Μαρσέλ Προυστ, δύο ποιήματα ―απόδοση: Μαριάννα Παπουτσοπούλου

Ι. ΣΟΠΕΝ
(Les Plaisirs et les Jours, Portraits de peintres et de musiciens 1896)

Σοπέν, μια θάλασσα από στεναγμούς, δάκρυα, λυγμούς,
Μιας πεταλούδας πέταγμα, που πουθενά δεν στέκει
Στη θλίψη πάνω παίζοντας, χορεύοντας στο κύμα.
Κι αν ονειρεύεσαι, αγαπάς, πονάς, κραυγάζεις, κάνεις απαλό
Μαγεύεις, νανουρίζεις,
Σε κάθε πόνο ανάμεσα κάνεις πάντα να ρέει
Ιλιγγιώδης, τρυφερή, χαριτωμένη λησμονιά
Όπως από άνθος σε άνθος το εφήμερο πετά
Και γίνεται η χαρά συνένοχος της θλίψης:
Του στρόβιλου η παραφορά φτάνει το δάκρυ να διψά.
Χλομός ήπιος σύντροφος του φεγγαριού και  των νερών,
Πρίγκιπας της απόγνωσης, άρχοντας προδομένος,
Ακόμα ενθουσιάζεσαι, ωραίος καθώς χλομιάζεις,
Την κάμαρά σου του άρρωστου σαν ο ήλιος κατακλύζει,
Που κλαίει να του χαμογελά και πάσχει να τον βλέπει…
Χαμόγελο έτσι θλιβερό και δάκρυα της Ελπίδας!

*
Chopin

Chopin, mer de soupirs, de larmes, de sanglots
Q’un vol de papillons sans se poser traverse
Jouant sur la tristesse ou dansant sur les flots.
Reve, aime, souffre, crie, apaise, charme ou berce,
Toujours tu fais courir entre chaque douleur
L’oubli vertigineux et doux de ton caprice
Comme les papillons volent de fleur en fleur;
De ton chagrin alors ta joie est la complice:
L’ardeur du tourbillon accroit la soif des pleurs.
De la lune et des eaux pale et doux camarade,
Prince du desespoir ou grand seigneur trahi,
Tu t’exaltes encore, plus beau d’etre pali,
Du soleil inondant ta chambre de malade
Qui pleure a lui sourire et souffre de le voir…
Sourire du regret et larmes de l’Espoir!

Marcel Proust, Les Plaisirs et les Jours, Portraits de peintres et de musiciens 1896

✳︎✳︎✳︎

ΙΙ. ΣΥΧΝΑ ΑΝΑΛΟΓΙΖΟΜΑΙ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ

Όλα τα σβήνει ο χρόνος, όπως σβήνουν τα κύματα
Τα παιδικά τα κτίσματα στην λειασμένη άμμο
Θα λησμονήσουμε τις  ακριβείς και αόριστες ετούτες λέξεις
Που πίσω από τη κάθε μια τους το άπειρο είχαμε νιώσει.
Τα πάντα σβήνει ο χρόνος, τα μάτια δεν τα σβήνει
Ας είναι από οπάλι ή άστρα ή καθαρό νερό
Ωραία όπως  μες τον ουρανό ή σ’ έναν λιθοξόο
Για μας θα καίνε φως λυπητερό ή χαρωπό.
Κοσμήματα κλεμμένα από τη ζωντανή τους θήκη
Θα ρίχνουν στην καρδιά σκληρές πέτρινες λάμψεις
Όπως τις μέρες  όπου κολλημένα μες το βλέφαρο
Λάμψη ανάδιναν πολύτιμη κι απογοητευτική.
Κι άλλα, φλόγες  γλυκές, ακόμα απ’ τον Προμηθέα μαγεμένες
Σπίθα του έρωτα που έλαμπε στα μάτια τους τα δυο
Για το ακριβό μαρτύριο τα’ χουμε μαζί μας πάρει εδώ
Πάναγνες  λάμψεις, ή πολύτιμα στολίδια.

Για πάντα σαν αστερισμοί στον ουρανό της μνήμης μου
Άσβηστα να μείνετε μάτια  εκείνων που αγαπούσα
Ονειρευτείτε σα νεκροί, κι αστράψτε σαν τη δόξα
Η καρδιά μου,  νύχτα του Μάη θα φαντάζει.
Σβήνει τα πρόσωπα σαν την ομίχλη η λήθη
Κινήσεις  που ήταν λατρευτές στο άλλοτε το θεϊκό,
Που μας ξετρέλαιναν είτε μας συμμαζεύαν
Γόησσες της παραφοράς και σύμβολα της πίστης.

