Όλοσωμη
Πάνω στο φως
Και Μαύρη ως θανάτου
Μια αγκαλιά λουλούδια
Στην μύτη του βράχου
Σόλων Λέκκας
Πού κοιμάται η φλόγα των λαών; Ποια είναι εκείνη η αόρατη, η άσβηστη η παρουσία που γίνεται εστία και άξονας ψυχικός; Πίσω από τις διακοσμήσεις της ιστορίας και του καιρού τις παλίρροιες, έξω από το κύλισμα το συντριπτικό του καιρού που αθροίζεται και αθροίζεται υπάρχει η ασώματη, η νοερή ψυχή του τόπου και των ανθρώπων του. Εκείνων που εκ του φυσικού, ιχνηλατούν την ψυχή σε όλη της την γύμνια, ντυμένης μοναχά με τα ρετάλια του ουρανού και με το πνεύμα της φυλής. Το ήθος του κόσμου του αλλοτινού και εκείνου που θα ΄ρθεί κρατώντας αμείωτο το ίσο του λαϊκού, του άσβηστου τραγουδιού που μεταμορφώνεται σε τελετή, σε σχέση θυελλώδη, μυστική. Δεν είναι η αισθητική του τραγουδιού, της λαλιάς, δεν είναι η ομορφιά που σημαδεύει τη ζωή σε όλη της την έκταση. Είναι μια αίσθηση ταπεινή, που δίχως εξάσκηση πληθαίνει και αντέχει μες στους αιώνες, είναι ο έρωτας της Ερωφίλης και του Πανάρετου που ΄ναι καμωμένος από πίκρα και φύση και χάρη απολλώνια. Είναι όλα ετούτα και το αίσθημα το απελευθερωμένο από τα φτιασιδώματα της ζωής. Μια εικόνα καπνισμένη στα τρία τέταρτα, ψυχή που επιθυμεί να εξαρθεί, μέλος και άρθρωση της παράδοσης που ξεπερνά την φολκλορική καταγραφή και σμίγει με τον μύθο και την χρήση του την μυστηριακή, όπως την περιέγραψε ο Νίκος Εγγονόπουλος. Είναι οι πτυχώσεις των ρούχων, οι κουρτίνες και τα ανοίγματα στα κτίρια, τα χορικά των βυζαντινών ηρώων, το καλοκαίρι που παλεύει σαν ακρίτας σε βράχους απόμερους, Αμοργιανούς. Είναι μαζί μοναξιά και κατάργησή της, παρουσία και πνεύμα τελειωμένο, χαμένο πίσω από τα φώτα του πιο επίκαιρου θεάτρου. Είναι χίμαιρα που ξεγλιστρά από το αδράχτι του καιρού, το ωραίο έπος είναι τώρα και πάντα, ένα κοχύλι αρχιτεκτονικό με τις φλέβες του που τραβούν ίσαμε τις Αχερουσίες αυτού εδώ του μετέωρου βράχου. Είναι η αγωγή και όχι η καταγωγή που γεννιέται στις καρδιές όταν χτυπούν οι χορδές της λύρας, είναι ο τρόπος ο πιο φυσικός, η λαογραφία της ζωής που αφηγείται την ιστορία, κοιτώντας μέσα από το ελεφάντινο μάτι του καιρού.
Μιλώ για την ιστορία της ομορφιάς και του θανάτου, τον νόστο του Οδυσσέα και την αιωνιότητα των πραγμάτων που όλα τα μεταμορφώνει καθάρια, μυστικά, σχεδόν μακάρια. Τον λυράρη που στα βάθη του λημνιώτικου καφενέ πιάνει τον αμανέ, ανασύροντας μέσα από τα πηγάδια τούτο το πνεύμα το ιερό, ίδιο στην Πέργαμο, στο Ρήγιο, την Αθήνα, τα Γιάννενα. Το πνεύμα που κοιμάται στα πελάγη, μες σε ροδιακούς αμφορείς και ναυάγια περασμένα, σε χρονικά και σε λαβές υδριών με όλη την χάρη της θαλάσσης κεντημένη στα στεγανά τους. Το καλοκαίρι που ανάβει τα επίκρανα και κάνει βαθιούς τους ίσκιους των στοών, σκληρό το μεσημέρι. Τον ταύρο της Κρήτης, το ξωκλήσι που το φτιάξε το τάμα του τεχνίτη, το νοητό, που ΄χει βαρύτητα μεγαλύτερη από την πρόσκαιρη ομορφιά του πραγματικού, τους πλούσιους χρωματισμούς σε ένα σπάραγμα μινωικό που κρατεί για πάντα κλειστή την ομορφιά των κοριτσιών.
Υπάρχουν μύστες, άνθρωποι ταπεινοί, με μια τεντωμένη, αισθητική χορδή εντός τους που τούτο το παρελθόν συντηρούν, που μεταμορφώνονται σε ομιλούντα αγάλματα και αφηγούνται την παλλόμενη καρδιά των πορευόμενων στις αρχαίες, θυσιαστικές πομπές και τα σημερινά τα πανηγύρια. Τέτοιος ήταν ο Σόλων Λέκκας που από χθες πια τραγουδά πλάι στις πόρτες του Άδη, κρατώντας καθάριο το νόημα και την φίνα μελαγχολία ενός λαού θαλασσινού, σπαρμένου σε νησιά και σε γκρεμούς και σε γεφύρια του παραμυθιού. Με τους αμανέδες του αναπλάθει ανύποπτα το λαϊκό το αίσθημα σε ψυχογράφημα εθνικό. Ο Σόλων Λέκκας, ερμηνευτής του σπουδαίου είδους του αυτοσχεδιασμού που ανταποκρίνεται στα βάθη της εντόπιας ψυχής , συνεχίζει μια παράδοση ομηρική, φτιάχνοντας τραγούδια για τις μοίρες που κλώθουν οι ταπεινοί θεοί αυτού εδώ του απόμερου μοναστηριού. Τώρα που για πάντα εκοιμήθη τα τραγούδια του ξυπνούν , όπως σαλεύει αιώνια το ταμπούρλο της πεδιάδας, όπως ξεσηκώνονται οι ακίνητοι ενεστώτες του ελληνιστικού, του μικρού, του μέγα κόσμου. Ο ίδιος καταχωρείται στις τάξεις εκείνου του μνημείου του άγνωστου ποιητάρη που ορίζει σαν πέτρα με αιχμές, την ηθική αναλογία της βαθιάς μας παράδοσης.
Με τον θάνατό του λάμπει περήφανη η τέταρτη διάσταση της σιωπής που εκκωφαντικά κρατούν εντός τους ο ασβέστης και η μυρτιά.
※
©Απόστολος Θηβαίος
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.