Ευρυδίκη Τρισόν – Μιλσανή, Νυχτερινές βόλτες στην Κυψέλη

Κάποτε σε μια άλλη ζωή, αν εξακολουθήσω να υπάρχω, θα θυμάμαι τις νυχτερινές βόλτες μου στην Κυψέλη. Καθώς δεν μας επιτρέπεται να απομακρυνθούμε πολύ από το σπίτι μας, οι βόλτες μου αυτές περιορίζονται στα δρομάκια γύρω από τη Φωκίωνος Νέγρη και την Πλατεία. Είναι πολλά και δαιδαλώδη και προσφέρουν στο βλέμμα ένα περίεργο θέαμα καθώς είναι υπό-φωτισμένα, άδεια και βυθισμένα σε μια πυκνή ανοίκεια σιωπή. Νομίζεις πως ζεις στο παραμύθι της Ωραίας Κοιμωμένης όπου το τσίμπημα ενός αδραχτιού παρέσυρε το σύμπαν της σε ύπνο εκατό ετών. Τα αυτοκίνητα που αδρανούν σε τακτές σειρές αριστερά και δεξιά της ασφάλτου, μοιάζουν απολιθώματα σαν να τα κατακεραύνωσε με το βλέμμα της μια αόρατη Μέδουσα κι οι είσοδοι των πολυκατοικιών ένθεν και ένθεν, συχνά φωτισμένες, είναι σαν τζαμένιες βιτρίνες που τις άδειασαν εξαφανισμένοι κλέφτες. Κανένας ήχος δεν βγαίνει από τα παράθυρα λες και δόθηκε διαταγή να μη μιλήσει κανείς, κανείς να μη θορυβήσει σ’ αυτό το μέρος που η ζωή το έχει εγκαταλείψει. Καμιά φορά ένα γέλιο ξεχύνεται από μπαλκόνι και αντηχεί παράξενα, γέλιο που φαίνεται τρελό και ασεβές. Πώς δηλαδή, ποιος τολμάει να σπάσει την εκκωφαντική άπνοια;

«Λες και  έχει συλλαλητήριο η ερημιά στους δρόμους» θυμάμαι τη φράση της Κικής και ξαφνικά ενώ το βάδισμα ανερμάτιστο όργωνε την οδό Δάφνιδος άλλαξε κατεύθυνση. Δεν πήγα εγώ, τα βήματά μου με παρέσυραν, κι έτσι χωρίς να το καταλάβω έστριψα στη Φαέθωντος  κι άρχισα να ανηφορίζω μέχρι που σταμάτησα στο σταυροδρόμι της οδού Πυθίας. Στο 26 το παλιό διώροφο, εκεί που για πρώτη φορά αντίκρισα τη φίλη μου, εκεί που δεν έπαψα να πηγαίνω να την συναντώ στο σεμνό παλιομοδίτικο σαλόνι της μέχρι που μετά χιλίων βασάνων μετακόμισε «παραπλεύρως» σε κάποια καινούργια απρόσωπη πολυκατοικία.

Τίποτε δεν έχει αλλάξει: η χαριτωμένη αρχιτεκτονική βίλας προαστίων, με τα στρογγυλά μπαλκόνια τα γεμάτα με πράσινα μικρά φυτά, το κάπως κιτρινιάρικο χρώμα των τοίχων… Νυχτόβια συγκίνηση με συνεπαίρνει. Πόσες φορές πάτησα το κουδούνι, πόσες φορές ανέβηκα τα σκαλοπάτια τρεχάτη να την συναντήσω… Να καθίσω στον καναπέ κάτω από το πορτραίτο του Άθου που έμοιαζε κι αυτός φιλικός. Πόσες συζητήσεις κάναμε, πόσα τσιγάρα καπνίσαμε, πόσες κόκα-κόλες κατεβάσαμε σε κείνο τον «αφώταγο» χώρο με τα κλειστά πατζούρια και το ηλεκτρικό…

Έχω στηθεί στη γωνία και δεν μπορώ να ξεκολλήσω. Γιατί άραγε απομακρύνθηκα απ’ αυτό το σπίτι γιατί το ξέχασα σχεδόν, γιατί απόψε ειδικά, απόψε που είμαστε παγιδευμένοι, επίδοξα θύματα απροσδιόριστου εχθρού, ήταν τυχερό να ξαναγυρίσω;

Τίποτε δεν άλλαξε. Απέναντι ακριβώς από το σπίτι, ο ίδιος ο οίκος ευγηρίας ακριβώς όπως και τότε και για να μη διαψευστώ, ένα πεταμένο βρώμικο στρώμα όρθιο εκθέτει την αθλιότητά του.

