Απόστολος Δοξιάδης, Το τηλεφώνημα που δεν έγινε ―από την Μαρία Ιωαννίδου

Απόστολος Δοξιάδης, Το τηλεφώνημα που δεν έγινεΕκδόσεις Ίκαρος

Τον παλιό εκείνο τον καιρό τα τηλεφωνήματα ήταν κρίσιμα ως μοναδικά μέσα προφορικής και άμεσης επικοινωνίας ανάμεσα από άτομα που τα χώριζαν μεγάλες αποστάσεις – κυριολεκτικές ή μεταφορικές. Στο σύντομο αλλά συναρπαστικό μυθιστόρημα του Α. Δοξιάδη παρακολουθούμε την πορεία προς την ουσιαστική ενηλικίωση  ενός νέου στα χρόνια εκείνα.

Πρόκειται για ένα αφήγημα με πολλές ανατροπές. Η κύρια δράση εξελίσσεται μαζί με τον ψυχισμό του κεντρικού ήρωα. Αυτός διαμορφώνει αντίληψη για τη ζωή του και κάνει τις επιλογές του ενώ ταξιδεύει τον αναγνώστη σε παράδοξες καταστάσεις που σχετίζονται με τις σπουδές και τα ενδιαφέροντά του. Το κοίταγμα είναι αναδρομικό από τον παρόντα χρόνο. Συνεχίστε την ανάγνωση του «Απόστολος Δοξιάδης, Το τηλεφώνημα που δεν έγινε ―από την Μαρία Ιωαννίδου»

The Athens Review of Books τεύχος 173 ―κυκλοφορεί

Περιεχόμενα τεύχους 173, Ιούνιος 2025

Αν Κάρσον (Anne Carson), Αποσαφηνίζοντας το ζήτημα της τύφλωσης του Στησιχόρου από την Ελένη

Ζακ Ατταλί (Jacques Attali)Η Ευρώπη απέναντι στις παγκόσμιες προκλήσεις

Πέτρος Μαρτινίδης, Ο φόνος ως «λειτούργημα»

Χάρι Κούνζρου (Hari Kunzru), Παράνοια στην κουνελότρυπα του Διαδικτύου

Αθ. Χ. Παπανδρόπουλος, Ποιος «Νέος Ψυχρός Πόλεμος»;

Περικλής Σ. Βαλλιάνος, Η αγωνία της Αμερικανικής Δημοκρατίας σήμερα ή τι προείδε ο Αλέξις ντε Τοκβίλ Συνεχίστε την ανάγνωση του «The Athens Review of Books τεύχος 173 ―κυκλοφορεί»

Παύλος Τζιούρρου, Κέρματα περαστικών

photo ©S.F. – Lille, France

Ξυπνάει αποφασιστικά από το παγκάκι όπου κοιμόταν, στη πλατεία Αριστοτέλους και με τα λιγοστά κέρματα που του άφησαν οι περαστικοί, σηκώθηκε με μιας όρθιος. Πηγαίνει και παίρνει το λεωφορείο για Χαλκιδική. Ο ‘οδηγός’ δέχτηκε με χαρά να μπει στο λεωφορείο, με τα σκισμένα βρομερά του ρούχα. Διάλεξε το πιο όμορφο μέρος της για να ταξιδέψει. Ίσως χωρίς επιστροφή. Ποιος ξέρει…

Φθάνει στο προορισμό του. Κατεβαίνει από το λεωφορείο και περπατάει ξυπόλυτος μέχρι την αμμουδιά. Ξαπλώνει πάνω σε αυτή και κυλιέται. Συνεχίστε την ανάγνωση του «Παύλος Τζιούρρου, Κέρματα περαστικών»

Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Στάνλεϊ ή Μετά τον πόθο

[…θεατρικό έργο, χιλιοπαιγμένο
και όμως…] 

ραδινό λεωφορείο στην έρημη πόλη με τα βαριά, πέτρινα σπίτια, κάτι μεγάλους ίσκιους, μια τάξη διαυγής, μια ζωή τόσο φυσική και κατανοητή. Ένας απροσδιόριστος δρόμος και η νύχτα και ίσως μια αίσθηση υγρασίας βραδινή, έτσι που πίσω από το τζάμι του λεωφορείου, να μοιάζουν όλα γυάλινα. Δυο τρεις φιγούρες σκόρπιες στο μεγάλο καμιόνι. Κάθε τόσο ο φωτισμός τρέμει χάνεται, αργότερα ετούτο θα γίνει το μέσο για μια άνευ προηγούμενη μετάπτωση στα πιο βίαια, ανθρώπινα ένστικτα. Μια απαλή μουσική ακούγεται, μια ανεπαίσθητη χροιά νεοελληνικών επιτυχιών φθάνει ως τις πρώτες θέσεις. Εκεί που κάθεται ο Σταν. Είναι νέος, ντυμένος πρόχειρα και πολύ όμορφος. Στέκει όρθιος και κάθε τόσο λικνίζεται καθώς το λεωφορείο επιταχύνει, αλλάζει κατευθύνσεις, κόβει ταχύτητα και ακινητοποιείται, βαρύ και απρόθυμο. Στις πίσω θέσεις βρίσκεται ένα κορίτσι όχι πάνω από είκοσι χρονών, η Λίζα. Αργότερα, άγνωστο με τι αφορμή θα μάθουμε το όνομά της. Και είναι ακόμη κάποιος που παραμένει μυστηριώδης και απρόσιτος, σαν το σκοπό της νύχτας. Ένας ανεξερεύνητος άνθρωπος, με καταγωγή ίσως από έναν άλλο κόσμο, καλύτερο ή χειρότερο από αυτόν εδώ. Μα λίγη σημασία έχει αυτό. Συνεχίστε την ανάγνωση του «Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Στάνλεϊ ή Μετά τον πόθο»

