❃
Ένα ντελίριο απροσχημάτιστων φράσεων. Μία ροπή αισθησιακών παραστάσεων με διαρκώς αυξανόμενη προς τα πάνω τάση, με κίνηση όμως κατακόρυφη. Ένα αντικείμενο που βρίσκεται πάντα σε διαδικασία σχηματοποίησης, δίχως να έχει κριθεί ποτέ ούτε η μορφή ούτε η ιδιότητά του. Φωτιά και νερό μαζί: μία αέναη πυρκαγιά, ένα ατέρμονο ποτάμι.
*
Άυλα και μαύρα ταυτόχρονα κορμιά γυναικών με πλαισιώνουν. Δεν μπορώ ούτε να τις αγγίξω, ούτε να τις δω. Ξέρω πως ανήκω στο γένος του Αδάμ, δεν μπορώ όμως να το αποδείξω. Θα μπορούσα να ανέβω με ευκολία στην κορφή του Έβερεστ και να κάνω το άλμα του θανάτου από τον πιο ψηλό ουρανοξύστη – ανάμεσα στο ‘μπορώ” και το “θέλω” υπάρχει μία τάφρος ασύμμετρων απόψεων. Αυτό που με χαρακτηρίζει είναι η ευκολία να ελίσσομαι εκεί που πρέπει να μένω στάσιμος. Κάτι μέσα μου με κάνει να θέλω να κεντήσω το δέρμα μου με βελόνες από ευκάλυπτο. Μιλώ με τη φωνή ενός μονοκύτταρου οργανισμού, περπατώ με το βάδισμα ενός ασπόνδυλου πλάσματος.
*
Μία μέρα, όταν ήμουν μικρό παιδί, η μητέρα μου με είχε πάρει μαζί της πηγαίνοντας για ψώνια στο κέντρο της πόλης. Τότε, εκείνα τα χρόνια, αρχές της δεκαετίας του ‘80, στα αστικά λεωφορεία υπήρχαν οι εισπράκτορες που έκοβαν εισιτήρια στους επιβάτες. Καθόντουσαν μέσα σε ένα διαμορφωμένο κουβούκλιο. Έκοβαν εισιτήρια, έδιναν εντολή από ένα μακρύ μικρόφωνο στους οδηγούς να ξεκινήσουν όταν όλοι οι επιβάτες είχαν επιβιβαστεί στο λεωφορείο, ή όταν είχαν αποβιβαστεί. Εκείνη την ημέρα, ο εισπράκτορας είχε πιάσει κουβέντα με μια γνωστή του επιβάτισσα. Η κυρία αυτή, τον ρώτησε πού βρίσκεται η μητέρα του κι αν είχε “κατεβεί”. Δεν γνωρίζω πού εννοούσε πως είχε “κατεβεί”. Εκείνος της απάντησε πως ναι, είχε πάει “κάτω”. Τότε εγώ άρχισα να φαντάζομαι πως αυτό το “κάτω”, βρισκόταν κάτω από το κουβούκλιο που εκείνος καθόταν. Άρχισα να φαντάζομαι πως εκεί που όλα τα λεωφορεία έχουν τα σασί, τα εξαρτήματά τους, υπάρχει ένας άλλος κόσμος, ένας υπέροχος κόσμος γεμάτος χρώμα, δέντρα, λίμνες. Σκιαγραφούσα στη σκέψη μου τον ιδανικό κόσμο μου εκείνη την τυχαία στιγμή. Ένας κόσμος ο οποίος έλαχε απλά να βρίσκεται ανάμεσα στα πόδια του εισπράκτορα και την άσφαλτο. Με χώριζαν από αυτή την ιδανική εικόνα μονάχα λίγες θέσεις, κάποιοι άγνωστοι σε μένα επιβάτες κι ένα κουβούκλιο στο οποίο, μου απαγορευόταν να εισέλθω μιας και δεν ήμουν στην εκδούλευση των αστικών γραμμών. Ήθελα να γίνω εισπράκτορας εκείνη τη στιγμή και μόνο. Να κάτσω στην προνομιούχα αυτή θέση, να πατήσω το κουμπί που πίστευα πως υπάρχει εκεί, να ανοίξει η καταπακτή και να κατεβώ τις σκάλες που θα με οδηγούσαν στον κόσμο αυτόν που μόνο εγώ είχα δημιουργήσει – στον κόσμο μου.
