Η Καλλιόπη κι ο Ιάκωβος, δεύτερη γέννα της Βασιλικής Κωνσταντάκη Καλογερή, γεννήθηκαν, με διαφορά δώδεκα λεπτών, δίδυμοι ομοζυγωτικοί (σαν τις εγγονές του Δαλάσου) αν και δεν είχαν το ίδιο φύλο. Ενώ αυτό από μόνο του ήταν εξαιρετικά σπάνιο, ανήκαν επιπλέον και στην ακόμη πιο σπάνια περίπτωση των ημι – διδύμων που μοιράζονται ακριβώς τα ίδια γονίδια με τη μητέρα αλλά έχουν πάρει διαφορετικά γονίδια από τον πατέρα. Όλα αυτά τα γονιδιακά, άγνωστα παντελώς για την εποχή όπως κι η ίδια η επιστήμη της βιολογίας, σχολιάστηκαν κι ερμηνεύτηκαν, στον απόηχο των όσων συνέβησαν, πολλά χρόνια αργότερα. Όταν τα παιδιά ήσαν μικρά, κι έως την εφηβεία τους, δεν διακρίνονταν το ένα απ’ τ’ άλλο, ούτε ως πρόσωπα ούτε ως φύλα παρεκτός από τα ρούχα τους. Είχαν, σαν τη μάνα τους, βαθυγάλανα μάτια, καρδιόσχημα χείλια, τα μαλλιά τους ήταν τόσο ξανθά που έμοιαζαν σχεδόν λευκά και τα κορμιά τους, λιγνά όπως όλων των Καλογερήδων, έμοιαζαν, καθώς μεγάλωναν μέρα τη μέρα, σαν δυο αγάλματα που οδηγούνται από τον γλύπτη τους προς μιαν έκπαγλη καταληκτική αρμονία ζεύγους, σαν ένας εκτυφλωτικός διπλός αστέρας σε συζυγία τροχιών. Από την πρώτη στιγμή έγινε σαφές πως τα δίδυμα θα έμεναν εσαεί άρρηκτα δεμένα. Ανάμεσά τους δεν χωρούσε μήτε αέρας κοπανιστός. Κοντεύοντας τα δεκατέσσερα η έλξη τους φορτώθηκε επιπλέον με ορμόνες και χυμούς και – καταλύοντας τις ενοχές, τις αναστολές, τις ντροπές και – το κυριότερο – την ηθική του αίματος, κατέληξε ερωτική. Ώσπου ένα αυγουστιάτικο βράδυ, μόλις που είχαν σιγήσει οι τέττιγες κι ακουγόταν μοναχά ένας γκιώνης να γουίζει απ’ τις φιστικιές, υποκύπτοντας στον οίστρο τους, ζευγάρωσαν στο πάτωμα της κάμαρης που μοιράζονταν στη σοφίτα, ακριβώς πάνω από την κρεβατοκάμαρα των γονιών τους. Ζευγάρωσαν σα θύελλα με έναν ήχο που έμοιαζε με τη σύγκρουση δυο μαγνητών που κρατιούνται χωριστά κι αφήνονται ταυτόχρονα ν’ ανταμωθούν απελπισμένα. Νύχτα, σχεδόν ασέληνος, με νιό φεγγάρι μα από την κάμαρη σπίθισαν κεραυνοί. Από εκείνο το βράδυ κι έπειτα, ανήμποροι προς την οποιαδήποτε προσχηματική εγκράτεια, χαϊδεύονταν, φιλιόνταν, γλείφονταν, έμεναν διαρκώς θηλυκωμένοι σαν σκυλιά στον οίστρο τους. Ο πατέρας τους, που έλλειπε ολημερίς σ’ αγροτικές δουλειές δεν τους πήρε είδηση μα η Βασιλική που την έζωναν τα φίδια, ξεμονάχιασε πέρα το κορίτσι και προσπάθησε να τής εκμαιεύσει τί ακριβώς συμβαίνει. Σαφή απάντηση δεν έλαβε παρά κάτι καθησυχαστικά μισόλογα κι η κατάσταση συνέχισε επιδεινούμενη. Έπειτα από κάμποσους μήνες, μόλις άρχισε πια να φαίνεται πως η Καλλιόπη εγκυμονούσε, κλέφτηκαν δίχως πολλά πολλά κι ανέβηκαν στο βουνό μαζί με δύο γίδες και κάμποσα πρόβατα που τα έσυραν ξοπίσω τους δεμένα μ’ ένα κόκκινο κορδόνι. Εκεί κατέλυσαν σε μια σπηλιά ανάμεσα στις ερυθρελάτες, στα πλατάνια, στις οξιές και στους κέδρους, σιμά στη Δρακολίμνη των Βαρδουσίων, κι αποκόπηκαν ολωσδιόλου από τον έξω κόσμο. Οι γονείς τους, αφού σήκωσαν το χωριό στο πόδι κι αφού τούς έψαξαν σαν τρελοί για καιρό, μαράζωσαν ώσπου πέθαναν από τον καημό τους. Τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατο των γονιών, έφυγε κι ο Μιχάλης για τον Πειραιά και το σπίτι άρχισε να ρημάζει. Μαζί του πήρε μόνο τα ραβδιά και μια φωτογραφία όπου φαινόταν ο πατέρας του που βαστούσε μια τσάπα, ο ίδιος με το πρώτο του ραβδί (της αγριελιάς), κι η μάνα του έγκυος στα δίδυμα σχεδόν με την κοιλιά στο στόμα. Για τον Μιχάλη τα δίδυμα ήταν λες και δε γεννήθηκαν ποτέ. Δεν τους ξαναείδε όσο ζούσε και δεν μίλησε ποτέ στα δικά του παιδιά για κείνους.
