Διακόσια δύο ποιήματα ερωτικά, από τις εκδόσεις Ρώμη
❇︎
CÉSAR MORO
ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΧΕΙΛΟΣ ΕΝΟΣ ΚΑΤΑΡΡΑΧΤΗ
Να κρατάς ώρες μες στα χέρια σου έναν ίσκιο
Το κεφάλι στραμμένο στον ήλιο
Η θύμησή σου με κυνηγάει ή με ποδοσέρνει δεν έχει αντίδοτο
Δεν έχει συνέχεια δεν έχει φρένο καταφύγιο λέξεις αέρα
Ο χρόνος αλλάζει ρημαγμένο γίνεται σπίτι
Σε κάτι ακμές δέντρων σαν μεσημβρινούς εκεί όπου διαλύεται
καπνός η εικόνα σου
Η γεύση η πιο πικρή που γνώρισε η ανθρώπινη ιστορία
Η λάμψη η επιθανάτια και ο ίσκιος
Το άνοιξε-κλείσε όσων θυρών οδηγούνε στου ονόματός σου
τη μαγεμένη χώρα
Εκεί όπου τα πάντα μοιάζουνε
Ένας απέραντος χορτόκαμπος ξερός φαλακρός και μόνο
με κοτρώνια ερμηνεύσιμα
Χέρι πάνω σε κεφάλι κομμένο
Τα πόδια
Το μέτωπό σου
Η κατακλυσμιαία σου ράχη
Η όμβρια κοιλιά σου με αντερείσματα σπινθήρες
Μιά πέτρα που γυρνάει μιάν άλλη που σηκώνεται και κοιμάται
σε στάση ορθίου
Ένα άλογο γητεμένο ένα πέτρινο δεντρί ένα πέτρινο κλινάρι
Ένα στόμα πέτρινο κι εκείνη η έκλαμψη που πότε-πότε
με τυλίγει και με σφίγγει
Να μου εξηγήσει με γραφή νεκρή τις μυστηριακές επιμηκύνσεις
των χεριών σου που γυρνάνε με όψη απειλητική
μιας καμαρούλας φτωχικιάς με κόκκινη κουρτίνα
που ανεμίζει μπρος από την κόλαση
Τα σεντόνια ο ουρανός της νύχτας
Ο ήλιος ο αέρας η βροχή ο άνεμος
Μόνο ο άνεμος που φέρει τ’ όνομά σου
*
YVAN GOLL
ΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ
Πόσοι και πόσοι μέσα στα νυχτερινά δωμάτια
Δεν τραβάνε με τα εύθραυστα χέρια τους
Τα μολυβένια να ισιώσουν σεντόνια;
Του εκκρεμούς το μάτι είναι τυφλό
Η μοναξιά
Κρέμεται απ’ το σπανιολέτο
Και το κλείστρο
Χτυπάει σα φτερούγα αγγέλου λαβωμένου
Όσοι δεν κοιμούνται περιμένουν
Περιμένουν τον άνεμο
Το τέλος περιμένουν του κόσμου
Αχ, και να η αυγή
Στα χρώματα βαμμένη του βατόμουρου:
Την απότομη ξαναπαίρνει η ζωή τη γεύση του αίματος
*
ALÍ CHUMACERO
ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΡΙΖΑΣ ΤΩΝ ΕΡΩΤΩΝ
Πριν γυρίσει τούμπα ο άνεμος και γίνει θάλασσα,
και η νύχτα ένα σώμα γίνει με το πένθιμό της ρούχο,
και πριν τ’ αστέρια και η σελήνη απλώσουνε στον ουρανό
τους χυμούς των κορμιών τους·
πριν το φως, οι σκιές και τα όρη
δούνε τις ψυχές απ’ τις ακμές τους ν’ ανατέλλουν·
πριν ακόμα πλεύσει οτιδήποτε μες στον αέρα –
πολύν καιρό πριν από τις πρωταρχές,
όταν δεν είχε ακόμα γεννηθεί η ελπίδα
ούτε άγγελοι περιφέρονταν με την ακλόνητή τους λευκότητα·
όταν το νερό δεν ήταν κάν εν γνώσει του Θεού·
πιο πριν, πιο πριν, πολύ-πολύ πιο πριν,
όταν δεν είχε ακόμα λουλούδια στις στράτες
γιατί ούτε στράτες υπήρχαν ούτε λουλούδια·
όταν ο ουρανός δεν ήταν γαλανός ή τα μυρμήγκια κόκκινα,
ήμασταν ήδη εμείς: εσύ κι εγώ.
*
Μετάφραση ©Γιώργος Κεντρωτής
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.