, too, has honor.
Yet, when I’m back at home,
though my hands are empty,
still heavy with soil
and sun —
somehow, it feels like hope.

✳︎

III. Ρεαλιστικό / Καθημερινό – δώρο πρωινού

πρωί και
λοξά στον νεροχύτη μπαίνει ο ήλιος,
τις μέρες που πέρασαν μετράει
στον πάγκο, το ψωμί,
δίπλα
ένα ώριμο μούσμουλο, ένα κεράσι φροντισμένο —
δώρο γειτόνισσας,
σ’ ένα κομμάτι εφημερίδας τυλιγμένα
τ’ αγγίζω· το δάχτυλο κολλάει
μια στιγμή μόνο,
πριν η μέρα ξανά
στα «πρέπει» να βουλιάξει.
στο ραδιόφωνο πολιτικοί,
καύσωνες, χρηματισμοί, πολέμοι —
αλλ’ εγώ το φως κοιτάζω πώς γλιστρά
πάνω στου μούσμουλου τη φλούδα.
άραγε χωρά
η ευτυχία όλη του κόσμου
σε δυο φρούτα —
δώρο κερδισμένο
ένα πρωινό;

III. Realistic / Everyday — morning gift

Morning —
and the sun slants into the sink,
counting the days gone by.
On the counter, bread;
beside it,
a ripe loquat, a tended cherry —
a neighbour’s gift,
wrapped in a piece of newspaper.
I touch them; my finger sticks.
A moment only,
before the day sinks again
into its “musts.”
On the radio: politicians,
heatwaves, markets, wars —
but I stand watching the light
slip over the loquat’s skin.
I wonder — could it be
that all the world’s happiness
would fit
into two fruits —
a hard-won gift
of a morning?

✳︎

©Κυριακή Βυρίνη

φωτο: Στράτος Φουντούλης

✳︎