Έκτωρ Πανταζής, Υδάτινη σάγκα

Τότε ανασύροντας αυτό το βάθος προς τα έξω, φέρουμε την ευθύνη που μοιάζει με την πρώτη ύλη, τότε το σκοτεινό αυτό βάθος, διαβάζεται αλλιώς, έχει ένα πυρετό του αλλιώς.

Σονέτο για τα μάτια σου Με το ζεστό της θάλασσας δέρμα το μεσημέρι σε αγκαλιάζει. Μικρές Κυκλάδες πεζούλι του καλοκαιριού, η στιγμή για το ζωγράφο μια μονοκοντυλιά, η ραχοκοκαλιά υπάρχει διακριτικά παντού στο φτερό, στων κοριτσιών τα όνειρα, στη Ναυσικά φοινικιά Ιόνιο αποχαιρετώντας τις άσπρες πικροδάφνες της.

Υλικά σχήματα, να αποφεύγεται η φενάκη το ψέμα η αναπλήρωση,  όπως ξέρεις αυτά ξεκινάν και σε λίγο ξεκινάν πάλι. Η ομορφιά  δεν αφήνει να κοκκινίσεις μέχρι τις ρίζες των μαλλιών και η πνευματική ομορφιά και η ψυχική. «Εγώ που οδοιπόρησα/ Με τους ποιμένες της Πρεμετής/ Είχα τα μάτια μου/ Παντοτεινά στραμμένα/ Στο εωθινό σου πρόσωπο…».Γ. Σαραντάρης  

Σκούζουν τα σκούρα θαλασσοδερμένα βράχια στοιχειά μοναχάΜε ένα φύσημα του αέρα πάνε περίπατο όσοι είναι άγευστοι φιλοσοφίας και μούσας. Γκόμενα μαυρομάτα η πένα σε βγάζει ασπροπρόσωπο αν τό’χεις,  η γλώσσα είναι ήθος όπως και η σκέψη.

Δε βρίσκω ιδιαίτερα  έξυπνο την καταφυγή δίκην καλογήρου στην αμάθεια. Η παιδεία είναι δύσκολη και υποχρεωτική, τα πνευματικά ζητήματα έχουν ιεραρχία δεν είναι ασύδοτα, η κριτική κατανόηση είναι απαραίτητη συνθήκη και η διάκριση.

Δίνεις το χέρι σου στο χάδι ηλεκτρίζεται η νύχτα τα σύννεφα, η ράχη του σκοτεινού ανέμου.

 

είναι ότι είναι και ότι δεν είναι

είναι

 “Η ήσυχη ομορφιά του νησιού σού προκαλούσε πόνο. Ήταν ένας τόπος που έγινε για μένα περισσότερο οικείος και από σπίτι μου. Η ήσυχη ομορφιά του νησιού σού προκαλούσε πόνο. Αλλά ο πόνος όσο μεγαλύτερος είναι τόσο πιο αόρατο σε κάνει. Αρχίζεις να εξαφανίζεσαι, μολονότι εξακολουθείς να αναπνέεις. Η ήσυχη ομορφιά του νησιού σού προκαλούσε πόνο”.

Εμβληματική φράση για το νησί, δίνει το χαρακτήρα του. Δεν με ενδιαφέρει αυτό που είπε ο Σ. πολύ περισσότερο η γυναίκα του. Αντίθετα με ενδιαφέρει να δω πώς προκύπτει αυτή η ήσυχη ομορφιά, ήσυχη ομορφιά που προκαλεί πόνο. Ποιό μέτρο ελληνικό έκοψε αυτό το ύφασμα άκρη την άκρη της χώρας. Μοίρασε με την πιο λεπτή μεζούρα, όπως τα κοσμήματα και σε κάποια σημεία της η υπεροχή αυτής της ήσυχης ομορφιάς είναι καταθλιπτική, και έρχεται με το χρώμα με το φως με τον ασβέστη με τον αέρα, και με τη νύχτα. Σαν κάτι που παφλάζει σε ένα απόκρυφο μυχό, το μυστικό θέλω όχι το φανερό, αυτό υπάρχει και αλλού, Πώς όμως πέρα από γενικότητες, ας πούμε υπάρχει στην επιφάνεια του στίχου του Σολωμού, αυτό το ίδιο την ουσία θέλω όχι τη συσκευασία.

Εντάξει, το τσίπουρο βγαίνει απ’ τα σταφύλια, αλλά δεν βγαίνει μόνο του. Αυτό θέλω να μου πεις. Αυτός δε φοβήθηκε. Βρήκε. Αν έπιασες το μυστικό της φράσης είναι αντίστοιχη με τη διατύπωση του Λε Κορμπυζιέ για την αρχιτεκτονική των Κυκλάδων. Δεν ψάχνω τι πονάει, αλλά, τί κάνει αυτή την ήσυχη ομορφιά που κάνει να πονάει, το μυστικό είναι εδώ μέσα, κυκλωμένο, το μυστικό σώμα της νήσου, δεν το λες με κομψές κι άτεχνες  περιγραφές, θέλει κάτι ανάλογο της ουσίας της, που ο τύπος το είδε το βρήκε το είπε, σαν αντίδοση θέλουμε τον ανάλογο λόγο και να του πούμε, να πού πόνεσες μικρέ!

Έξω τα συνήθη δεν έχουν ουσία, θέλω ασβέστη που ενσωματώθηκε πάραυτα είναι λειτουργικός, και χρειαζόταν για να πληρωθεί το ρηθέν, όπως ο χρόνος έγδυσε τα αγάλματα και τους Κούρους, έτσι και ο Όθωνας έντυσε τα κυκλαδίτικα σπίτια με επίχρισμα υγείας ελευθερίας ,και λευκότητας σαν άσπρα περιστέρια της Αφροδίτης σαν να τα έπλυνε το κύμα της λεφτεριάς. Το κύμα της ελευθερίας, η νεωτερικότητα, ο αέρας ,η νέα πνοή και φυσικά το κύριο χαρακτηριστικό είναι το ενιαίο της δόμησης το συνεχές με λειτουργική οικονομία ,μεσογειακό χαρακτηριστικό, από τα σπίτια βγαίνει ο χαρακτήρας όπως τα αστέρια και τα καράβια απ’ τον ορίζοντα.