*
Οι θεοί στον Όλυμπο τρέφονταν με αμβροσία. Οι ποιητές που αυτο-εξορίστηκαν από ‘κει, τρέφονται με μαύρο γάλα. Μεταξύ ενός στόχου κι ενός στοχασμού, μία κλίνουσα πορεία προς την αποκάλυψη ή την αποκαθήλωση υπάρχει. Το ζήτημα είναι προς ποια κατεύθυνση σε πάει η εικόνα που έχεις για τον εαυτό σου. Και πάλι όμως υπάρχει μία παράμετρος: είσαι εσύ ο δημιουργός της εικόνας σου, ή μήπως δημιουργός της είναι αυτό που αποκαλούμε “φυσικά περιβάλλοντα”. Η σχιζοφρένεια κι ο διχασμός της προσωπικότητας είναι που γεννάει πανδημίες – οι ιοί δεν είναι παρά μόνο το αποτέλεσμα αλγεβρικών εξισώσεων. Ο παρανομαστής τους είναι ο ίδιος με τον άγνωστο χ.
*
Αυτός ο σωρός από σκουπίδια κι από ερείπια που γύρω μου ζωντανεύουν (θεριεύουν), με (προσ)καλούν απεγνωσμένα να θαφτώ (αφομοιωθώ) μέσα τους. Δεν μπορούν να γνωρίζουν πως ήδη, εδώ και πολύ καιρό έχω μεταγγίσει την ουσία τους. Τρέμω, πονάω και απεγνωσμένα ζητώ να ξεφύγω από τον αόρατο εχθρό μου. Κάθε φορά που προσεγγίζω το άγνωστο, κάθε φορά που γίνομαι ένα με την οδύνη, κάθε φορά που με χάνω ανάμεσα σε γραφές νέον και ασύρματα κύματα, τότε είναι που ανακαλύπτω κι ένα ακόμη λόγο για να κραυγάσω το είναι που όμως, δεν είναι. Ο δρόμος που εισέρχεται εντός του σπιτιού, το σπίτι που ξεχύνεται στον δρόμο.
*
Καθώς διασχίζω περιμετρικά τα φύλλα και τους φλοιούς στο δέντρο της Γνώσης, συναντώ ξαφνικά τον Μινώταυρο. Με κοιτάζει κι αρχίζει να ξεφυσά απροκάλυπτα πάνω στο κορμί μου. Τα ατσαλένια χνώτα που με καταβάλουν, διώχνουν από πάνω κάθε μου αναστολή. Διώχνουν με μιας κάθε κανόνα και κάθε περιορισμό.
*
Μέσα μου, το αισθάνομαι, φέρω ατέλειωτη δύναμη για να αγαπήσω. Έχοντας όμως από καιρό χτίσει ανάμεσα σε μένακαι τους άλλους, θεόρατα τείχη, δεν μπορώ να την διοχετεύσω: κάθε φορά που εξωτερικεύω τα φάσματα της αγάπης, εκείνα χτυπούν πάνω στα τείχη κι επιστρέφουν σε μένα. Σε αντίθεση με τον ποιητή από την Αλεξάνδρεια, ο οποίος είδε ξαφνικά μπρος του τα τείχη, ξέροντας ταυτόχρονα πως κάποιος άλλος τα έχτισε και τον έκανε να χάσει την επαφή του με τους άλλους, εγώ τα έβλεπα κάθε μέρα να χτίζονται και ήξερα πως εγώ ήμουν ο χτίστης. Η πράξη μου αυτή είναι (και το ξέρω) ακραία εγωιστική. Το να επιστρέψω όμως την αγάπη που κατέχω προς τα έσω, προς τον ίδιο μου τον εαυτό, ξέροντας επίσης πως αυτή ανήκει στην πραγματικότητα στους άλλους το θεωρώ την έσχατη προσβολή. Το ότι εγώ κυοφορώ την δύναμη αυτή, δεν με κάνει ιδιοκτήτη της. Εξ αρχής η δύναμη αυτή προορίζεται για το όλο. Ομολογώ ενώπιον όλων και του όλου, πως είμαι εγωιστής, . Είμαι εγωιστής, δεν είμαι εγωπαθής και εγωκεντρικός: ήρθε ο καιρός να μάθουμε να διακρίνουμε τις διαφορές που τις έννοιες αυτές διαχωρίζουν.
