Ανταποκρίσεις Απόστολου Θηβαίου: Νονέιμ

Διακόπτει,
συνεχίζει, προχωρά
με κουτσό βήμα
οδεύει ολοταχώς
χωρίς
προορισμό
Δ. Τσιρώνης “Ψευταπαντήσεις” εκδ. μελωφοβία

 

αφήγημα

Όταν βγήκε από το μέγαρο της ασφάλειας δεν ήταν ο ίδιος. Το σμόκιν του ήταν τσαλακωμένο, ο ίδιος έφερε εκδορές. Μα περισσότερο από όλα μια τσακισμένη αξιοπρέπεια. Κάθισε στα ατέλειωτα σκαλοπάτια του εμβληματικού κτιρίου και αισθάνθηκε σαν βασιλιάς δίχως βασίλειο. Η αντίθεση τον έκανε να χαμογελάσει πικρά. Η ζωή βρίσκει τρόπους να συνεχίσει. Αυτό συνήθιζε να το λέει με στόμφο η μητέρα, ακόμη και όταν πια είχε απομείνει ελάχιστη, στριμωγμένη κάπου μες στο σώμα της.

Δεν είχε χρόνο για τέτοια τώρα. Του αρκούσε να επιστρέψει στην κάμαρη του. Εκεί θα έπαιρνε τις αποφάσεις του, το πυκνό ποίημα του εαυτού του θα λυνόταν ευθύς. Κάποτε είχε διαβάσει σε κάτι αδιάθετα πια πεζά του Δημήτρη Ριτσώνη, από το μακρινό 2014. “Δίχως να σταθεί παρά τέσσερις στιγμές στο μικρό πεζουλάκι με τον ξεραμένο ασβέστη”. Ήταν αυτή μια κάποια λύση, ίσως κάπως μελαγχολική. Είχε τόσα να κάνει, τόσα να γράψει, μα εντός του όλα έχουν πετρώσει για τα καλά. Και αυτό το σακάκι, ύφασμα να σου πετύχει. Άκου δανεικό, πάει να πει πως δεν ανήκει σε κανέναν και τότε πείτε μου, σας ικετεύω, πώς προλαβαίνει να γνωριστεί με το κορμί. Είναι μια σχέση από πριν εσφαλμένη, προδομένη, όπως ένας έρωτας με δυσκολίες αντικειμενικές.

Περπάτησε στα χαμένα. Έστριβε εδώ και εκεί, κάθε τόσο συλλογιζόταν την κάμαρή του, τον Δημήτρη, την ομορφιά μικρέ Φαίδρε που είναι ορατή και θεϊκή μαζί, την κυρία Αντιγόνη, Αθηναία δευτέρας γενεάς, που τάχα ξέμεινε μαζί με τούτα τα ντουβάρια. Κάθε τόσο τον επισκέπτεται, του προσφέρει λίγο κέικ, ένα γλυκό, του παραδίδει τους λογαριασμούς. Και προσπαθεί, Θεέ μου πόσο προσπαθεί να ρίξει μια ματιά στο δωματιάκι που το νοικιάζει μυστικά. Μεταξύ τους έχουν συμφωνήσει πως η ίδια του παραχωρεί την κάμαρη επειδή είναι ψυχοπαίδι της.

Και ας κάνουν μαζί έρωτα τις Πέμπτες, με σκηνοθεσία τύπου “Πέρα από την Αφρική”. Δεν την νοιάζει μήτε το γεγονός πως ο Ρόμπερτ πέρασε στην άλλη πλευρά. Αρκεί να παίξουν σκηνές από μια ανεπαίσθητη πίκρα, από ένα έργο non finito με εκκρεμείς αντανακλάσεις, ραγισμένες καρδιές και αλμοδοβαρικά σκηνικά. Στα βιαστικά δίχως συναίσθημα.

Στο διάβολο, τι συμβαίνει με τον εαυτό του στ’αλήθεια; Γιατί να έπρεπε να δημοσιεύσει εκείνο το μυθιστόρημα με την υπογραφή “ανωνύμου”. Αυτό τα φταίει για όλα, ένας ανόητος ρομαντισμός και μια μεγαλοπρέπεια που δεν της είναι αντάξιος. Αν είχε απλώς βρει το κουράγιο, αν είχε απλώς συμπληρώσει το όνομα του στη θέση του συγγραφέα. Το κενό περίμενε, μα εκείνος φάνηκε τόσο λίγος. Και τώρα, με την αναπάντεχη επιτυχία του έργου, να τος λοιπόν, καλεσμένος στη γιορτή που στήθηκε προς τιμήν του. Η αφρόκρεμα της διανόησης θα βρισκόταν εκεί. Το ‘βαλε πείσμα να βρεθεί στην εκδήλωση και εκεί λέει, θα έλεγε την αλήθεια. Θα σηκωνόταν από τη θέση του, το ακροατήριο θα κρατούσε την ανάσα του. Και θα ομολογούσε, ενώπιον όλων, πως το μυθιστόρημα που συντάραξε το κοινό υπήρξε δικό του, δικό του, τ’ακούτε; Και αν του ζητούσαν να τ’αποδείξει ευθύς θα άρχιζε από την πρώτη λέξη να γκρεμίζει λίγο λίγο τον κόσμο. Πρόσωπα με χείλη από φεγγαρόφωτο, και έπειτα λέξεις, φράσεις που τώρα δα στέκουν ξεκρέμαστες μες στον κόσμο, σκέτο χρυσάφι και δόξα.