Η Αμοργός, γράφτηκε χωρίς να πάει ο ποιητής ποτέ εκεί, δεν χρειαζόταν. Γιατί είναι παντού, η ήσυχη ομορφιά ,σχεδόν μέσα στην ονομασία Κυκλάδες και τις επί μέρους ονομασίες των νησιών της, αυτό είναι ο πόνος σαν νήμα που δένει το νόημα. Έλαβαν το χρίσμα από τον Όθωνα σαν να ξαναβαφτίστηκαν. Στην τελευταία φωτογραφία το κυπαρίσσι παραχωρεί τα πρωτεία του ύψους στο εκτυφλωτικό λευκό. Ακόμη και ο ορίζοντας συμπλέει σ’ αυτό σαν σκοτεινός αρχάγγελος που έδωκε τον κρίνο στη Μαρία, το τοπίο ανήκει σε όποιον το εκφράζει. Το πνευματικό στοιχείο εκείνος το δρέπει, όπως ο Γκάτσος άρπαξε την Αμοργό, όπως η Σαπφώ την Ερεσσό. Δε γίνεται αλλιώς. Τα πνευματικά έργα ανήκουν σε όλους τους ανθρώπους, τα επιμέρους στοιχεία δεν μετράν εδώ. Ο Αρχίλοχος είναι μισθοφόρος Θάσιος στην ποίησή του, κι όχι Πάριος αυτό να το λάβουμε υπόψι. Η χωρική μετακίνηση δίνει νέες λαβές και όψεις στα πράγματα, κάτι που βλέπουμε να συμβαίνει στον αρχιλυρικό αυτό. ( Όπως μας τα καταχώρησε η γραφίδα παραγνωρισμένου συγγραφέα παραθέτω μια δική του εικόνα: ”Έχω μια αίσθηση από ένα φως θαλασσινό, σχεδόν σωματικό, μια πλημμύρα γλεύκος ναουσαίο, που έχει κάτσει σαν στεφάνι στην ψυχή). Δες την Παναγία Μακρινή, πώς σηκώνει το βράχο ,κάτι τέτοιο.

Γεμάτα τα μαλλιά σου πευκοβελόνες η καρδιά σου ρετσίνι καθώς ανάσαινες πεύκο και καλοκαίρι. Και έρωτα, τρία σημεία θάλασσα δυό πρύμνες λικνίζονται χαριεντιζόμενες καθώς τις μαστιγώνει το φως

πώς να σε πάρω που σε κλείνει ολόκληρη Πάρο σμιλεμένη μου στο μάρμαρο,

να μου προσέχεις την Ευβούλη.

Έχω τον Άρη φίλο κι οι μούσες μου πρόσφεραν τα πρόσχαρά τους δώρα. Με το στίχο βγάζω το κρασί μου με την ασπίδα το ψωμί μου ,αρχιλόχεια, δε δίστασε να πετάξει την ασπίδα, παίρνω κι άλλη είπε, αλλά ζωή άλλη δεν αγοράζεται, μόνο με τον πεθερό του δυσκολεύτηκε, άλλαξε το φρόνημα της ποίησης, όντας Αχιλλέας και Όμηρος ενταυτώ, κι άμα σε λένε κι Αρχίλοχο γράφεις ποίηση με βέλη, αν και στο λόχο ελλοχεύει κι ο λόγος, το λόγος έπεται του legen, που σημαίνει συλλέγω, σε πήρα μέσα στην καταιγίδα όλα γύρω ήταν ένας στρόβιλος κι εμείς για μας στο σημείο που ηρεμούσεείχε αγάπη ήσυχη μέσα στο στρόβιλο το γυμνό σου σώμα με αφαλατώνει πέφτω στο φιλί σου κεραυνοβόλα.

 Αν και οι αρχαίοι εδώ δεν έχουν θέση εδώ μιλάμε για το νεοελληνικό, άλλος πολιτισμός εν εξελίξει, δεν έχει νόημα να περιγράψει, αλλά να γράψει, όπως ο Π”διαμάντης το “Όνειρο στο κύμα”.

Γράφουν την παρουσία, το φως του είναι, τον ασβέστη, το λειασμένο ειδώλιο, μια αμάχη φωτός, είπαμε, πόνος, έχει πόνο, αλλιώς τι να νοιώσεις, άλγος πολέμου, μας πολεμάει θάνατος μας παραλύει έρωτας μας λύει αγάπη τυλιγμένα στην ομορφιά ήσυχη σιωπή το βαθύτερο είναι.

Ξεφεύγω από τη σκιά της αρχαιολατρείας, δεν αφήνει να πάρουμε καθαρές ανάσες. Θέλω νέα Ελλάδα,  στον καθαρό της αέρα όλο το φως γι αυτή. Είναι νεαρή και ανανάπτυκτη, αλλά προέχει, χωρίς αυτή είμαστε μηδέν, εκεί πνίγεται. Ο νεοελληνισμός είναι νέος πολιτισμός, γεννιέται, εντάσσω όλο το παρελθόν σε τούτο εδώ το γίγνεσθαι, έτσι θα αναστηθεί και κάθε μεγάλο που πέρασε με το σήκωμά μας, αυτός είναι ο πόνος ,η ήσυχη ,η άλλη ας πάει στα καλλιστεία,μην της φορτώνουμε μαλάματα, φιοριτούρες κορδελίτσες.

Είναι αυτός, το καινούργιο το λίαν απαραίτητο σε μας:

/η σιδεροδεσιά

έχει την πιο πλούσια σκουριά/καθώς σαπίζουν τα φύκια το χαμήλωμα του ήλιου βάφει τα νερά στο χρώμα του ιώδιου 

οι βιολέττες που μαράθηκαν καθώς πέφτει το βράδυ γίνονται φεγγάρια

Έχω μια αίσθηση από ένα φως θαλασσινό, σχεδόν σωματικό, μια πλημμύρα, γλεύκος , που έχει κάτσει σαν στεφάνι στην ψυχή./Γεμάτα τα μαλλιά  πευκοβελόνες η καρδιά  ρετσίνι καθώς ανάσαινες πεύκο και καλοκαίρι.

Και έρωτα /Τρία σημεία θάλασσα δυο πρύμνες λικνίζονται χαριεντιζόμενες

καθώς τις μαστιγώνει το φως

σμιλεμένη μου στο μάρμαρο/ μέσα στην καταιγίδα

όλα γύρω  ένας στρόβιλος

κι εμείς για μας

στο σημείο που ηρεμούσε/ήταν όμορφα

είχε αγάπη ήσυχη

μέσα στο στρόβιλο

Το έχουμε ξαναδεί αυτό. Αλλά ήθελα να πω πώς ανασαίνει το ήσυχο, από πού βλασταίνει η συναντίληψη με τα αναρίθμητα κάλλη στη σιγαλιά και τον ψίθυρο του ζέφυρου όταν στραφταλίζουν τα ζαφείρια στους μώλους

ησυχασμένη σιωπή

Έστεκε η μέρα ακίνητη πάνω απ’ τα νερά των ερωτευμένων τους στροβίλιζε γαλάζια θύελλα.

ήταν όμορφα είχε αγάπη ήσυχη  μέσα στο στρόβιλο./θέλω να πω πως η αντιστοιχία είναι εμφανής με την ήσυχη ομορφιά, αυτό συνεπώς μας πήγε στο νησί ,

γιατί όπου ομορφιά εκεί αγάπη  των ησυχαστών

στρόβιλος ήταν ό,τι γεννούσε το κοβάλτιο και το χρυσάφι

παρά δήμον ονείρων

πάρος (ουδ., το ) είναι αυτό που παρουσιάζεται είναι η ουσία άνθρωπος, το Εόν

γιατί μόνο ο άνθρωπος απαντά στην κλήση του είναι, θα μπορούσε να είναι  θαλάσσιος ποταμός

στην ήσυχη ομορφιά ράγει

η καρδιά μου σαν γυαλί κι ο κόσμος εξεράγει

φοβερό πράγμα η ντοπιολαλιά  ένταση  συντομία συναίσθημα που σε αποσβολώνει

δες και δείγμα ήχου γαλάζια σιωπή Εγώ κι Εσύ! “).