*
Δεν είμαι εγώ στο περιθώριο – το περιθώριο είναι εγώ. Θέλω να πω με αυτό, βρίσκομαι στο περιθώριο γιατί, δεν θα μπορούσα να βρίσκομαι πουθενά αλλού. Συνεχίζω και ξύνω με το νύχι τη σκόνη που έχει κάτσει πάνω στη Λάμψη. Προσπαθώ μια ζωή κι άλλες έξι τώρα να καταφέρω να απεγκλωβίσω τη φωτεινότητά της για να πλημμυρίσει τη Γη από τη μια ως την άλλη πλευρά της, έτσι που το νότιο ημισφαίριο να φωτίσει το βόρειο κ εκείνο με τη σειρά του, να επιστρέψει το φως στο νότιο. Δεν είμαι παρά ένας τρόφιμος ασύλου που επεκτείνεται από τη Γη στη Σελήνη.
*
Όσο κι αν το προσπάθησα, δεν κατάφερα ποτέ να κατανοήσω (και να ασπαστώ εν συνεχεία) τον όρο ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ. Με ποιο κριτήριο πέρα από το “κοινώς αποδεκτό” διασφαλίζεται το ορθολογικό στοιχείο; Προσωπικά, μπόρεσα να αγγίξω τον έρωτα και τον αισθησιασμό όταν ανακάλυψα τις φωτογραφίες του Hans Bellmerμε τις δυο του κούκλες[1]. Ακόμη κι όταν η πρώτη κούκλα ξεγυμνώνεται ενώπιόν μου μέσω της αποσυναρμολήγησής της, στέκω με θαυμασμό κι ατενίζω την αισθησιακή της φόρμα (το τραγούδι των Joy Division, Love will tear us apart, είχε ήδη γραφεί στη θέα αυτού του “διαμελισμού”). Είμαι, ή, με μετατρέπει το θέαμα μιας κούκλας που για κορμό της έχει δύο ζευγάρια πόδια αμοραλιστή με όλη τη σημασία της λέξης. Είναι ορθολογικό αυτό που λέω με κριτήριο τις κοινές αξίες, τα μεγάλα ιδεώδη; Προφανώς και όχι. Είναι ορθολογικό όμως με κριτήριο την αυτόνομη ζωή του αντικειμένου; Προφανώς και είναι. Και πάλι όμως είμαι διχασμένος μεταξύ αυτού που είμαι κι αυτού που οφείλω να είμαι. Είμαι μια διαταραγμένη προσωπικότητα σε έναν κόσμο άφθαρτο, γαλήνιο και ορθολογικά δομημένο.
*
Γυναικεία πόδια δίχως σώματα, με πατούν. Παρελαύνουν ακατάπαυστα με τα κόκκινα ψηλοτάκουνα παπούτσια τους. Το άλικο χρώμα των παπουτσιών τους, ανακατεύεται με το χρώμα του αίματός μου. Χαράζεται πάνω μου ένας χάρτης κάποιας άγνωστης χώρας. Στρέφω το πρόσωπό μου προς τα αριστερά… Δεν επιθυμώ να αποκαλυφτεί η υπέρτατη ηδονή που με καταβάλει ενώ αισθάνομαι τον πόνο, ενώ νιώθω το αίμα μου να γεμίζει τα σεντόνια. Η παρέλαση τους τώρα ξεκινάει.
*
Παλμικές δονήσεις… Ακαθόριστα, ακατανόητα σχήματα… Στριφογύρισμα της κόρης του ματιού… Ακατάληπτες φράσεις… Γυάλινα συρτάρια σε ξύλινα κομοδίνα, ανοίγουν-κλείνουν-αφοδεύουν…Ένα προσχέδιο μιας αυτοκτονίας που έμεινε ημιτελές…
Οι γιατροί, μετά από εξονυχιστικές έρευνες, κατέληξαν πως θα πρέπει άμεσα να υποβληθώ σε εγχείρηση λοβοτομής…
Ακούω ακόμη τα πουλιά που τιτιβίζουν!…
*
Κι είναι το όνειρο που ορείνειν![2]
Πώς θα μπορούσα να μην εγερθώ διαβάζοντας αυτή τη φράση; Είναι αυτή που με έκανε να συνειδητοποιήσω πως πέρα από όλα όσα πιστεύω, υπάρχουν κι όλα αυτά στα οποία θέλω να πιστέψω. Βλέποντας στον ύπνο μου ένα μικρό παιδί να παίζει στα ζάρια τη θέλησή μου, αντιλήφθηκα πως ο χρόνος μου μετράει αντίστροφα. Έπρεπε να σπρώξω ό,τιδηποτε έμενε στάσιμο και με αφορούσε, έπρεπε επιτέλους, να προχωρήσω, να φύγω από τον βάλτο που με πνίγει ολοένα και πιο πολύ. Κάπου στα βάθη του μυαλού, υφαίνεται ο καιρός της αντεπίθεσης.