Σβήνει ο χρόνος τη θερμή οικειότητα  κάθε βραδιάς
Αλλά δυο χέρια στο  λαιμό της τον παρθενικό σα χιόνι
Και οι ματιές της, που συγχορδία έμοιαζαν και  χάδι
Η άνοιξη που πάνω μας ανάδευε τα αρωματικά της.
Άλλα, αν και ήταν μάτια  γυναικός ολόχαρης,
Πλατιά και μαύρα ήσαν σαν τις θλίψεις
Τρόμος της νύχτας και μυστήριο βραδινό
Μέσα από βλεφαρίδες μαγικές κρατούσε την ψυχή της
Και η καρδιά της μάταιη σαν βλέμμα χαρωπό.

Άλλα, όμοια με θάλασσα τόσο απαλή που όλο αλλάζει
Προς την ψυχή που ήταν εκεί χωμένη μας τραβούσαν
Όπως σε  ναυτικές βραδιές που το τυχαίο σε βγάζει.
Θάλασσα των ματιών που ταξιδεύαμε στα καθαρά νερά σου
Ο πόθος τα πανιά μας φούσκωνε τα μπαλωμένα
Και  φεύγαμε ξεχνώντας μπουρίνια περασμένα
Πάνω σε βλέμματα  σαν ψάχναμε να βρούμε τις ψυχές.
Τόσα πολλά τα βλέμματα, τόσο όμοιες οι ψυχές.
Παλιοί δεσμώτες των ματιών και χιλιοπροδομένοι
Θα έπρεπε να πέφταμε στον ύπνο κάτω απ’ την κληματαριά
Όμως θα φεύγατε ακόμη κι αν όλα τα ξέρατε
Για να έχετε τα μάτια αυτά όλο υποσχέσεις στην καρδιά
Σαν  πέλαγο που ονειρεύεται τον ήλιο μες το βράδυ
Κάνατε κατορθώματα  τελείως περιττά
Να φτάσετε στη χώρα του ονείρου, την επίχρυση,
Που εκστατική όλο κλαίγεται πέρα από τα αληθινά νερά
Κάτω από άγιο τόξο που περνά για νέφος του προφήτη
Όμως είναι γλυκό να έχεις για ένα όνειρο πληγή
Και η ανάμνηση να λάμπει σα γιορτή.

*

Je contemple souvent le ciel de ma mémoire

Le temps efface tout comme effacent les vagues
Les travaux des enfants sur le sable aplani
Nous oublierons ces mots si précis et si vagues
Derrière qui chacun nous sentions l’infini.

Le temps efface tout il n’éteint pas les yeux
Qu’ils soient d’opale ou d’étoile ou d’eau claire
Beaux comme dans le ciel ou chez un lapidaire
Ils brûleront pour nous d’un feu triste ou joyeux.
Les uns joyaux volés de leur écrin vivant
Jetteront dans mon coeur leurs durs reflets de pierre
Comme au jour où sertis, scellés dans la paupière
Ils luisaient d’un éclat précieux et décevant.
D’autres doux feux ravis encor par Prométhée
Étincelle d’amour qui brillait dans leurs yeux
Pour notre cher tourment nous l’avons emportée
Clartés trop pures ou bijoux trop précieux.
Constellez à jamais le ciel de ma mémoire
Inextinguibles yeux de celles que j’aimai
Rêvez comme des morts, luisez comme des gloires
Mon coeur sera brillant comme une nuit de Mai.

L’oubli comme une brume efface les visages
Les gestes adorés au divin autrefois,
Par qui nous fûmes fous, par qui nous fûmes sages
Charmes d’égarement et symboles de foi.
Le temps efface tout l’intimité des soirs
Mes deux mains dans son cou vierge comme la neige
Ses regards caressants mes nerfs comme un arpège
Le printemps secouant sur nous ses encensoirs.
D’autres, les yeux pourtant d’une joyeuse femme,

Ainsi que des chagrins étaient vastes et noirs
Épouvante des nuits et mystère des soirs
Entre ces cils charmants tenait toute son âme
Et son coeur était vain comme un regard joyeux.
D’autres comme la mer si changeante et si douce
Nous égaraient vers l’âme enfouie en ses yeux
Comme en ces soirs marins où l’inconnu nous pousse.
Mer des yeux sur tes eaux claires nous naviguâmes
Le désir gonflait nos voiles si rapiécées
Nous partions oublieux des tempêtes passées
Sur les regards à la découverte des âmes.
Tant de regards divers, les âmes si pareilles
Vieux prisonniers des yeux nous sommes bien déçus
Nous aurions dû rester à dormir sous la treille
Mais vous seriez parti même eussiez-vous tout su
Pour avoir dans le coeur ces yeux pleins de promesses
Comme une mer le soir rêveuse de soleil
Vous avez accompli d’inutiles prouesses
Pour atteindre au pays de rêve qui, vermeil,
Se lamentait d’extase au- Σοπέν delà des eaux vraies
Sous l’arche sainte d’un nuage cru prophète
Mais il est doux d’avoir pour un rêve ces plaies
Et votre souvenir brille comme une fête.

Marcel Proust, Poèmes

*
Απόδοση ©Μαριάννα Παπουτσοπούλου, Μάιος 2022