**

Εξαιρετική στιγμή σαν που ο έρωτας εμμένει στα καθεαυτό, ό,τι συμβαίνει στη κλίνη συνουσίας άπτεται το σώμα σε καλεί, η ερωμένη αφηγείται μακραίνει τις νύχτες του έρωτα η νύχτα αποκτά ένα επιπλέον χάδι, ερωτική απαιτητική λάγνα ασύδοτο κρεβάτι. Αγγίζονται τα λόγια σαν σώματα, κορμιά σε έλξη αφυπνιστική ,να πως αφηγούνται τους κεντάει ο έρωτας είναι δικό σου ,η αμφιβολία σου, όπως ταιριάζει όταν η επιθυμία συνταράζεται δε θέλει την ονείρωξη ποθεί τη διείσδυση, το δόσιμο, το πάθος στο κρεβάτι, όλο το πραγματικό, όλο μαζί. Σουΐτα για έρωτα σε δέκα νύχτες, χορεύοντας στου έρωτά τους ρυθμούς, κρασί τα χείλη  μέθη το κορμί, η απορία πάντα ονειρευόταν και με ανοιχτά μάτια πόδια δεν ξέρω.

Χάθηκα μέσα σε ένα λευκό δάσος μασάω φύλλα σημύδας αφομοιώνω την ουσία του δάσους ,κλέβω δαδί ,το κάνω δάδα, ζήτω Ελλάδα. «Εκεί που σ’ αγαπάνε δεν είναι ποτέ νύχτα» λέει μια αφρικανική παροιμία.

Το γράψιμο δεν είναι σκοπός, όχι για σένα, σε σένα, δεν υπάρχει γενική στη γραφή, μόνο δοτική, κι επίρρημα, σαν δαγκωματιά στο λαιμό. Η αγκαλιά σώζει δεν είναι πρόσχημα, η αγκαλιά έρωτα γεμάτη,  βαθύ κρεβάτι. Μη φοβηθείς της νύχτας το μαύρο κύμα έρχεται να σε ρίξει στον έρωτα αποκαλυψιακά σε γδύνει απ’ το ψέμα σε δίνει σε σένα. Στο φιλί ένας κόσμος στα χείλη γραμμένος μελαχρινό πέλαγο καρποφόρα μελτέμια, γδύνει κορμί λύνει επιθυμία όλο το μελαψό γίνεται ηδονές, όπου γλείφει το μελτέμι ο πόθος ανάβει δεν έχει περιστροφές έχει στροφές χορευτικές μοτίβα θερμά ,αγάπες, με τις αύρες τις απαλές τράνταγμα σαν το νερό στο βάζο. Οι δρόμοι ολάνοιχτοι προς εσένα Οι ωκεανοί κατηφορικοί προς εσένα Μια ομορφιά πέρα από τα σγουρά κύματα.

Η αγάπη νησί , να γίνουν όλα θάλασσα με ψίθυρο που σπάει τζάμια, λαχταριστό νησί και γύρω του σε πολιορκία παραδίνονται  αντιστεκόμενοι οι γνήσιοι εραστές.Έρωτα όσο κρατάει αυτό, δοσμένοι γιατί όσο είναι έξω είναι και μέσα μπορούμε να το πούμε αυτό, τίποτε άλλο, αυτό, για να μη σκορπίσουμε και σκορπιστούμε.

 Συμφωνικό ποίημα πάνω στο Requiem του Ligeti

με ύπατη Συγκέντρωση υψόθεν σαν Μετάληψη. Άνοιξε τις Πύλες του Είναι γαλάζια σιωπή Εγώ κι Εσύ! Χίλια ντέφια οπάλινα ματώσανε το λυκαυγές κι αιμορραγούσε μέλι και τριαντάφυλλο σαν το φιλί σου το φιλί σου που’χει τη φλούδα του ψημένου μήλου, η μελωδία φάλτσα σε τρυπά, πώς ξέχασα τα μάτια της ήταν γιατί το υποσχέθηκα και δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Με θυμούνται τα μάτια της. Και υπάρχω. Αγκαλιές σε μέλλοντα ποιητικό.

Γαλάζια σιωπή Εγώ κι Εσύ! γυμνή κοιτάζεις τις φλόγες με όλο σου το σώμα.

Δεν μπορούν να γίνουν εδώ αυτά τα ευρωπαϊκά , έχουμε νευρικότητα δεν διαθέτουμε την απαραίτητη συγκέντρωση να κάνουμε κάτι με το συγκεκριμένο, γενικά στις μεγάλες συνθέσεις είμαστε απόντες, χώρα περιθωρίου. Αν κάποια στιγμή γίνει κάτι, θα είναι από τα απόνερα του τουρισμού .Το καινούργιο έρχεται τη στιγμή που το παλιό τελειώνει. Και το βλέπουμε να συμβαίνει αυτό τώρα, σε μας. Εδώ είναι η πηγή του νέου. Σε αυτήν την αναγκαιότητα.

Αλληλοκαταβροχθιζόμαστε σαν γνήσιοι εραστές που ποθούνται σφοδρά, σού΄ρχεται να χώσεις τη σπάτουλα και να τα βάψεις όλα γύρω σου καθώς βρέχει και ξεπλένει τον κόσμο ο θεός. Η Αστυπάλαια είναι μια άσπρη πεταλούδα μέσα στο γαλάζιο έτσι το σώμα του νερού που δεν παλεύεται συμπαγές, σαν αρχαίο νταμάρι, για τολμηρούς λατόμους ορυκτό χρώμα. Έχω μια αίσθηση από ένα φως θαλασσινό, σχεδόν σωματικό, μια πλημμύρα γλεύκος , που έχει κάτσει σαν στεφάνι στην ψυχή. Έχουμε τα αποτυπώματα, βαθουλώματα στην πέτρα, από τα γόνατα του ασκητή στα κράσπεδα του Άθω, γιατί έργο του είναι ο ίδιος.

Η διάθεση αλλάζει, κάποτε θα το βρει, και θα μείνει. Ο μονόλογος μέσα μας είναι ανεξάντλητος κι ασίγαστος ,νά που έγκειται η δύναμή του ,έλεγε ο Σελίν. Αφέσου,αφέσου στους ανέμους, δεν τους ακούς που σου χτενίζουν τα μαλλιά δε βουΐζουν στ’ αυτιά σου τα τραγούδια των ναυτών απ’ τα πέλαγα με το πλοίο στο χρώμα του μούστου;

Επανεγγράφονται μετά από κάθε ανάκληση. Αυτό είναι το στοιχείο όπου πετυχαίνει η ψυχανάλυση,εγκαθιστά το μνημονικό ίχνος,έτσι περιορίζει το τραύμα, εκεί όπου έχει γίνει παθολογία φυσικά, αλλιώς γίνεται λογοτεχνικός χώρος. Η εμπειρία ανάβει μόνη της το φως της, αυτό θέλει να πει, πως όσα και να μάθεις και ν’ ακούσεις ,χωρίς να πάθεις δε θα τα μάθεις τα δικά σου.

