Θανάσης Θ. Νιάρχος, «Τζιβαέρι» -δύο αποσπάσματα–επιφυλλίδες

Εκδόσεις Οδός Πανός

Η αποδιοπομπαία Ομόνοια

Η μικρή συντροφιά των τριών υπαλλήλων – δύο άνδρες και μία γυναίκα – σε εμπορικά μαγαζιά των Εξαρχείων στεκόταν στη γωνιά ενός κάθετου προς την πλατεία δρόμου, οκτώ και τέταρτο ακριβώς το πρωί. Ακόμη και ο βιαστικός περαστικός θα άκουγε τη γυναίκα να λέει επί λέξει: «Είναι πια αφόρητη η κατάσταση. Δεν μπορείς να κυκλοφορήσεις μετά τις εννιά το βράδυ. Κάτω από την Ομόνοια έχουν γίνει γκέτο και αν πας προς τα εκεί, αλίμονό σου. Δεν τολμάς να πλησιάσεις». Εννοούσε σαφώς τους μετανάστες, τους πρόσφυγες και τους λαθρομετανάστες.
Κατ’ αρχάς αδυνατεί να καταλάβει ακόμη και ένας κακοπροαίρετος τι έχει συμβεί και η Ομόνοια καθώς και οι γύρω της δρόμοι και περιοχές έχουν μεταβληθεί σε σημείο αναφοράς για κάθε μορφή βίας, κλεψιάς και εγκληματικότητας. Πώς συμβαίνει και έχει εξελιχθεί η Ομόνοια σε ένα είδος άτυπης καθημερινής συνάντησης από κλέφτες και εγκληματίες, χωρίς ωστόσο – δεν μπορεί να μη γινόταν γνωστό – να συμβαίνει το παραμικρό; Γιατί δηλαδή θα μεταβάλλανε σε σεσημασμένο έναν χώρο άνθρωποι που δεν θα μπορούσαν να κυκλοφορήσουν – αφού διέπρατταν τις κλοπές και τα εγκλήματά τους – πουθενά αλλού παρά μόνο στον χώρο αυτό;
Κι αν γινόταν αυτό, πώς δικαιολογούνται – κοντά στον νου και η γνώση – δύο περιστατικά που επίσης δεν μπορεί να τα αμφισβητήσει κανείς: ένας άνθρωπος που συμβαίνει πολύ συχνά να διασχίζει την Ομόνοια ακόμα και προχωρημένες ώρες της νύχτας να μην του έχει συμβεί ποτέ το παραμικρό ενώ όσοι καταγγέλλουν συνήθως την Ομόνοια «τους έχουνε πει», «κάτι ακούσανε, κάποιον να λέει», «ένας γνωστός τους κινδύνευσε και τους το ανακοίνωσε μόλις του συνέβη».
Δεν γίνεται να συκοφαντούμε συλλήβδην ανθρώπους που μας είναι άγνωστοι, τόσο ταλαιπωρημένους μάλιστα που δεν χρειάζονται τη δική μας συκοφαντία για να βουλιάξουν ακόμα περισσότερο. Θα ήταν αδύνατον να συμβαίνουν όλα αυτά τα φοβερά και τρομερά στην Ομόνοια και γύρω από αυτήν και να συνεχίζουν να τη διασχίζουν μέρα και νύχτα «κανονικοί» άνθρωποι.
Σαφέστατα βρίθει από ανεπάγγελτους, άνεργους, άστεγους, λαμόγια της δεκάρας, ναρκομανείς που στέκονται ακόμη στα πόδια τους ή έχουν καταρρεύσει, όμως ο πραγματικός κίνδυνος δεν προέρχεται ποτέ από έναν εξοντωμένο. Είναι άλλωστε παγκόσμιο φαινόμενο στις μεγάλες πλατείες όλων των πρωτευουσών να μαζεύεται το κοινωνικό και οικονομικό κυρίως «κατακάθι» προκειμένου να αρπάξει τη μικροευκαιρία για να επιβιώσει. Πού να πάει στην Ελλάδα, στην Εκάλη;
Μένει ωστόσο η απορία για τη γυναίκα, την υπάλληλο, που οκτώ και τέταρτο το πρωί επιχειρηματολογούσε για την εγκληματικότητα της Ομόνοιας. Πώς δεν της πέρασε της δύστυχης από το μυαλό ότι μια υπάλληλος που μιλάει και φοβάται με τον ίδιο τρόπο που το κάνει και η μεγαλοαστή της Φιλοθέης εξωθείται η ίδια σε ακόμη δυσχερέστερη «μοίρα» από τη σημερινή της;
Οτι μια υπάλληλος με κουτσουρεμένο τον πενιχρό μισθό της είναι πολύ πιο κοντά στον μετανάστη και τον λαθρομετανάστη ακόμη και ότι η αγαθότατη – το πιστεύουμε ειλικρινά – κυρία της Φιλοθέης συνιστά ως νοοτροπία για την ίδια την υπάλληλο πολύ μεγαλύτερη απειλή, σε σχέση με τον ημεδαπό κλεφτράκο ή τον εξαθλιωμένο αλλοδαπό;
Οταν μια υπάλληλος των Λιοσίων, του Κολωνού ή του Περάματος φοβάται με τον ίδιο τρόπο που φοβάται η μεγαλοαστή, το πολιτικό σύστημα μιας χώρας εμφανίζεται έτοιμο να χειραγωγηθεί από τις πιο ακραίες πολιτικές δυνάμεις.

