Του έδωσα το προτελευταίο τσιγάρο. Προχωρούσαμε απ’ το πρωί μέσα στον χιονιά. Εκείνος είχε την κόρη του στην πλάτη. Κάθε λίγο γύριζε, την ρώταγε κρυώνεις πολύ; Η μικρή έγνεφε ναι. Τότε έσφιγγε όσο μπορούσε την κουβέρτα γύρω της και γρηγόρευε το βήμα του. Πίσω μας ακούγονταν εκρήξεις, ευτυχώς ήταν μακριά για την ώρα. Έριχνε ένα βλέμμα προς τα σύννεφα του καπνού, ψέλλιζε μια προσευχή , συνέχιζε.
-Έχουμε πολύ δρόμο ακόμα;
-Μέχρι τη νύχτα θα περπατάμε. Μετά θα μας περιμένουν τα φορτηγά. Κάνε το κουμάντο σου να σταματήσεις κάπου, να ταΐσεις το παιδί, δεν θ’ αντέξει μέσα στο κρύο.
-Εσύ είσαι μόνη σου;
– Η αδερφή μου θα περιμένει στα σύνορα
-Η μάνα της μικρής;
– Έπεσε πάνω στο παιδί να το σώσει. Τη βρήκα νεκρή στα χαλάσματα του σπιτιού. Η Μαρία έκλαιγε κάτω απ’ το σώμα της. Πήρα ό,τι υπήρχε σώο μέσα στα συντρίμμια, άρπαξα τη Μαρία, φύγαμε.
Κάπνιζε το τσιγάρο με απόγνωση, σαν να ήθελε η νικοτίνη να ποτίσει το μυαλό του, να σβήσει τον φόβο κι η καύτρα, που άπλωνε, να κάνει παρανάλωμα τις πρόσφατες εικόνες του. Έκατσε λίγο πιο κάτω, σ’ ένα παλιό γεφύρι , έβγαλε μπισκότα. Έδωσε στην μικρή μα εκείνη ζητούσε τη μαμά της. Της είπε ένα τραγούδι, έβαλε τις παλάμες του ψηλά στο κεφάλι, παριστάνοντας με κόπο το κουνελάκι . Έτσι, την κατάφερε να φάει . Σηκωθήκανε. Μας έφτασε σχεδόν αμέσως. Μπροστά μας , ένα ζευγάρι ηλικιωμένοι βαδίζανε δύσκολα. Έδωσα τις γαλότσες μου στη γιαγιά κι έμεινα με τις μπότες που κρατούσα μαζί μου. Τους έδειξε με το βλέμμα του.
-Λέγαμε πως θα γεράσουμε μαζί, μα είχε άλλα σχέδια ο πόλεμος.
-Είναι στην ηλικία της μάνας μου. Έμεινε πίσω.
Ο δρόμος στενός, σε κάποια σημεία σπασμένος. Βάζαμε κοτρώνες, ξύλα, σακίδια, ο,τι βρίσκαμε για να περάσουμε. Το χιόνι γλίστραγε, όμως προχωρούσαν άλλοι μπροστά μας , έτσι εμείς πατούσαμε στις πατημασιές τους. Δέντρα άσπρα, σαν φαντάσματα. Ορίζοντας άσπρος. Καταλάβαινες πως ζούσες από τα πόδια που πονούσαν με τόση παγωνιά. Οι νεκροί δεν πονάνε, σκεφτόμουν . Ύστερα άκουγα πάλι τις εκρήξεις, τους πυροβολισμούς. Ένιωθα τον ήχο να πλησιάζει. Για λίγο ζεσταινόταν το αίμα μου .