Θέλω ένα πεζογράφημα από καθημερινότητα, τα ασυνήθιστα, από εκεί που ζεις, διανθισμένο με φαντασία μύθο και όνειρο, σε κόκκινο και γαλάζιο. Κόκκινο της βουκαμβίλιας γαλάζιο κοβαλτίου. Κόκκινο, και στη μέση κενό, η πηγή των ήχων, δεν είναι ανάγκη να είναι τωρινό, η καθημερινότητα με το διαχρονικό της στοιχείο, θα το αφήσουμε να κολυμπάει σαν βάρκα. Για να μπορούν οι εραστές να πορεύονται οδό άνευ, κομματιάζοντας την ηδονή. 

Ο αναγνώστης ταυτίζεται πάντα με τον εαυτό του. Στο νησί Κέρος, πριν από 5.000 χρόνια η γη σκάφτηκε σε σχήμα κώνου,΄για να γυαλίζει στον ήλιο καλύφθηκε με χιλιάδες τόνους εισαγόμενης λευκής πέτρας, το 2018, οι ερευνητές, όταν κοίταξαν μέσα, ανακάλυψαν ένα περίτεχνο σύστημα αποχέτευσης. Χρονολογείται χίλια χρόνια πριν το αξιοθαύμαστο σύστημα αποχέτευσης της Κνωσού. Ο σκοπός του οικοδομήματος αυτού παραμένει άγνωστος.

Όταν το μοντέλο αργεί 

Ακόμα είμαστε στη στροφή που πήρε

το δόρυ ,υπό διωγμό και μεταμόρφωση

μυρέλαιο στάχυς στεφάνι μυρτιάς

ανοιχτά της σελήνης

όστρακα θραύσματα και βότσαλα

Σαν σάρκες απλώνονται βουνά πλαγιαστές λαγόνες

μορφάζουν σαν πρόσωπα πόνου και εγκατάλειψης

Είδα το φάσμα τους να λέει:

ο θάνατος στριμμένο κέρατο οργώνει ξεοργώνει

Γιατί πως λάμνει δεν το’ ξερες ώσπου το είδες

Κατάστηθα σε χτύπησε η πίκρα στην αντηλιά

H Ευρυδίκη συνομιλούσε με τον άγγελο της δροσιάς

Της Κέρου άκρα κορυφή σαν των στηθειών της ρώγα

χυνόταν τα μαλλιά της στο γυαλί της θάλασσας

Ακροκέραμο η ομορφιά που είδα

από μοσχομηλιά από αντίκλαρο

Ο ήλιος σε δίσκο κερασμένο μήλο

Τι θα σήμαινε να μου παραδώσουν το σχήμα τους τα πράγματα

Τι θα σήμαινε να παρηγορηθούμε στη μορφή;

Γύρω από κενό κοχύλι στριφογυρνά η παρουσία.

*

Πέτρα  διάφανο νερό , σαν κουκουνάρι αναφλέχτηκε η καρδιά. Κέρος Δήλος Πάτμος Τήνος, η Ιερή Κυκλάς

 

«Πάτμος».

«Ο Θεός είναι κοντά

Αν και είναι δύσκολο να Τον συλλάβεις-

αλλά όπου υπάρχει κίνδυνος,

Εκεί αναδύεται και το σωτήριο.» Χαίλντερλιν

Δεν βλέπεις τον αέρα που περνά ανάμεσα στα φύλλα χαλκοράχη στα μαύρα του ήλιου σεντόνια καταμεσήμερο ώχρες στα βαρυχειμωνίτικα χωριά ώχρες κατεβασιές πέφτουν στον ποταμό με τις πηχτές λάσπες τη νύχτα χάνονται, οι άμαθοι χωριάτες. Μη τα σκαλίζεις, κάνε μια περιοδεία Από το Μάλτε Λάουριτς Μπρίγκε ανώτερης πρόζας, έγραφε πενήντα επιστολές την ημέρα, δεν υπάρχουν σβωλαράκια στα σοβαρά έργα.

Κι έσταξαν τα αρμυρίκια ένα τάληρο ρετσίνι και το αλάτι της θάλασσας μαύρο γέμισε η στάμνα δάκρυ κι ας είχε γινάτι

θέλω πικρό άγριο μέλι από γκρεμών τα χείλη κι εσένα στα περγιάλια στα κάστρα θα σε πάω να δεις τον ουρανό με τ άστρα

μυστικό κοχύλι  την ανεβάζει κάθε νύχτα στον αφρό η ένταση περνάει στα χείλη αφήγηση από την αναδίπλωση της νύχτας σπασμένο ρόδι στο στόμα σου σάρκινο βελούδο.

Είμαι του νου σου ο πειρατής έλα μπες στο πειρατικό να σε πάω για ψαρικό   να πιούμε το κρασί σε ασημόφεγγη κύλικα να πάρουμε το λουτρό μας στην ασάμινθο κύλικα

Τίποτε η νύχτα
‘Ω Αιγαίο, γιατί επιμένεις να λες πως είσαι γαλάζιο;

Τον ήλιο μαυλίζουν αλυκές κρέμεται σαν λινό ρούχο στο αρμυρίκι
μεθυσμένοι γύμνια ρουφώ το μύδι πεταλίδα στο βράχο

και πέρα η θάλασσα ώ νησιά μου ώ γλώσσα μου
Μες στο μυαλό μου μια αετοφωλιά σγουρή ασημένια μια ελιά

ψάχνει τόπο να σταθεί  στο τοπίο με τα καψαλισμένα σπάρτα
αγκαλιασμένοι πετάμε πάνω από δάση έχει δυό μήλα της μηλιάς

ξινά και κόκκινα  να με δοκιμάσει.

Έληξε ο χρόνος, το αμόνι από το ολοήμερο σφυροκόπημα κι αν καίει, καίει που με τον ήχο αυτό βγαίνουν ανδριάντες, η μεταφυσική αρχίζει με το θάνατο, μπροστά σε μια νεκροκεφαλή γινόμαστε όλοι Άμλετ. Το εγώ σου σού κρύβει τα πάντα, πομφόλυγες για μένα που είμαι σνομπ.