*
Εν κατακλείδι, είμαι εγωιστής, αμοραλιστής, φετιχιστής και ορμέμφυτος. Έχω όλα εκείνα τα στοιχειώδη χαρακτηριστικά που με μαθηματική ακρίβεια, με οδηγούν στην πυρά. Το ζήτημα, (κι ίσως το γελοίο του πράγματος), είναι το ποιος θα κρατήσει την δάδα που θα την ανάψει.
*
Από τις τόσες χιλιάδες λέξεις που υπάρχουν στην ελληνική γλώσσα, αν έπρεπε να διαλέξω μόνο μία για να αποκαλώ αγαπημένη μου, αυτή θα ήταν μια μικρή, πολύ μικρή δισύλλαβη λεξούλα. Μια λέξη τόσο μικρή μα με τόσο μεγάλη έκταση. Δεν διαθέτει κανένα συνώνυμο, έχει όμως άπειρη ακαμψία. Μόλις ειπωθεί, παύουν οι όποιες ελπίδες που θα μπορούσε κάποιος να έχει, διαθέτει όμως το μεγαλείο, την ικανότητα του να δημιουργεί πολλά και άκρως διφορούμενα συναισθήματα. Άλλες φορές, όταν την ακούσεις, μπορεί να κλάψεις από θλίψη και πόνο, άλλες φορές, μπορεί να κλάψεις από άκρατη χαρά. Είναι λίγες οι λέξεις αυτές που διαθέτουν τόσο ακραίες δυνατότητες. Μία και μόνο δισύλλαβη λέξη που χωράει μέσα της το παν και το τίποτα, τη ζωή και τον θάνατο. Η λέξη αυτή δεν είναι άλλη από το ΤΕΛΟΣ.
•
©Θ.Δ.Τυπάλδος
φωτο: Στράτος Φουντούλης
_________
[1] Το 1934, ο Γερμανός υπερρεαλιστής Hans Bellmer, δημιουργεί μια σειρά φωτογραφιών με γενικό τίτλο Die Puppe. Οι φωτογραφίες αυτές, αποτυπώνουν την ύπαρξη μιας κούκλας σε διαφορετικά στάδια (αποσυναρμοληγημένη, ή συναρμολογημένη με εντελώς ανορθόδοξο τρόπο). Μέσα απ’ την απεικόνιση της, ξεπετιέται ολοφάνερα η ανάγκη του ερωτικού αντικειμένου να εκφραστεί αυτόνομο αλλά και ταυτόχρονα, εξαρτημένο από την παρουσία του δημιουργού του. (Σε μία εκ των φωτογραφιών, παρουσιάζεται σαν να πρόκειται για μια άυλη φιγούρα ο ίδιος ο δημιουργός στο πλάι του δημιουργήματος). Το 1938, ο Bellimer, σε μια δεύτερη σειρά φωτογραφιών με γενικό τίτλο, La Poupé, θα συστήσει μια δεύτερη κούκλα η οποία, αντί για κεφάλι διαθέτει δύο γυναικεία πόδια, έτσι, όλος ο κορμός της αποτελείται μόνο από τα κάτω άκρα, υπονοώντας με τον τρόπο αυτό την κίνηση.
[2]Ορείνειν (Ορίνω-ορείνω): εγείρω, κινώ, διεγείρω, προκαλώ έκπληξη ή τρόμο, παρακινώ σε δράση.
Η φράση αυτή προέρχεται από το βιβλίο του Αρτεμίδωρου Δαλδιανού, Ονειροκριτικά, (εκδ. Αιγόκερως, σελ. 16, μτφρσ-σχόλια. Γεώργιος Παπασταματόπουλος). Για την ακριβέστερη απόδοση, η φράση έχει ως εξής: “Και είναι η φύση του ονείρου τέτοια που να ξυπνάει και να διεγείρει την ψυχή παρακινώντας την σε δράση”.
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.