[«Τα Νέα 1.6.2012»]

*

Ειδυλλιακότης και θηριωδία

Σαββατοκύριακο, σε νησί του Αργοσαρωνικού. Συγκεκριμένα βράδυ Σαββάτου, γύρω στις 10, στο ειδυλλιακό λιμανάκι του νησιού, με τα αραγμένα – γύρω στα δέκα – μικρά και μεγάλα κότερα και τις ψαροταβέρνες με τα απλωμένα τραπεζάκια. Η μαγική ατμόσφαιρα της παραλίας, όπως την παραστέκει το λαμπυρίζον φόντο του νησιού, δεν αλλοιώνεται στο παραμικρό. Ακόμη και το πυκνό πλήθος που συνωστίζεται στην παραλία συμβάλλει ώστε η αναπόλησή της στο μέλλον να είναι ακόμη πιο νοσταλγική.
Για έναν θόρυβο πραγματικά ενοχλητικό που ακούγεται κάποια στιγμή δεν αργεί να ξεκαθαρίσει η αιτία του. Τρεις αλλοδαποί σέρνουν ένα καρότσι με ένα βαρύ φορτίο από άδεια μπουκάλια αναψυκτικών και μπίρας. Για την ακρίβεια ο ένας αλλοδαπός το σέρνει, οι άλλοι δύο είναι σχεδόν πεσμένοι πάνω στο φορτίο με τρόπο που τα ξεχειλισμένα κασάκια, καθώς δεν είναι δεμένα με σκοινί, να μη γλιστρήσουν δεξιά και αριστερά. Ο θόρυβος είναι πραγματικά ενοχλητικός γιατί η παραλία του νησιού είναι στρωμένη με πλάκες.
Ενας προσεκτικός παριστάμενος παρατηρώντας τους αλλοδαπούς θα πρόσεχε πως έχοντας συνείδηση της ενόχλησης που προκαλεί ο θόρυβος αλλά και η ιθαγένειά τους δεν σηκώνουν ούτε για ένα δευτερόλεπτο τα μάτια τους να κοιτάξουν τους γύρω τους. Σάμπως να πρόκειται για «μοίρα», την ώρα που οι άλλοι απολαμβάνουν οι ίδιοι όχι μόνο να εργάζονται αλλά και να τους επιπλήττουν. Ή μάλλον να πρέπει να αισθάνονται ευτυχείς που συμβαίνει να έχουν δουλειά και δεν τους ξυλοφορτώνουν σε κάποια σκοτεινή γωνιά.
Επειδή οι άνθρωποι όταν αισθάνονται πως απολαμβάνουν γίνονται σχολαστικοί, μίζεροι και άτεγκτοι ως προς το τι είναι σωστό, αλλά καθώς το ζήτημα δεν είναι πια ζωής και θανάτου αντιλαμβάνεται κανείς τη διάχυτη ενόχληση στο λιμανάκι του νησιού που ωστόσο παραμένει σιωπηλή. Οταν αίφνης πετάγεται ένας άνδρας γύρω στα εξήντα και έντονα εκνευρισμένος απευθύνεται στον δήμαρχο του νησιού που συμβαίνει να κάθεται σε ένα παρακείμενο τραπεζάκι, λέγοντάς του: «Δεν μπορείτε να επέμβετε εσείς, κ. δήμαρχε; Είναι δυνατόν να ακούμε τέτοιου είδους «μουσική» αυτή την ώρα;». Ο δήμαρχος, προς τιμήν του, χωρίς να ξέρει κανείς τι σκέφτηκε δεν του έδωσε καμιά σημασία.
Αν τον θόρυβο που έκανε το καρότσι είναι σίγουρο πως θα τον έχει ξεχάσει κανείς τα επόμενα δέκα λεπτά, τη συμπεριφορά του ενοχλημένου εξηντάρη ενδέχεται να τη θυμάται και ύστερα από χρόνια. Ακριβώς γιατί φανέρωνε, χωρίς να γίνεται άμεσα αντιληπτό, δυο μεγάλες αιτίες της εθνικής μας κακοδαιμονίας. Πρώτον, το να λογαριάζουμε την παρέμβαση της «εξουσίας» ως τη μόνη ικανή να μας κουλαντρίσει, όταν θα έπρεπε να υπολογίζουμε σε μιαν αλλαγή νοοτροπίας που θα έκανε την εξουσία σχεδόν διακοσμητική. Και, δεύτερον, την οποιαδήποτε αντίδρασή μας να επιδεινώνεται όταν έχει για μάρτυρά της και σύμμαχό της την οποιαδήποτε εξουσία.
Ας σκεφτούμε πόσοι θα εκδηλώνονταν ως φιλάνθρωποι, αν δεν έδιναν με τη φιλανθρωπία τους εξετάσεις σε ισχυρά πρόσωπα της κοινωνικής και της οικονομικής ζωής. Μελαγχολεί κανείς όταν σκέφτεται ότι ο ενοχλημένος κύριος άνοιγε με την αντίδρασή του τον δρόμο ώστε να ακούγεται ως κάτι φυσικό η εξόντωση των αλλοδαπών. Μελαγχολεί όμως κανείς ακόμη περισσότερο όταν σκεφτεί πως η ενόχληση έγινε τρομακτική επειδή το καρότσι το έσερναν αλλοδαποί. Ετσι είναι. Οταν σε απειλεί ένας μεγαλόσχημος οικονομικός παράγοντας ή ένας πολιτικός του λες και ευχαριστώ. Οταν απλά σε ενοχλεί ένας ανήμπορος του παίρνεις, αν μπορείς, το κεφάλι.

[«Τα Νέα 25.6.2012»]

*

Copyright© Θανάσης Θ. Νιάρχος και εφημερίδα «Τα Νέα»