Να, τι δίνει στην ποίηση το όνομά της, το αντίβαρο του θανάτου, σχεδόν αντίδοτο, Τη μόνη ζωή μας, Ύπαρξη, τη μαρτυρία της, με τη μορφή καλλιτεχνήματος, δε σταματάει εκεί, συνεχίζει χωρίς τελεία, ο συγγραφέας πάει για αθανασία, αν αντέξει το έργο του, ο φέρων οργανισμός κερδίζει ένα τάφο με πλάκα αρραγή που μπορεί να ξαναχρησιμοποιηθεί, Εφτά ζωνάρια κρατάει το αίμα το λέει ο νόμος των ηθών εφτά γενιές μπορείς να κληρονομήσεις. Ο συγγραφέας, είπαμε, αθανατίζεται, στα κόκαλά του σπάνε τα δόντια του Κέρβερου, ό,τι ήταν χώμα ξαναγίνεται χώμα, το σώμα ήταν χώμα ίδια λέξη είναι άλλωστε το υπαινίσσεται αυτό ο μύθος του Υγίνου για τη μέριμνα.

Σε ότι μας αφορά λέγεται Νεοελληνικός πολιτισμός ξεκίνησε με το Έπος του Διγενή ,δηλ το Κλέφτικο Τραγούδι, είναι αυτό που σήκωσε την επανάσταση του 21,δεν μπορεί παρά να είναι σε ρήξη με το μεσαιωνικό ελληνισμό οπωσδήποτε είναι, δεν περνάμε αυτονοήτως, οφείλουμε να κάνουμε κτήμα το δικό μας χρόνο, και να δημιουργήσουμε χρόνο, χωρίς ιστορικότητα οι κοινωνίες είναι σκοτάδι σκέτο.

Ξαναπιάνουμε τον Όμηρος από την αρχή έτσι όπως εκδηλώθηκε στις ηρωικές φιγούρες και το ήθος τους το εικοσιένα. Εμείς είμαστε στον Νεοελληνικό πολιτισμό, που ακόμα δεν βρήκε τη μορφή του την ανάπτυξή του γιατί ανεκόπη από την υποδούλωσή μας στον ανατολίτη δυνάστη και από το σοκ του δυτικού παραδείγματος. Πλέουμε στους νεωτάτους χρόνους που έχει αναδείξει τον εσωτερικό εξατομικευμένο άνθρωπο στον οποίο μόλις και μετά βίας βαίνουμε. Αυτό μας τυραννά, ο ομαδισμός, παίρνουμε εικόνα και εαυτό από την ομάδα, η κοινότητα απωθεί μονίμως την κοινωνία, τον οργανωμένο δημιουργικό βίο. Κι αυτό μας κρατά βουτηγμένους σε προνόμια και συντεχνίες, ιδιοτέλεια σημαίνει μαρασμός, ώστε ο δημόσιος βίος να πολεμάται , και πολιτισμικά παραμένουμε ισχαιμικοί.

Το άγριο ρόδο είναι ήθος. Υπάρχει ποιότητα ηθική στο στίχο. Αισθητική ηθική. Η ομορφιά το υψηλό, είναι ήθος,στη βάση της αισθητικής είναι η Λογική. Στη βάση της λογικής η Ηθική. Κι όλα ένα. Υπάρχει το βέβηλο υπάρχει το ιερό. Στη τελευταία διάκριση κρίνεται το ποιόν μας. Η ποιότητα καθεαυτήν είναι ηθικού ποιού. Πρόσεχε την ηθική απελευθέρωση των τελευταίων πενήντα χρόνων τη χαλάρωση των ηθών το λύσιμο των καταναγκασμών. Αλλά και τους πολέμιούς της.Το πνεύμα παρατήρησε οξυδερκής μας διανοητής δεν φτάνει στα κάτω στρώματα όπως στα πυκνά δάση στην υπόρροφη χλωρίδα δεν φτάνει το φως.

Στα παγκόσμια πολιτισμικά δρώμενα δεν υπάρχουν πια νεωτεριστές όπως δεν υπάρχουν πια ρομαντικοί ή κλασικοί ή μπιτ ή πρωτοπορία ή σουρεαλιστές. Όλα αυτά κατέρρευσαν και είμαστε ενώπιον ενός ολισμού. Υπαγόμαστε εκόντες άκοντες στον Τεχνοθεό και τη θρησκεία του. Δεν έχει πια «μέλι το εκ πέτρης » -που είχε ο Μπουζιάνης και πήγε να το δει ο Καρούζος,- όπως έχει ωραία κεράσια στα χείλη κοριτσιών. Τρεχάτε ώ λόγια μου πικρά επί πτερύγων ανέμων του Π. τη γνώμη δεν τη σκιάζεις, Μασάγαμε φύλλα ταμπάκο κοιτάζαμε καπνά. Μαζί σου να πλαγιάσω λέει μέχρι ν’ αγιάσω. Ρομφαία μέσα σου ο κρίνος, γράφει ο Καρούζος ή έπρεπε να γράφει. Νίκο Καρούζο νύχτωσε  Και τα τσούζω. Σε ξέστρωτο κρεβάτι, πετούσα πέτρες στο γιαλό,μάζευα αλάτι;

Χορεύοντας στην ακτή. Η δαντέλλα της παίζει με το ακρογιάλι.  Αποθαλασσία ονομάζεται ο κυματισμός εκείνος που δεν οφείλεται σε καιρικά φαινόμενα στο χρόνο που παρατηρείται , αλλά σε άνεμο που έπνεε σε προηγούμενο χρόνο, ενίοτε και ημέρες πριν, ή σε άλλη περιοχή. Αποθαλασσία ή Ρέστια αλλά εγώ έχω Ορέστεια.

Να πάρω το μέλι απ’ τις σιωπές τους .Ν’ αφήσω ένα γρέζι στην αφήγηση τέτοιο που να κολλά στην ψυχή του αναγνώστη. Όχι παραμυθίες, ο αφύσικος ίσκιος του βουνού, καθώς πρωταγωνιστεί ο χώρος, τα πιο σταθερά αντικείμενα ως όχθες του χρόνου. Ο φόνος ως μία των καλών τεχνών. Ο θάνατος είναι καλλιτέχνης. Το καλλίτερο μέσα στον τάφο είναι ο νεκρός. Η ύψιστη ομορφιά το άρρητο κάλλος. Και τα κτερίσματα τόσα όσα ένα σώμα εν ζωή δεν φέρει.

Ο μηδενισμός δε βρήκε το μυθιστοριογράφο του εν Ελλάδι έναν Καμύ ας πούμε. Μας βγήκε το λάδι λογοπαίχτη η περιπέτεια ,μόνο σε κενές λέξεις κούφιες έξεις, τα κείμενα του έχουν την ίδια ρίζα, τα κλαδιά αυτού του δέντρου προσκρούουν στους τοίχους αυτού που θα μπορούσε να είναι σπίτι, του ανέστιου σπίτι κάτω από τα ηφαίστεια του αλκοόλ. Το φως είναι ένα ζώο που με καταδιώκει σαν όταν στου Ντουϊνο τους γκρεμούς πέφτει μαζί με τη Μπλανς των βράχων.

