Σπύρος Αραβανής, Ο φιλοθεάμων ―κυκλοφορεί [αποσπάσματα]

Από τις εκδόσεις Κουκούτσι

Περιγραφή

«[…] κενος φιλοθεάµων κα οδαµ νεχόµενος ν τις ν τ καλν φ εναι κα δίκαιον κα τλλα οτω» γράφει ο Πλάτων σε ένα σημείο της «Πολιτείας» του (478e-) και αποτελεί την προμετωπίδα- φιλοσοφία της πέμπτης ποιητικής συλλογής του Σπύρου Αραβανή.

Το Πρώτο Μέρος εμπεριέχει είκοσι ποιήματα διαφορετικής τεχνοτροπίας και περιεχομένου έχοντας όμως συνεκτικό δεσμό εκείνον τον φιλοθέαμονα ως «μύστης του θαύματος που γεννά η πραγματικότητα / όταν όλοι ξεσκίζουν το σώμα της φαντασίας».

Το Δεύτερο Μέρος, με τον τίτλο «Nox», αποτελεί ένα εκτενές ποιητικό-θεατρικό αφήγημα, ενδοσκόπησης και όχι δράσης ως μια έκρηξη απολογισμού της τελευταίας «ευημερούς» τριακονταετίας, όταν μια παρέα «πρώην» νέων κάθεται στην παραλία, µιαν αυγουστιάτικη βραδιά, ακούγοντας τον μικρότερο της παρέας, τον «Λύγκα», να εξιστορεί: «Γεννηθήκαμε σε μια εποχή όπου οι λέξεις καμάρωναν για την ελευθερία τους / σαν το παγόβουνο που ατενίζει στητό στον ορίζοντα / ξεγελώντας τους ανυποψίαστους ταξιδιώτες / για το βάθος της ραχοκοκαλιάς του»…ώσπου.. «Το απότομο ξύπνημα της πραγματικότητας / ήρθε από έναν άσχημο ύπνο και όχι από το σκούντημα μιας νέας πραγματικότητας / κι έτσι η αντιμετάθεση των γραμμάτων έλξη-λέξη / παρέμεινε ένα όραμα νεκρών».

Το Τρίτο Μέρος με τον τίτλο «Φανταστικές ιστορίες ενός αληθινού τέλους», εμπεριέχει ένδεκα σύντομες ποιητικές πρόζες από τις οποίες αναδύονται με αφαιρετικό και συμβολιστικό τρόπο, με στοιχεία παραλόγου και σαρκασμού, θεολογικά, φιλοσοφικά, υπαρξιακά και «γήινα» ζητήματα με επίκεντρο πάντα τον «άνθρωπο» ο οποίος «επιχείρησε κάποτε να γράψει τις ιστορίες άλλων ανθρώπων. Όταν τελείωσε τη συγγραφή τους, συνειδητοποίησε πως είχε αφηγηθεί τη δική του ιστορία. Έτσι, όταν απεβίωσε, ξεκίνησε μια μεγάλη δικαστική μάχη μεταξύ των συγγενών του και των αναγνωστών για τα πνευματικά δικαιώματα του βιβλίου».

Το εξώφυλλο κοσμεί έργο του ποιητή και εκδότη του βιβλίου, Βασίλη Ζηλάκου ο οποίος είχε τη φροντίδα της τυπογραφικής και φιλολογικής επιμέλειάς του.

Η Τριλογία της Ύπαρξης

  Στον Μιχάλη Γελασάκη

 

 I.

Ποιος μπορεί να πιστεύει δίχως να ετυμολογήσει
……την πίστη του
όπως θροΐζει ο άνεμος στα φύλλα
δίχως να μαρτυρά την καταγωγή του;
Ποιος μπορεί να επιθυμεί  χωρίς να ερμηνεύει
……τον πόθο του
ακολουθώντας το ερωτικό κάλεσμα του τριζονιού;
Η στάχτη του δειλινού σπινθηρίζει αγόγγυστα
το δάκρυ του νερού προσμένει σκυφτό
……τη δόξα των παγετώνων
και η φιλντισένια Πύλη υποδέχεται
τα κουρασμένα γόνατα με τη λαχτάρα του δρομέα.
Κανένα αντίτιμο δεν ζητά ο επίμονος μεταξοσκώληκας
ούτε αναγνωρίζει χρέος η αρχέγονη ρίζα.
Καμία προϊστορία δεν χρειάζεται ο υάκινθος για να
……ανθοφορήσει
ούτε η Πούλια για να χαρίσει τη λαμπερή της πόρπη.
Όσα αγαπάς δωρίζονται αυτοφυή.

II.

Κι αν είδες στον πυθμένα του ουρανού
σπασμένες πορσελάνες και γκρεμισμένα αγγεία
είναι γιατί το φως που τρίβεται στις παλάμες μας
……σαν το θυμάρι
έγινε λεπίδι στα χέρια των μεταπρατών συνείδησης.
Κι αν άκουσες το λυγμό του πεύκου
και την κατάρα του δελφινιού
είναι γιατί η υπεροψία έγινε πίδακας και μέθη και ουλή.
Η θλίψη των ψαράδων του γαλαξία συριστική
και το σπέρμα της λάβας κρυσταλλωμένο.
Ό,τι σκοτώνεις παίρνει το σχήμα του χεριού σου.

III.

Η εποχή σου είναι οι άνθρωποι που γαντζώθηκαν
……στα μάτια σου
και οι λέξεις που έσκαβαν στο χαρτί λαγούμια
προς το εξόδιο σπινθήρισμα της νέας τυφλότητας.
-γνώση τη λένε ή χλόη των αστεριών-.
Ο αχός της βαρβαρότητας στην πρωινή καμπάνα
του κόσμου, γεμάτος νοσηρά μικρόβια που μολύνουν
……τις αισθήσεις
καλπάζει σαν φτερωτό εξάνθημα πάνω από τις στέγες
των σωμάτων, εισχωρώντας και στα πιο παχύδερμα
……ερπετά.
βαδίζουμε στη λάσπη της λήθης
με τις γαλότσες  της αιωνιότητας,
ένα  κρανίο διάτρητο από το «αμάθειο» κέρας
με βαθουλωτές σχισμές όπου ρίχνουν κέρματα
οι κονδυλοφόροι του σκότους.
Αυτό που αγνοείς σε στιγματίζει για πάντα.