Από τις ΑΩ εκδόσεις
ΚΑΘHΛΩΣΗ
Ξημερώνει και βραδιάζει
και στο ίδιο μέρος να ’μαι πάλι.
Kαθηλωμένη σε μιαν αιώνια φυγή
ωσάν το σήμερα ποτές να μην υπήρξε.
Περιδιαβαίνω σε κόσμους π’ ανθρώπινο μάτι δεν άγγιξε.
Εκεί, στα παλιά μου λημέρια,
στο μεγαλείο της μνήμης, της θλίψης και της μοναξιάς
με ατελέσφορη την προσπάθεια της βίωσης
μες στην ολόγιομη λαχτάρα της.
Σ’ αυτήν τη ζωή,
με τις άλικες μέρες, τις φρουρές των τάξεων και τα λειψά
σημεία αναφοράς
συνεχίζω…
Σ’ αυτήν τη ζωή,
με τις νεκρολογίες των θαυμάτων μες τη κοσμοσυρροή της
φτήνιας
συνεχίζω…
Σ’ αυτήν τη ζωή,
με τον ζυγό της πολυτέλειας κατ’ έπίφασιν «του ανήκειν»
συνεχίζω
να εμμένω, να υπομένω, να ελπίζω
ωσάν λαβωμένο πουλί
που μαδά τα φτερά του λίγο προτού λευτερωθεί
έτσι·
για το ύστατο χαίρε μιας πεντάρφανης στιγμής.
*
ΣΤΑ ΕΠΟΥΡΆΝΙΑ
Μίλα μου για τη βροχή,
μίλα μου για σένα,
μίλα μου για τ’ άπειρο στη σκέψη και στην έννοια.
Μίλα μου για μνήμες μακρινές και πολυταξιδεμένες,
μίλα μου για λέξεις από καιρό χαμένες.
Πρόσδωσε βάθος στις αλλαγές των ημερών το τίποτα
και κάψε,
κάψε του φόβου το σημάδι,
στα μάτια είν’ χαραγμένο.
Και καμώσου πως ο κόσμος τούτος,
ο μικρός, ο ξένος,
ο απ’ τα είδωλα ιδωμένος
εσβήσθη κι εχάθη.
Πλέξε το γαϊτανάκι της ζωής και του θανάτου
και κάμε την ιδέα…
Εμπότισέ την μ’ έμπνευση, ενόραση,
το δέος όλο της πίστης
και μπόλιασε το σέβας της,
με την αγαλλίαση της πρόγευσης,
της αγωνίας την αδημονία.
Κι έτσι επουράνια καθώς θα ’ναι
άσ’ τηνε ψηλά, πολύ ψηλά να φθάσει
κι εκεί, το δικό της αστέρι να βρει.
*
ΧΟΑΝΗ
Λευκή, χιονισμένη πολιτεία
σ’ εσέ θα ’ρθω να μετοικήσω
όλες μου τις έγνοιες μία, μία
πίσω μου ν’ αφήσω.
Στη χοάνη των ακίνητων νερών σου θα αποκρυσταλλωθώ
καθάρια κι απόλυτα την αλήθεια να ιδώ.
ποτές της ξανά να μη με ετρομάζει.
Κυλούμενα ρυάκια τότες
πηγών καθαγιασμένων και ακατάβλητων
απλέτως θα με ράνουν
να λιώσουν ό,τι μέσα μου
καλό κι αγνό
αρνούνταν τόσα χρόνια να ριζώσει.
Και τόσο καιρό αυτήν την αλλαγή προσμένω
τους δαίμονες και τις σκοπέλους του μυαλού μου ν’ αποδιώξω
το κλειδί του παραδείσου σου να βρω
Ω, λευκή
λευκή χιονισμένη πολιτεία
Εσύ,
του πρώτου ονείρου μου γλυκύτατη πνοή
χαμένη πατρίδα της νιότης μου.
Σ’ εσέ
Σ’ εσέ, θα ’ρθω να μετοικήσω
Όλες μου τις έγνοιες
μία, μία
πίσω μου ν’ αφήσω.
Κι εκεί,
στην ακροτελεύτια ηκμάδα του κορμιού σου να χωρέσω
στην επτασφράγιστη της σιωπής σου βεβαιότητα.
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.