Όπως το όνειρο ολοκληρώνεται στην αφήγηση έτσι με τη σειρά της και η αφήγηση του συγγραφέα πριν το βιβλίο μπει στο ράφι της λογοτεχνίας περνάει από τα έντερα του αναγνώστη, για να τιμηθεί η γραφή του. Το ίνδαλμα δεν παραβιάζεται παραμένει στο ειδωλικό του βάθρο απρόσιτο απρόσβλητο αμόλυντο αβαρές αιωρούμενο αιθερία μορφή ,πλάσμα ονείρου, ιδέα μοναχή. Μέχρι να του πει: Είμαι η πόρνη σου!

Το βίωμα ανάβει μόνο του το φως του. Το φυσικό τοπίο ξετυλίγεται ως ψυχικό τοπίο, με όρους βιώματος έχει πάρει τις αποχρώσεις της νοσταλγίας της βίωσης της επιθυμίας, της λίμπιντο. Το όνειρο του κακού όπου θέλει πνεί ο  Όμηρος χορεύει δεμένος με τις αλυσίδες του, τη σημασία δεν τη περιμένω από τον όποιον, που δεν την έχει και δε θα την αποκτήσει ποτέ. Εμείς έτσι γλεντάμε. Και δε ρωτάμε.

Μικρές Κυκλάδες μεγάλοι μπελάδες, μπαλκόνια που ανοίγονται στο πέλαγος κάτασπρα και μελαχρινά στήθη που θήλασαν τη νύχτα. Κόκκινο αχείλι κι έτοιμο να πυρώσει να πάρει φωτιά από ένα μάτι λαμπερό που το αιχμαλώτιζε η μαύρη άλως του σκοτεινού του έρωτα. Ό,τι πολεμάς, αρχίζεις και του μοιάζεις. Καλύτερα να γίνεις πειρατής Κατάρτια και πανιά σκαριά από λακαρισμένο ξύλο λάσκα οι αντένες όλα σε υπερέκθεση στο αζούρι, το φιλμ της παρθένας, χειρονομίες εκστατικές ωχρόλευκες φλόγες τα σώματα ,κάθετα το εκστατικό πάθος, μυστική φλόγα, όλα τ’ αρπάζει ,τα σηκώνει ψηλά. Μια γιρλάντα από φωτεινές στάλες στο γυρόλαιμα μυστικής θάλασσας αδιάρρηκτη διαφάνεια πελαγίτικη. Ντροπαλοσύνη. Ερύθημα. Η παρθένα κοκκινίζει γιατί είναι αγνοτέρα των αγρών. Ως παπαρούνα. Αυτό είναι η έπαρση να νομίζεις, κλινοπάλη στου κορμιού σου την κραιπάλη, κύστος στο κεφάλι.

Εδώ το μεσημέρι είναι μακρύ σαν οι μηροί και οι γάμπες της .Στη Σάλιαγκο πλάθεται το αλάτι σε κατωφερικό παλάτι. Μπαίνουμε στο σκάφος βγαίνουμε απ’ το λιμάνι σκίζονται οι ατάραχες επιφάνειες. . Εισέρχομαι στα άδυτα. Στο γυμνό φως.

Μπροστά και ψηλά κοίτα. Και θα τα δεις όλα.  Στο κατάρτι του πόθου,  κίτρινος πόθος του καλοκαιριού .Κι αν το πετύχω στη βαφή. Αν μπορείς κάνε κι εσύ θαύματα να σου χτίσω εκκλησιά κι όχι αναμασήματα χωρίς γόνιμο τίποτε, χωρίς νέα εικόνα, μακριά από ομορφιά κι αλήθεια, γνωστικισμός που είχε χαστουκίσει ο Πλωτίνος τι να μας πει σήμερα. Κράτα τον στα σεντούκια σου με τις ναφθαλίνες δεν’ ενδιαφέρουν αυτοί οι σωβινισμοί, είναι για νήπια της σκέψης. Δεν είμαι ερτ. Ούτε δάσκαλος. Χαστούκια μοιράζω. Ραπίζω τα βλέμματα. Όπως με ραπίζουν εμένα καμπύλες αθεόφοβες.

Παρατηρώντας το μπλε κοβαλτίου. Όνειρο στο καφασωτό. Χρυσαφί. Στη ΣανταΚρούζ θάλασσα απτή σαν γυναίκα στο χάδι. Για άλλο λόγο κάθε φορά μια άλλη σημασία στο ρήμα. Δίχτυ κορμί αλίευμα η αγάπη. Σαν πέσει η νύχτα τα κάλλη σου δείχτα. Να σου στείλω λίγο ηλιόσπορο καθώς θα οργώνεις τη θάλασσα να σπείρεις φωτιά στο γαλάζιο κορμί σου. Όπως το έγραψες στην ούγια του μεσημβρινού με αλάτι και άμμο στιχάκι στο κορμί σου το φτιαγμένο από αχάτη.  Καράβια είναι οι ψυχές βάσανα φορτωμένες φιλί και φιλί από τα ίδια χείλη μετά το ψιλόβροχο, μυρουδιές ανήκουστες. τα ρόδα αστράφτουν η τριανταφυλλιά έγκλημα κατακόκκινο. Στις ακτές σου τα ρόδα είναι άμμος αλάτι κύμα κι εσύ στου Γιούνη τη βεράντα να σε ξεκαλοκαιριάζω .

Η μέρα φεύγει η εικόνα μένει. Υδάτινη σάγκα στην πατρίδα. Είναι δουλεμένο με  μάρμαρο που τώρα έχει γίνει σκόνη. Έμεινες εσύ όμως το πιο πολύτιμο. 

 

Να σε φωτίσουν τα ηλιοτρόπια μου

Πέφτει νύχτα του θεού Χρυσάφι και χρυσάφι Και το γαλάζιο πάνω στα φύλλα

Εγώ είμαι από δω Από εκεί εσύ Να σε χαϊδεύει το κύμα Να ζηλεύω

Πάρε μια γεύση από αθάνατο νερό Η θάλασσα πίσω απ’ τις βλεφαρίδες σου κλειδώνει

Η ηδονή σου ξεκλειδώνει 

Τον κόσμο

Καθώς Το νερό απόσταγμα από της καταιγίδας τα μαλλιά

Στο τσακ του κόκκινου γεννιέται το πράσινο
Σκάει ο τζίτζικας απ’ το κουκούλι του χλωρός , θα κελαηδήσει πράσινο φύλλο.

Σκίζεται  το γαλάζιο Ανατριχιάζει ο άνεμος Ριγεί η ράχη της θάλασσας

Στ’ αυλάκι του κορμιού σου χύνεται όλο το μέλι Μαυλίζει τις γλώσσες

Σαν τη μαλάγρα

Που αφιονίζει τα ψάρια και δαγκώνουν το αγκίστρι
Το νερό, ειδικά το θαλασσινό, είναι λυρισμός αυτό κρατά το λα

της σκοτεινής θαλάσσης μουσική το θα

ανασπάω πρύμνη για να σε δω στην πλώρη
Σώμα που γλείφει η αρμύρα βελούδινο δίχαλο στο μυχό ρίγος της γλώσσας

στη μέθη του καλοκαιριού κύμα το φιλί ώσπου η ακτή να υγρανθεί

η πόλις εάλω κι εμείς ξεςάλω

Να σε ντύνει η δαντέλα της να σε γδύνει αγωνία του μπλε

Στο περβάζι του το νησί έδεσε θέρος τον πόθο μιλιταρισμός του θήλεος μυχού, κολπίσκοι απάνεμα θαλασσοσπηλιές, στενά του πόθου, αλός σχισμές.