Άσπρος ορίζοντας , άγραφος. Πού πάμε; Τι μας περιμένει; Πού θα κοιμηθούμε; Μετά κοιτούσα εκείνο το παιδί . Κάτι θα βρεθεί…
Φτάσαμε στο σημείο συνάντησης με τα φορτηγά. Δεν ήταν εκεί. Κάποιος είπε πως τους είχαν καθυστερήσει σε έλεγχο. Αλήθεια; Ψέματα; Το κοριτσάκι ούρλιαζε απ’ το κλάμα. Άλλα παιδιά μπροστά , μεγαλύτερα, κλαίγανε κι αυτά. Η γιαγιά απ’ το ζευγάρι που και πού έτρεμε. Όσο περιμέναμε να μας παραλάβουν, την αγκάλιζα μήπως ζεσταθεί. Ο άντρας της δεν άντεξε το κρύο. Η καρδιά του τον πρόδωσε. Τον αφήσαμε στην άκρη του δρόμου σκεπασμένο μ’ ένα σεντόνι. Δεξιά, αριστερά υπήρχαν διάσπαρτα κι άλλα σεντόνια. Σιγά σιγά τα κάλυπτε χιόνι. Αν τα σήκωνες, ίσως έβλεπες γνώριμα πρόσωπα. Οι περισσότεροι κρατούσαμε από ένα μαζί μας. Εγώ όταν έφτανα στον προορισμό μου, θα το έπαιρνα να του βάλω φωτιά. Μαζί μ’ αυτό της αδερφής μου… Τη γριούλα την τραβήξαμε με το ζόρι. Παρέμενε σιωπηλή, ανέκφραστη, κέρινη. Αν σήκωνες εκείνο το σεντόνι, μπορεί να έβρισκες από κάτω και την δική της καρδιά.
Τα φορτηγά ήρθαν δύο ώρες αργότερα. Ήμασταν βρεγμένοι μέχρι τα σωθικά μας. Τα δόντια μου χτυπούσαν, χωρίς να μπορώ να τα ελέγξω. Οι λάμψεις στο βάθος συνέχιζαν. Ανοίξανε τις καρότσες. Άλλοι έβριζαν , άλλοι έσπρωχναν να μπούνε πρώτοι , άλλοι έδιναν τη θέση τους στους πιο αδύναμους. Επιβιβαστήκαμε σε διαφορετικά οχήματα με τον πατέρα της Μαρίας. Τραβούσαμε τον ίδιο δρόμο. Ύστερα ποιος ξέρει πού; Η αδερφή μου έφυγε μια εβδομάδα νωρίτερα. Δεν είχαμε καταφέρει να μιλήσουμε. Οι τηλεπικοινωνίες υπολειτουργούσαν, το ίντερνετ ανύπαρκτο, νέα δεν καταφέρναμε να μάθουμε. Συμφωνήσαμε πως θα περίμενε κάθε μέρα κοντά στα σύνορα, εκεί που αφήνουν τους πρόσφυγες τ’ αυτοκίνητα. Θα βρισκόμασταν , θα συνεχίζαμε μαζί. Το φορτηγό τράνταζε. Ανακατευόμουν. Το κινητό δεν είχε σήμα. Ζαλιζόμουν. Ακούγαμε πυροβολισμούς. Δεν αντιλαμβανόμουν από πόση απόσταση. Μας σταμάτησαν δυο στρατιώτες . Μπήκαν μέσα. Ξέρασα στη μπότα του ενός. Με σημάδεψε με τ’ όπλο. Αγκάλιασα σφιχτά το σακίδιό μου κι έπιασα στην εξωτερική θήκη το παγωμένο σεντόνι. Ο φαντάρος συνέχισε να με σημαδεύει. Ο άλλος τον τράβηξε, του ψιθύρισε κάτι, χαμήλωσε την κάνη, έκαναν μια βόλτα ανάμεσά μας και φύγανε. Ξεκινήσαμε ξανά. Δεν θυμάμαι αν με πήρε ο ύπνος ή αν λιποθύμησα.