Όταν βρήκε την πολυπόθητη πρόσκληση η καρδιά του σφίχτηκε. Βρισκόταν κοντά στο σκοπό του. Μόνο να βρει το κουράγιο έπρεπε και για αυτό κάθε βράδυ δουλεύει απάνω στον τρόπο που θα κάνει το νούμερο του. Ώρες ολόκληρες ανασηκώνεται από το ντιβάνι, στέκει εμπρός στον καθρέφτη και με την κατάλληλη συγκίνηση λέει δυο λόγια. Κατέληξε σε αυτά, όχι δίχως κόπο. Μόνον οι άνθρωποι γύρω του μπορούν να περιγράψουν τι τρομερή δοκιμασία ήταν εκείνη. Όταν η μέρα πλησίαζε τον κατέβαλε η αγωνία και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε χρειάστηκε να περάσει ο ιατρός κύριος Ζ. , για να δει με τα μάτια του την κλινική του κατάσταση. Βρήκε τελικά την αυτοκυριαρχία του και άρχισε να πατά γερά στα πόδια του. Τη μέρα της εκδήλωσης ήταν τόσο σίγουρος για εκείνο που πήγαινε να κάνει, ώστε τον κυρίευσε μια αδικαιολόγητη ευθυμία. Η ώρα είχε έρθει. Ένα μυθιστόρημα θα ‘βρισκε τον άνθρωπό του.

Στάθηκε στην ουρά του εκθεσιακού κέντρου. Το γεγονός αναμενόταν να προσελκύσει την αθρόα προσέλευση του κοινού. Οι ταξιθέτες και οι φροντιστές ντυμένοι με τα διακριτικά τους, χαμογελούσαν και συνόδευαν το πλήθος. Κοπαδιαστά από σταθμό σε σταθμό ώσπου να βρεις τη θέση σου στην πλατεία. Κοίταξε γύρω του, ήθελε να πει σε κάποιον τι σκόπευε να κάνει. Ήθελε να πει την αλήθεια. Του έκανε εντύπωση η ποικιλία του κοινού. Δυο κεφάλια εμπρός του μια παρέα παλιών λινουργών από το Ντάφερμλιν, πίσω του, γύρω του, παντού, πορτοφολάδες, πλανόδιοι μανάβηδες, το εύθυμο κοινό. Πίσω του περίμενε υπομονετικά ένας Ισπανός μοναχός. Αυτές τις λεπτομέρειες τις έμαθε κάπως βιαστικά, όσο η ουρά προχωρούσε με τ’αργό βήμα των ανθρώπων. Οι μικρές ζωές στριμώχνονται και ονειρεύονται, σκέφτηκε και ένιωσε μια λύπη δίχως αιτία. Το θάρρος του πάλι λιγόστευε, τώρα που ήταν πια η πιο κρίσιμη στιγμή. Σκεφτόταν πως καθόλου κωμικός δεν ήταν ο δισταγμός του για κάτι τόσο σοβαρό. Θα μπορούσε απόψε να ανακηρυχθεί βασιλιάς, θα μπορούσε να πάψει να ‘ναι ένας αυξανόμενος νεκρός σύμφωνα με τον Παβέζε ή τον Μπατάιγ, λίγη σημασία έχει όταν κάτι είναι τόσο πετυχημένο, τόσο προσωπικά όταν εισέρχεται κανείς μες στη θημωνιά σου.

Είχε περάσει μια ώρα. Στο βήμα είχαν ανέβει όλοι οι εκπρόσωποι των εθνικών ακαδημιών και είχαν αναπτύξει με κριτική ικανότητα και υποβλητικότητα κάποιοι, δίχως επιχειρήματα, με εντυπώσεις μονάχα άλλοι, το θαυμάσιο μυθιστόρημα του “ανωνύμου”. Στο ενδιάμεσο, πέφτουν βροχή τα αποσπάσματα. Μάλιστα προβάλλονται στον πίνακα μάτριξ, σε παλιό, μισοσκισμένο χαρτί, έτσι για να επιτύχουν μια γοητεία πρόσθετη. Το κοινό χειροκροτεί, άλλοι κλαίνε από τη συγκίνηση. Οι αλλοτινοί ανυποψίαστοι, αντιλαμβάνονται τώρα που πέσανε μες στη δίνη. Ορισμένοι δεν θα γυρίσουν ποτέ.