ΠΡΟΟΙΜΙΟ ΓΙΑ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

Το ύστατο εσώρουχο σου κρέμεται στον ιστό ψηλά πολύχρυσος ύμνος στον ήλιο. Κι εγώ στο κατάστρωμα. Σε έχω γυναίκα λάφυρο του καλοκαιριού τρυγώ των μηρών σου την αρμύρα κολυμπάν στο αίμα αμαρτίες του έρωτα το μύδι γλίχεται, σχισμές στο ροδάκινο ,η αμαρτία τα κάνει όλα, το βέβηλο αλλιώς δε βρίσκει της αρμονικής τ’ αχνάρι κι ο έρωτας ‘πομένει στέρφος

Τον έπιασε θάλασσα ναυτία στον έρωτά της αυτό έπαθε, θαλασσοδάρθηκε στην αγκαλιά της τον έγλειψαν οι χίλιες γλώσσες της αρμύρας “Άλλος τρόπος από το σώμα δεν υπάρχει” έλεγε ο ψυχίατρος.

Μέσα στο στίχο χτυπάει η φλέβα του ποιητή ,η ζώσα πνοή. Στροβιλισμός των ΄δέντρων γυμνώνει τα κλαδιά τους, γεμίζουν τα λούκια χρυσάφι , στο βάλς των κίτρινων φύλλων θορυβώδες το βήμα των εραστών σκεπάζει το χτυποκάρδι τους.

Είναι η αιμορραγία των λέξεων το πεδινό βήμα και επί των υδάτων. Ανασκαμμένοι όχτοι Νήσος θα πεί στερέωμα μετά από πολυήμερη κωπηλασία στα πελάγη. Αγαπώ το χώμα που ονειρεύεται το ύψος. Τα παιδιά της Ίσιδος , δεν μπορείς να σηκώσεις τον πέπλο της όπως εγώ τον ποδόγυρό σου.

Στην ακροποταμιά των λέξεων βρέχω τη γλώσσα μου, ακούω ,ακούω τον κόσμο σου. Ακούω τον ήχο της αποδερματισμένης πέτρας σου. Αγάπη στο μεταίχμιο, γη ουρανός θάλασσα, σε μια μουσική δεμένα, λύνεις την κορδέλα δίνεσαι μαλλιά λυμένα.

Ήταν ρόδο η αυγή μέσα στο αίμα άλικο έσκιζε τη νύχτα, ήταν αβρό ήταν αύρα ρόδινη συμφορά το λουλούδι ξεπάγιασε ή το μάρμαρο άνθισε;

ανάβουμε με κληματόβεργες φωτιές στην άμμο ,το κύμα ριγεί στο βλέμμα μαρμαρυγή στενάζουν τ αλίκτυπα βράχια ανάστα η ακτή εμείς εννεοί

ήγγικε η βασιλεία των οργασμών των ταραγμών στη στεριά κι η τρικυμία δε σ’ αφήνει σε δένει σε λύνει σε έχω το σώμα σου κατέχω στη θαλασσοταραχή σου εξέχω λάμνοντας στο κορμί σου

τα χέρια πριμάτσες έρωτα δένουν ταράζουν τη θάλασσα σου σχίζονται τα ύδατα σε πάω στα ύφαλα γίνεσαι η πλατυτέρα των βυθών τρυγώ τα βένθη σου ρίχνω το φιλί μου στην ψυχή σου αντλώ νερό που ξεδιψά

πηδώ επί του τόπου, μια τούφα ,γενετήσια φύση ,θηλυκό , η άμμος σώμα μυστικό κι εσβήστηκε η γραφή Μπες μες στους κρόκους τρύγα ανθρώπους, γι αυτό λέμε την κροκόπεπλη αυγή

να σου πιάσω το ζουμερό πορτοκάλι σου στη θηλυκή σου μεριά να σ ανέβω εκεί που σ έπιασε η βροχή 

ανατριχιάζεις ριγεί το κορμί οργάς

στα κοφτερά βράχια σκίζεται το κύμα σε τυλίγει αφρός θυμός από στίχο του αρχίλοχου αγριεμένη θάλασσα γύρω απ’ το καράβι 

κάτω απ’ τη βροχή το σώμα σου γόνιμο χώμα μια καράβι μια αλέτρι

στέρφα να’σαι άγρια του βουνού στ ακροθαλάσσι δαγκώνω  κορόμηλο ξινό σαν άγουρο σταφύλι  αγριοκάτσικο γλείφει τους ασβετωμένους τοίχους για λίγο αλάτι θάλασσας και δίνεται στον οίστρο

εκεί έξω από ερείπια του αρχαίου ναού μαύρο στίγμα ιερό θύμα σ ερωτικό βωμό

άνεμος βουΐζει στις κρύπτες αυτό είναι το άγριο πνεύμα που σε σηκώνει στον αέρα  οι ιερόδουλες το γνώριζαν, το μεταφυσικό πάντα είναι το αυτονόητο 

 οι παρθένες ξεπλένουν το ξόανο της θεάς στα φαληρικά δέλτα 

**

Το μυστικό είναι ακόμα αρχαίο όπως και τα σύμβολα. Η ύπαρξη κομματιάζεται. Στην τελετή της ζωής. Στην τέλεση της ύπαρξης ο θεωρός τελείται τελεσιουργείται. Κι η γλώσσα Βουτά το καλαμόφτερο της και στους αχινούς.Με το χυμό αυτό όλη η ουσία των θαλάσσιων όντων ξεβράζεται στην ακτή της σελίδας. Το ον μας φωτίζει με γνήσιο σκοτάδι. Έπεσε αιωνιότητα στη μέρα μας, το μαύρο λέπι της νύχτας. Να σε πάρουν οι ακτίνες στο λίκνο τους κι εκεί να σε κοιμίσουν μες το χρυσάφι όνειρο.

Του ήλιου ζοφερό τρυγάς σταφύλι  αναδεύτηκαν οι θησαυροί του κόσμου ,σείστηκε η χαίτη σκόρπισαν επιθυμίες και αρώματα. Στις αλατόπετρες τα κοριτσόπουλα κρέμασαν τα πορτοκαλί μαγιό τους στ αρμυρίκια που κάρπισαν σαν πορτοκαλιές κι άνθισαν ήλιους. Ρουφάνε πεταλίδες κι αχινό και το στόμα τους γίνεται αλμυρό για το φιλί το φιλί σου.

