✤
Ο κήπος
Ένας κήπος είν’ η καρδιά μου από φθινόπωρο κουρασμένος,
Με ντάλιες βαριές και σκοτεινές και «αστέρια» λυγισμένα παραγεμισμένος,
Τον Απρίλη θυμάται ο κήπος, μέσα στη θαμπή λιακάδα,
Των βροχών το μούσκεμα και μια γοργή, ανεμπόδιστη σαν σπίθα, χιονονιφάδα·
Στον κρύο του πρωινού αέρα, τα ασφόδελα βαριά ανάσα φυσούν
Κι οι τουλίπες οι χρυσές, σαν ποτήρια κολονάτα που τη βροχή κρατούν —
Ο κήπος σε σιγή θ’ αναγκαστεί από το χιόνι, λησμονημένος, σύντομα θα ξεχαστεί—
Μετά τη σιωπή, θάρθει άραγε η άνοιξη πάλι απ’ την αρχή;
The Garden
MY heart is a garden tired with autumn,
Heaped with bending asters and dahlias heavy and dark,
In the hazy sunshine, the garden remembers April,
The drench of rains and a snow-drop quick and clear as a spark;
Daffodils blowing in the cold wind of morning,
And golden tulips, goblets holding the rain—
The garden will be hushed with snow, forgotten soon, forgotten—
After the stillness, will spring come again?
✤
Σ’ έναν κήπο
Δίχως κίνηση κ’ ήχο ο κόσμος ξεκουράζεται,
Κατεβαίνει ο ήλιος πίσω απ’ την μηλιά
Μ’ έμπνευση ζωγραφίζοντας τ’ ανοίγματα και τις κορφές
Στην πόλη κάτω απ’ τη φτελιά.
Από το ήρεμο Κονέκτικατ πέρα ξαπλώνουν οι λόφοι
Με καταχνιά ασημωμένοι σαν οπώρες με το χνούδι ακόμη νωπές,
Τα χελιδόνια λικνίζονται σε πτήση πέρα στ’ ακρότατο τ’ ουρανού σημείο
Σ’ εναέριες προβολές.
Με το χάραμα στον κήπο μέσα η γαλήνη επιστρέφει,
Γαλήνη π’ απ’ το μεσημέρι είχε τις μωβ «φωτιές», εγκαταλείψει
Τα βαριοκέφαλα «αστέρια», τα αργοπορημένα τριαντάφυλλα
Και τις δεσπόζουσες δεντρομολόχες/ είχ’ αφήσει
Γιατί το καταμεσήμερο από αυτόν τον ίδιο κήπο μέσα άκουσα
Το βουητό σαν όταν πλήθος έρχεται, πολύ·
Κοντά από το χωριό πλήθος μεγάλο οι τυφλοί και χτυπώντας
Κόκκινη μ’ ένα τύμπανο, μουσική·
Κι η υστερική αδρή φλογέρα που τον εύθραυστο
Φθινοπωρινό αέρα, θρυψαλούσε
Ενώ εκείνοι ήρθαν, ο νεαρός άντρας προχωρώντας σταθερά
Την πλατεία του χωριού περνούσε…
Στο ήρεμο Κονέκτικατ απέναντι βαθειά είν’ του σούρουπου τα πέπλα
Κι οι λόφοι αλλάζουν σε βιολετί
Ήρεμα η γη παίρνει των παιδιών της τις πολλές τίς λύπες
Και τον εαυτό της γαληνεύει, (για) να κοιμηθεί.
*
In A Garden
THE world is resting without sound or motion,
Behind the apple tree the sun goes down
Painting with fire the spires and the windows
In the elm-shaded town.
Beyond the calm Connecticut the hills lie
Silvered with haze as fruits still fresh with bloom,
The swallows weave in flight across the zenith
On an aerial loom.
Into the garden peace comes back with twilight,
Peace that since noon had left the purple phlox,
The heavy-headed asters, the late roses
And swaying hollyhocks.
For at high-noon I heard from this same garden
The far-off murmur as when many come;
Up from the village surged the blind and beating
Red music of a drum;
And the hysterical sharp fife that shattered
The brittle autumn air,
While they came, the young men marching
Past the village square….
Across the calm Connecticut the hills change
To violet, the veils of dusk are deep—
Earth takes her children’s many sorrows calmly
And stills herself to sleep.
Sara Teasdale (1884 – 1933):
Αμερικανίδα λυρική ποιήτρια.
Το έργο της χαρακτηρίζεται από απλότητα και σαφήνεια, πάθος και ρομαντισμό.
Η τελευταία συλλογή της, Strange Victory, εμφανίστηκε μετά θάνατον το ίδιο έτος.
Η Sara Teasdale είναι ενταφιασμένη στο Νεκροταφείο Bellefontaine στο Σεντ Λούις.
*
Απόδοση ©Ασημίνα Λαμπράκου
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.