Τώρα είναι η ώρα. Σηκώνεται από τη θέση του στα ξαφνικά, σαν τάχα να τον έχει πετάξει ψηλά εκείνο το ελατήριο της ζωής. Η ορχήστρα σταματάει. Οι φύλακες ορμούν με φόρα από τις τέσσερις γωνιές του θεάτρου, ο προβολέας όλος απάνω του. Ένας άγγελος που αιφνιδιάζεται, που ποτέ δεν θα τον δεις μες στα εικονοστάσια λεπτομέρεια στο δρόμο για την Ελευσίνα. Ω, αν δεν ήταν ο θάνατος, αδύνατη θα’ταν η έκφραση για τη ζωή μας.

“Εγώ είμαι ο ανώνυμος, εδείλιασα, ποτέ μου δεν υπέγραψα το έργο όπως θα έπρεπε. Για αυτό και τώρα στέκω εδώ, ανάμεσά σας, έτοιμος να σας εξηγήσω και να κερδίσω ότι μου αναλογεί. Καθόλου ανώνυμος δεν είμαι, για την ακρίβεια…”, μα εκείνη τη στιγμή που φτάνει στον επίλογο, ένας από τους φύλακες γλιστρά πίσω από τις τελευταίες θέσεις. Έπειτα κραδαίνοντας ένα σχοινί ορμά και τον αρπάζει. Πέφτουν χάμω και όλα τα λόγια τώρα πάνε στράφι. Το κοινό κοιτάζει έκπληκτο, η ιντελιγκέντσια στρέφει μια στάλα τη ματιά της, σαν τον Ορφέα συλλαμβάνει την αίσθηση της στιγμής και παίρνει τις αποστάσεις της.

Τώρα τον τσουβαλιάζουν και τον σέρνουν προς την έξοδο. Κάθε τόσο τον χτυπούν , φωνάζουν, τον απειλούν. Μεμιάς τον αφήνουν χάμω στο παγωμένο πεζοδρόμιο. Ποιον; Αυτόν που κατόρθωσε να γράψει το τελειότερο έργο, αυτό που θα σημάνει το τέλος του μυθιστορήματος. Στ’αλήθεια αυτή τη φορά και όχι όπως το ‘πε ο Φλομπέρ και οι άλλοι, τελείως αψήφιστα. Νιώθει σαστισμένος, γυρεύει να βρει τον εαυτό του. Κοιτάζει τη φιγούρα του στο βάθος της απέναντι βιτρίνας. Μοιάζει με τον τελευταίο αυτοκράτορα που δίχως τον κόσμο του πια, μες στον κόσμο ακροβατεί, με την αξιοπρέπειά του τσακισμένη.

Τα άλλα τα ξέρετε. Στην τελευταία σκηνή, μερικά απροσδιόριστα χρόνια αργότερα,  τον αντικρίζουμε  πιο ανώνυμο από ποτέ, μες στο νυχτόραμα κάποιου λιμανιού. Πίνει στο μπαρ Κάντιλακ μονάχος του. Και έτσι όπως κάθεται πλάι στην μπάρα θυμίζει τον άνθρωπο που από την ανάγκη του κουρνιάζει. Δεν είχα το κουράγιο Δημήτρη, να πατήσω στον ξεφτισμένο ασβέστη, να μοιραστώ δεν το μπόρεσα. Γράφει τις ίδιες λέξεις, κάθε βράδυ στο μπαρ Κάντιλακ με την ανοιχτή τηλεόραση να τον κοροϊδεύει πολιτισμένα, μες σε καταιγισμό από στρας και την ουσία του Βακαλόπουλου. Ποτέ του δεν συστήνεται και όσοι τον ξέρουν στο μπαρ Κάντιλακ τον φωνάζουν Νονέιμ. Έι Νονέιμ, το καπέλο σου έπεσε γέρο συγγραφέα της δεκάρας, η μπέρτα σου σκουπίζει το δρόμο Νονέιμ. Αυτό είναι όλο και όλο το τραγικό παιχνίδι που παίζει η μοίρα μαζί του. Λίγος Κουμανταρέας και το δικό του το τίποτε, απτό, να το κόβεις λέει με το μαχαίρι. Ένας κίνδυνος που κάθε συγγραφέας θα πρέπει να λάβει υπόψη του.

Χρειάζεται κανείς θανατηφόρο, μάταιο θάρρος αλλιώς κινδυνεύει να γίνει πρωταγωνιστής στο χρονικό μιας κατάπτωσης. Όπως στην περίπτωση αυτής της παράδοξης ιστορίας, ξεκρέμαστης όπως οι λέξεις, θυμάστε;

✳︎

©Απόστολος Θηβαίος

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→

φωτο: Στράτος Φουντούλης

❀