Στις καμάρες του νησιού ένα κυμάτιο φως, κέντημα στη φτέρνα η σαϊτιά   κινούνται και τα σπίτια ,τα σηκώνουν τα πανιά στο ελαφρύ τους λευκό/όπως κινούνται στη στέγη των σπιτιών τα περιστέρια, έτσι πετάνε και οι φρεγάτες πάνω στο κύμα. Σαν πέρασα  την Άγια Πύλη με συνοδεία απλόχερη /λευκή αχιβάδα χωμένη μες στο γαλάζιο και στον αφρό/

η πένα χτυπάει στην ψυχή χορδή μυστική, θάλασσά μου κοβάλτιο κι αψέντι χάνω το μυαλό μου σε βρίσκω στο πλευρό μου. Αυτό το επίγραμμα: «Πάντα να παρατηρείς πού έγινε η σφαγή. Γιατί ο καμβάς τεντωμένο δέρμα της χώρας είναι, κι από το κορμί μας.» Για την Ασάμινθο Κύλικα.

πώς τον λεν τον ποταμό; Δίψα τον λένε ισοδιψής με τις καρδιές μας. Με τις εικόνες σε ροή αναταράζει το ψυχικό μας /κοιτάω το κύμα κάθε ένα σε θυμιζει /έλα σαν κύμα

Όταν λέει εν πάντα το είναι με την απουσία του φανερώνει τη φτιάξιά του πώς ως είναι τε και μη είναι ταυτόν ως ένα άγνωστο της φανέρωσης . Πάνω από το χάσμα ανέπνεε η προφήτιδα την ιερότητα/Το φιλί δίνεται πάνω από το χάσμα. Εκεί που αιωρούνται οι εραστές. Αυτό είναι δυσβάστακτο για τους αναχωρητές. Τους στεναχωρεί το φιλί.

Με το μπόλι τη ρωγμή πληγή το δέντρο από άγριο γίνεται ήμερο καλλιεργημένο αυτό κάνει η τέχνη στο κάμβιο/

Στα χείλη σου αναπαύεται η αγάπη Ο άνεμος παύει/Η αγκαλιά πονάει. Όσο πιο πολύ αγκαλιάζει τόσο πιο πολύ πονάει. Ο μύθος δεν είναι κάποιος που δεν γνωρίζει το δρόμο του ούτε ανήξερος/

Θροΐζουν οι βελανιδιές σαστισμένος ο άνεμος σκορπάει τις προφητείες του.

Οι ναϊάδες σκιρτούν αστροπελέκι έρωτας Σε ένα καρνάγιο ένα μυστικό.

Η ύπαρξη δεν γνωρίζει τίποτε για την ανυπαρξία και η ανυπαρξία τίποτε για την ύπαρξη. Κι όμως είναι ένα.

Στέκονταν η ψυχή σαν ξωκλήσι σε Ακρωτήρι, και το πέλαγος τη μια του έριχνε το κύμα σαν μαστίγιο την άλλη σαν χάδι. Παφλασμός γαληνός, φλοίσβος, και την άλλη τυφώνας. Μας τύλιξε γαλάζιο χρυσάφι. Και σιωπή και άφατο. Ένα τραγούδι που ακουγόταν μακριά τσίμπησε την ψυχή μας με τη μελαγχολία του. Και τη νύχτα του.

Η αγάπη σου πυράκανθος  Είναι ωραίο που το ζώνει θάλασσα από τις δύο πλευρές. Μου θυμίζει πως σε αγκαλιάζω. Σου στέλνω αγαποβότανο. Με το αστέρι στο χέρι Σου να τα κάνεις και τα δυό είσαι ξεναγός καλή, ξέρω από μένα που ναυάγησα πάνω σου, κάν’ το με τρόπο που σε ενθουσιάζει αφού θα σε περιέχει, είναι αυτονόητα ενδιαφέρον θα έχει κάτι από την ενέργειά σου και νομίζω ότι το χρειάζεσαι ξανασκέψου το, μπες στα πράγματα

/η νύχτα γλυκά μας σταυρώνει/τα αδέσποτα κορίτσια που κρύβουν το σύννεφο στην τσέπη του πρωϊνού και τον άσο στο μανίκι της μέρας/

Από το παράθυρό μας πέρναγε το καλοκαίρι τύφλα μες στο μεσημέρι εμείς, φύσαγε στο στενό το αγέρι ,πάφλαζε το κοβάλτιο στου κάστρου τα τειχιά, χρύσιζε στη φοντάνα ο ανεμοδείχτης, με ξεναγούσες στα σωθικά της μεσοχώρας ,τα βελουδένια φτερά της πορφυρωμένης βουκαμβίλιας σκιρτούσαν. Αγάπη πού έχεις τα μετόχια; και σφάδαζε ο μικρός θεός

Αγάπη πού έχεις τα Μετόχια; Τί σφάδαζε ο μικρός θεός. Αυτό το λεπτό βάθος ,είναι όλη η ουσία του νησιού και για τα περαιτέρω. Αυτό που παίρνει απ το στενό σου πέρασμα όπου θροΐζει ένα λευκό φουστάνι με πράσινο σμαράγδι στο στήθος.

Γαλάζια σύνεση στο φιλί σου της Κέρου αγκάλες . Κέρος χερουβική κι ας χαμηλώσουν τ’ άγια, στην αγκαλιά των Σεραφείμ σεραφικά γαλάζια, τα παιδιά θηλάζουν κοβάλτια/

Στρογγυλοποίηση και λείανση, το επέβαλλαν αυτό οι μέθοδοι και τα εργαλεία κατεργασίας, έχει απαιτητικό το απτό, το άγγιγμα με φτερό, απαιτητό λείο τορνευτό σαν στήθος σαν γλουτοί, όρχηση και ορφικό μυστήριο. Να τη βρεις μες στη γιορτή, Πάτμος Τήνος Δήλος αποκαλύψεων. «Η θεραπεία για όλα είναι αλμυρό νερό: ιδρώτας, δάκρυα, ή η θάλασσα.» Karen Blixen

/ένα μαβί μια τρυφερότητα που σ αφήνει άφωνο κυρίως για τη διπλή διάθλαση οι ευεργετικές σταγόνες της βροχής για τη βιόλα, θολώνουν το βλέμμα όραση του σπιτιού, όμως ο δόλος είναι σε μας/ποίηση σφυρίζει μέσα σ αυτή τη ραχοκοκαλιά/

Καθώς περνάει μια νύχτα από πάνω της η σελίδα είναι έτοιμη να ξαναγραφτεί στο φως της μέρας, η ποίηση γράφεται με στροφές κι αυτό είναι εύστροφο στις σκιές των ασβεστωμένων τοίχων  βολτάρει΄ στίχος ερωτικός  κορίτσι του Εμπειρίκου, σκιά κυκλαδίτικου ασβεστωμένου τοίχου κορίτσι στίχος ερωτικός το κορμί της κιθάρα, ήχος πνιχτός λυγμός, κρεμάς το λινό σου ρούχο στο αρμυρίκι σημαία των καημών σου

*

©Έκτωρ Πανταζής

φωτο: Στράτος Φουντούλης