Αλέξανδρος Αδαμόπουλος, Η Μονίκ ―κυκλοφορεί [απόσπασμα]

Εκδόσεις Οδός Πανός

– Κι όμως· εμένα με λένε Κίμωνα! Και ακριβώς έτσι με γράφουν· ακούς: Κί-μω-να! Τριάντα αιώνες… μού είπε μόνο.
Και το ίδιο κιόλας βράδυ· επίτηδες, για να με προ-καλέσει ακόμα περισσότερο, πήρε μέσ’ απ’ τη μεγάλη βιτρίνα με τ’ αρχαία κεραμικά, κι έψησε χταποδάκι στα κάρβουνα πάνω σε μια πήλινη ελληνιστική φουφού… Αν είναι ποτέ δυνατόν: Έψησε χταποδάκι, πάνω σ’ έναν αρχαίο, σπάνιο πύραυνο, του 3ου αιώνα!
Του 3ου αιώνα προ Χριστού…
Τρελάθηκα: Στον 21ο αιώνα μετά Χριστόν να ψήνει χταποδάκι στα κάρβουνα πάνω σε μια ελληνιστική φουφού του 3ου αιώνα προ Χριστού… Απίστευτο…
«Sacrilege!» ούρλιαζα, «Sacrilege!», «Ιεροσυλία!»
Έχασα το φως μου. Ζαλίστηκα, μού κόπηκε η ανάσα κι έπεσα χάμω ξερή.
Κι ο άλλος μπροστά μου, γελούσε σαν μωρό παιδί…

✳︎

Γιώργος Αναγνώστου, Ρευστότητας Έρωτας

 Στο ήθος γενναιοδωρίας Θ.Τ.

Η έλξη σκίρτησε. Στο σημείο ακριβώς που παιχνίδισαν δυο γλώσσες. «Ο παλιός έρωτας με νεράιδες…», άρχισε την ιστορία. Την είχε ακούσει από τον μετανάστη παππού του. Τελετουργική αφήγηση καλοκαιρινή. Η κάθε επιστροφή στον προγονικό τόπο. Οι σταθεροί της παρέας δεν έπαυαν να την εκτιμούν σαν κάτι που ακόμα μάγευε. Τα νέα μέλη σαν να αποκόμιζαν κάποιο ηθικό μήνυμα. Αυτή όμως εστίασε αλλού. Επέλεξε άλλη ερμηνεία. Περίμενε μέχρι να καταλαγιάσουν τα σχόλια. «Αχ αυτός ο φιλαράκος ο ιός!» πρόσθεσε ανέκφραστη. Συνεχίστε την ανάγνωση του «Γιώργος Αναγνώστου, Ρευστότητας Έρωτας»

Δημήτρης Τούλιος, Ο δειλός των δεινών καιρών

Δημόσιος λόγος

Καφέδες λεκιάζουν τα γράμματα
τα κάνουν φαντάσματα.
Κι ύστερα τα έργα του δρόμου που επιμένουν ολοένα.
Τρυπάνε τη μνήμη των βημάτων
και αναταράζουν τα φλιτζάνια.
Μια κοπέλα που σερβίρει
νυχτώνει το βλέμμα στον λογαριασμό.
Χέρια ψαχουλεύουν στις τσέπες,
πελάτες συνωστίζονται στα καθίσματα.
Όλοι περιμένουμε το θαύμα μιας γουλιάς, Συνεχίστε την ανάγνωση του «Δημήτρης Τούλιος, Ο δειλός των δεινών καιρών»

Λεωνίδας Καζάσης, σε ορίζοντες που η ρέμβη δεν ορίζει

Λή

Τα σκέλη σου ορθάνοιχτα,
αχόρταγα ρουφούν
την ρώμη την αρσενική,
την φλόγα της συλφίδος,
που κάθυγρα τα χείλη της,
τα χείλη σου που πάλλονται φιλούν.

Αγλάϊσμα των γυναικών!
Της ηδονής ιέρεια! Συνεχίστε την ανάγνωση του «Λεωνίδας Καζάσης, σε ορίζοντες που η ρέμβη δεν ορίζει»