Ιστορίες της Πέμπτης -Μαρίας Πετρίτση: Μια νύχτα στις Βρυξέλλες [2014]

Αρχείο 6.11.2014

fav-3

Το ρολόι του Δημαρχείου σήμανε οκτώ. Η Μεγάλη πλατεία, ως συνήθως, φωταγωγημένη. Ολόγυρά, σπίτια με καμινάδες που μυρίζουν ευκάλυπτο, βρώμικα μυαλά και καθαρά κρύσταλλα, και στους διαδρόμους χαλιά διάσπαρτα με αποκοιμισμένες λέξεις που φοράνε την ταμπέλα της καλοπέρασης και κάνουν πως προωθούν την ευθυμία.

Στο μικρό άξονα της πόλης κυματίζουν σημαίες και λογότυπα κρατών, εταιρειών και τάσεων. Ο μεγάλος άξονας πήζει στις νταλίκες που μεταφέρουν στα βόρεια σιτηρά και οπωροκηπευτικά από τις χώρες του Νότου. Στα δάση και στις αλέες απλώνεται το σύνηθες παχύ, υγρό σκοτάδι του Νοέμβρη.

Το κέντρο της πόλης μοιάζει με λούνα παρκ. Κορίτσια με φανελάκι “I fuck for candy” και αγόρια που δεν σε αφήνουν να τους αγγίξεις τα μαλλιά για να μην τους χαλάσεις το χτένισμα καπνίζουν χασίς και φτηνό αμερικάνικο καπνό στις νότιες γειτονιές της πόλης.

Ανάβουν σιγά σιγά τα φώτα στα μπουρδέλα και στα θέατρα, πέφτει υγρασία στο δρόμο.

Θέλω να μάθω πού ψωνίζουν εσώρουχα οι ντίβες των παραθύρων και να ποζάρω στον καθρέφτη και στον εραστή μου όπως ποζάρουν κι αυτές στους περαστικούς που τις κοιτάζουν σκεπτικοί, χωρίς να τους ενδιαφέρει ο ψυχικός τους κόσμος ή τα άγχη τους, παρά μόνο οι μπούκλες των χειλιών και των μαλλιών τους. Θέλω να κολλήσω λίγη από την αμεριμνησία τους, όπως κολλάνε τα μωρά ιλαρά και μαγουλάδες. Θέλω να δοκιμάσω λίγο από τον εξωτικό τους πυρετό που πέφτει χωρίς θερμόμετρο, φτάνει να επιδοθεί εκεί που χρειάζεται μια γερή δόση σεροτονίνης.

Στη στάση του λεωφορείου περιμένουν μικρομέγαλα παιδιά με ευλύγιστη υπακοή, που μέσα τους μουρμουράνε άσεμνα τραγούδια και το βράδυ, μετά την προσευχή και τη σούπα σέλινο με φέτες φυστικοβούτυρο και μέλι, θα στείλουν υλικό στο Youporn, σε έναν διαγωνισμό για νέα ταλέντα.
Ένας οδοντίατρος πνίγεται στη σαπίλα ενός φρονιμίτη που αφόρμισε, μια καθαρίστρια σβήνει τα φώτα του κτιρίου που σφουγγάρισε, ένας πιανίστας λαμβάνει αρνητική απάντηση από μια οντισιόν με το ταχυδρομείο, μια μαύρη μαγείρισσα τρίβει το δέρμα που της ξεφλούδισε στον αγκώνα. Η πόλη βουλιάζει στην επαναληπτικότητα της υπερπροσφοράς της.

Στο αστυνομικό τμήμα ένας μπάτσος φέρνει Mc Donalds σε χάρτινη σακούλα και στο διπλανό night shop μια Μπαγκλαντεσιανή μητέρα παρακολουθεί ένα λυπηρό σήριαλ με το μωρό στην αγκαλιά της. Ένας μεθυσμένος άστεγος πολεμάει να στρώσει στο πεζοδρόμιο ένα χαρτονένιο κρεβάτι, κάτι επιφυλακτικές Γιαπωνέζες τον προσπερνούν με το κεφάλι σκυφτό.

Το Βέλγιο σκύβει ένοχα πάνω από τις εισόδους του μετρό και κρυφοκοιτάζει τα νωπά δευτερόλεπτα μιας ποίησης φανατικής, που φοράει σκούφο Nike και αναβλύζει από το στόμα ενός νεαρού που δείχνει να την πιστεύει. Αργότερα, ο ίδιος νεαρός θα στηθεί μπροστά στην πύλη του Ibis ή του Grecotel και θα μετρά τα βήματα των ατάλαντων πελατών που θα μπουν βιαστικά στο 304 ή στο 201 για να ζεστάνουν τα σκεπάσματα που σε λίγο θα κρύψουν την μυστική τους ερωμένη.

Εγώ, αφού τα παρατηρήσω και τα καταγράψω όλα αυτά, θα επιστρέψω στην παγίδα της ομορφιάς που οι εμμονές μου μού ανταποδίδουν με περιφρόνηση, και θα συνεχίσω να αφιερώνω εγκαρδίως τις λέξεις μου σε όσους – το πήρα απόφαση πια – δεν διαβάζουν απολύτως τίποτα.

©Μαρία Πετρίτση
φωτο©Στράτος Φουντούλης, Rue du Marché aux Herbes, Bruxelles 2009.