«Έχω γράψει τόσες φορές στο Δήμαρχο να έρθουν να το πάρουν» ακούω την Κική να παραπονιέται. «Φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Επί εβδομάδες αυτά τα απαίσια στρώματα, των οποίων ουκ έστιν αριθμός, κάτω από το σπίτι μου! Είναι απαράδεχτο! Σα να μην έφτανε ο σκουπιδοντενεκές στημένος κι αυτός σχεδόν στην πόρτα μου…» Έλεγε φυσώντας με λύσσα τον καπνό του αίώνιου τσιγάρου της.

Πως να ανθίσει η ποίηση σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον; Συμμεριζόμουν  αγανακτισμένη, ξέροντας ωστόσο πως η ποίηση ανθίζει οπουδήποτε. Πόσο μάλλον σ’ αυτό το σπίτι που τόσο αγαπούσε η Κική και που δεν ήθελε με τίποτε να τ’ αφήσει. Ακούω ευλαβικά την αναμέτρηση των απωλειών της όταν οι αγαπημένοι της το εγκατέλειψαν.

«Λίγες οι ζημιές
Σπάσανε κάτι χρόνια μεταχειρισμένα κι ελάχιστα επόμενα
και βέβαια θρύψαλα το λάθος να νομίζεις πως τα γκοοοόλ
θα είχαν εσαεί τερματοφύλακα μόνο την ακοή σου
ότι η Μπάρμπι θα μεγάλωνε δεμένη στους παραλογισμούς σου
πως δεν θα στέρευε ποτέ της ροζ κορδέλας το ποτάμι
θα ψήλωναν στις όχθες του κι άλλο τα καταπράσινα
που φύτεψες κοτσίδια να κάθονται στο θαλερό τους ίσκιο
τα άσπρα σου
μαλλιά.
….
Μαζεύω από χάμω παρατημένα μικροπράγματα
μη τα πατήσει η αντήχηση και σπάσω….»

Έμεινε μόνη της για λίγο ακόμη κι απ’ το μπαλκόνι της να
αφουγκράζεται τους ήχους της πόλης: γαυγίσματα, μεγάφωνα,
κραυγές παιδιών αλλά και ήχους από ακορντεόν που τόσο
αγαπούσε.

«….από τη διώροφη κλωστή του μπαλκονιού
μόλις ακούσω μετανάστη πλάνητα στα σοκάκια
και τα στενοσόκακα του ακορντεόν.
Που να με ξέρει αυτό το όργανο
πως με πτυχώνει έτσι σα λυγμού βεντάλια
από ίσια που είμαι καλά σιδερωμένη.
Με αργό βάδισμα παίζει μελετώντας
τα ανοιχτά παράθυρα τριγύρω λες και
πάνω στα κέρματά τους είναι γραμμένες
οι νότες.
Χαρτονόμισμα ρίχνω.

…ένα συμπάσχον χαρτονόμισμα
μια και ξένη είμαι κι εγώ σ’ αυτό τον κόσμο
από τον επόμενο ήρθα
και στον προηγούμενο θα ξαναγυρίσω
μόλις πετάξει κέρμα στους μετανάστες
οδόντες μου ο τσιγκούνης καιρός.

Τσιγκούνης πράγματι, ποτέ αρκετός… σκέπτομαι καθώς η θλίψη της απουσίας κάνει τη νύχτα ζοφερή. Όλα είναι εδώ αλλά κι όλα έχουν αλλάξει.

Ποιός άραγε να μένει τώρα στο σπίτι; Ίσως νοικιασμένο σε ξένους απ’ αυτούς που αφθονούν στη γειτονιά, την πιο κοσμοπολίτικη της Αθήνας. Πώς  άραγε οι καινούργιοι ένοικοι συζούν με τα φαντάσματά του; Γιατί πάντα υπάρχουν στοιχειώνοντας τους χώρους που ζήσαμε. Συζητήσεις μας μουρμουρίζονται στο μισοσκόταδο. Ποιητικοί απόηχοι, «Συζυγικοί καυγάδες άφθαρτοι», αναστεναγμοί γέλια και  δάκρυα γράφονται ανεξίτηλα στους τοίχους και τα πατώματα στις καρέκλες που οι απόντες βαραίνουν πάνω τους.

Στέκομαι λίγο ακόμη κατακλεισμένη από αναμνήσεις. Ότι κι αν έχει γίνει ετούτο το διώροφο θα είναι πάντα το σπίτι μιας αγαπημένης. Κι αν παρ’ ελπίδα μείνει όρθιο, κάποια μέρα μια πλάκα θα μπει στη πρόσοψή του που θα γράφει: «Εδώ έζησε η μεγάλη ποιήτρια Η Κική Δημουλά».

*

©Ευρυδίκη Τρισόν – Μιλσανή