Συνήλθα κατά τα χαράματα, όταν το φορτηγό είχε ήδη φτάσει στον προορισμό του. Κατέβηκα παραπατώντας. Πιο πέρα απ’ τα σύνορα κόσμος περίμενε συγγενείς, φίλους. Έψαξα για την αδερφή μου. Πουθενά. Ρώτησα, έδειξα φωτογραφίες. Κανένας δεν ήξερε. Μας πήγαν σ’ ένα προσωρινό κατάλυμα. Θα μέναμε δέκα μέρες, μετά ο καθένας θα ‘παιρνε τον δρόμο του. Ρώτησα κι εκεί τους παλιούς . Δεν έμαθα τίποτα. Προσπάθησα να την ξαναπάρω τηλέφωνο. Νεκρό… Μετά παρακάλεσα να με βοηθήσουν να επιστρέψω εκεί όπου μας άφησαν τ’ αυτοκίνητα. Εξήγησα τον λόγο. Δεν μπορεί να με παράτησε … ήταν απίθανο να έπαθε κάτι, τόσο νέα, τόσο δυνατή… Θα περίμενα όσο χρειαζόταν. Αν δεν την έβρισκα, θα πήγαινα στην πρεσβεία, θα τη ζητούσα παντού, θα…
Κόσμος αποβιβαζόταν συνέχεια. Κάποιοι επανενόνωνταν με τις οικογένειές τους, κάποιοι πορεύονταν μοναχοί. Εγώ σε ποια κατηγορία ανήκα; Έδειχνα σε όλους τη φωτογραφία της. Ένας κύριος με πλησίασε. Μου είπε πως ακολουθούσε την ομάδα τους, ακριβώς μια εβδομάδα πριν. Στα μισά του δρόμου, τους επιτέθηκαν. Παρόλο που κάποιοι πρόλαβαν να σκίσουν κομμάτια απ’ τα λευκά σεντόνια και να τα υψώσουν, τους ρίξανε στο ψαχνό. Η αδερφή μου έπεσε απ’ τους πρώτους, μαζί με τον ανιψιό του. Εκείνος γλίτωσε από θαύμα. Κάθισα σ’ ένα παγκάκι. Άρχισα να φωνάζω , να βρίζω , να λιώνω στους λυγμούς. Διπλώθηκα , κουλουριάστηκα, ίδιο σκυλί δαρμένο. Ήθελα να γυρίσω στο σπίτι μου, στη μάνα μου, να πέσω στην αγκαλιά της και όλα να είναι όπως πριν. Σήκωσα τα μάτια και είδα πάλι μπροστά μου τον άντρα με το παιδί στους ώμους. Πριν από λίγη ώρα τους είχε κατεβάσει το τελευταίο φορτηγό. Το κοριτσάκι γελούσε κι ο πατέρας, που κρατιόταν με το ζόρι στα πόδια του ,συνέχιζε να της τραγουδά ένα σκοπό , που απ’ ο,τι μου είχε πει ήταν ο αγαπημένος της γυναίκας του. Έτσι όπως τους κοίταξα ξαφνικά ανάμεσα στα δάκρυα, μου φάνηκαν σαν τοτέμ που ξόρκιζε το σκοτάδι.
Μεθαύριο φεύγουμε νότια, μόλις συνεννοήθηκα μ’ ένα φίλο μου, θα μας δεχτεί στο σπίτι του. Αν κάτι χρειαστείς πάρε αυτό το τηλέφωνο. Θα μας βρεις εκεί. Καλή τύχη…
Έβαλα το χαρτάκι στην τσέπη κι ευχαρίστησα. Έφυγαν αφήνοντας στο νου μου τον απόηχο από το τραγούδι τους. Αφού απομακρύνθηκαν, άναψα το τελευταίο τσιγάρο μου. Το κάπνισα με απόγνωση. Την ίδια που είχα δει στο πρόσωπο αυτού του άντρα. Μετά άρχισα χωρίς να το καταλάβω να μουρμουρίζω τους στίχους, τον ρυθμό:
Χίλιους κόμπους το σεντόνι
Θα το δέσω να σε φτάσω…
Άνοιξα το σακίδιο, τράβηξα έξω εκείνο το πανί, το έσκισα στα δύο, ένα μέρος για την αδερφή μου κι ένα για μένα. Με τον αναπτήρα προσπάθησα να βάλω φωτιά, μα απ’ την υγρασία κανένα κομμάτι δεν καιγόταν. Τα παράτησα στη μέση του δρόμου και γύρισα την πλάτη. Δεν είχα τίποτα πια. Έπρεπε να δω πώς θα συνεχίσω. Κούμπωσα το παλτό ως επάνω. Είχε αρχίσει πάλι να χιονίζει, να καλύπτει τα πάντα άσπρο, απόλυτο, πυκνό.
*
©Καίτη Παπαδάκη
φωτο: Στράτος Φουντούλης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.