Στα χρόνια που ακολούθησαν τα ίχνη τους σχεδόν χαθήκαν και μόνο φήμες κυκλοφορούσαν ότι ο οικισμός τους με πλινθόκτιστα σταβλάκια βρισκόταν κοντά στη θέση Δίραχο, ότι μεγάλωναν τα παιδιά τους μαζί με τα οικόσιτα ζώα τους και τους τρίτωνες της Δρακολίμνης που τους ακολουθούσαν πιστά σαν κατοικίδια, ότι οι κοιλιακοί μύες των νεοτέρων είχαν αποκτήσει πορτοκαλέρυθρο χρώμα όμοιο με της σαύρας, ότι από τα οπίσθιά τους φύτρωναν ουρές που έμοιαζαν με πλατιά πτερύγια κι άλλα τέτοια γλαφυρά. Η γειτνίαση με τους Τρίτωνες κι όλοι οι θρύλοι που σχηματίστηκαν από αφηγήσεις γύρω από το βίο τους τους έκαναν γνωστούς – μεταξύ των χωριανών – με το παρατσούκλι «Οι Δράκοι». Οι ακριβείς σχέσεις συγγενείας των κατοίκων του οικισμού τους ήταν αδύνατο να ελεγχθούν και να αποσαφηνιστούν καθώς οι δίδυμοι γέννησαν μια ντουζίνα απογόνους που συνέχιζαν να επαναδιαπράττουν συστηματικές αιμομιξίες καταλήγοντας σε μιαν κοινότητα σχεδόν εκατό ατόμων με μεγάλη θνησιμότητα λόγω εκφυλιστικών παθήσεων (συγγενείς καρδιοπάθειες, ασθένειες του ΚΝΣ κλπ.) αλλά και ορισμένες λαμπρές εξαιρέσεις αγοριών και κοριτσιών τα οποία ήταν ψηλά, γεροδεμένα, ξανθά, με μπλε μάτια και υγιή. Τέλος, στον εμφύλιο, θα πρέπει να αποδεκατίστηκαν εντελώς, καθώς ολόκληρη η πλαγιά των Βαρδουσίων που έβλεπε προς την Γκιώνα -κι όπου είχαν υποθετικά καταλύσει -βομβαρδιζόταν επτά μέρες αδιαλείπτως από το πυροβολικό. Δεν ξανακούστηκε να μιλούν για αυτούς, έως τη μέρα που βρέθηκε, από κυνηγούς, ένα κορίτσι νεκρό πλάι στη λίμνη κι ορισμένα από τα θρυλούμενα επιβεβαιώθηκαν. Τα μαλλιά της ήταν σα στάχια και τα στήθη της μυτερά, έμοιαζαν με μικρά αχλάδια. Η τάλλια της, τουμπανιασμένη και τραχιά, είχε χρώμα πορτοκαλιού που είχε μαζέψει μούχλα στη φλούδα. Όταν την αναποδογύρισαν είδαν πως απ’ τον κόκκυγα φύτρωνε μια ουρά, πέτσινη στην υφή μα κοντόχοντρη, που έμοιαζε με ουρά γοργόνας στο σχήμα μα ήταν πολύ μικρότερη σε διαστάσεις (ίσα που δίπλωνε σεμνότυφα γύρω από τους γλουτούς) και στις μασχάλες της φώλιαζαν θρεμμένοι, σαν μεγάλες γάτες σχεδόν, δυο Τρίτωνες που στριφογύριζαν όλη την ώρα κυκλικά, τίναζαν επιθετικά τις γλώσσες τους και δεν επέτρεπαν σε κανέναν να ζυγώσει. Μα ούτε καν από εκείνο το κουφάρι προέκυψε, για τους Δράκους, κάποιο τεκμήριο χειροπιαστό καθώς, αντί να προχωρήσουν σε ταφή οι κυνηγοί -φοβούμενοι τα όσα είχαν ακούσει και είχαν δει για τις μάγισσες του γένους Καλογερή – φούντωσαν μια θράκα με ξερόκλαδα κι έκαψαν το κορίτσι μέχρις εσχάτων ενόσω οι σαύρες εκτινάσσονταν, βήχοντας σχεδόν, προς στην πρωινή αχλή. Τα αποκαΐδια των οστών που απέμειναν απ’ την πυρά, καθόλου δε φανέρωναν τις παραξενιές ή τις ιδιαιτερότητες του γένους Καλογερή, παρά -υπογραμμίζοντας ότι ο θάνατος σημαδεύει κάθε πλάσμα όσο λαμπερό ή και υπέρλαμπρο αν είναι – έμοιαζαν με τα αποκαΐδια των οστών τού κάθε ανθρώπου. Η ζέστη τους ίσως θύμιζε για λίγο το ασίγαστο πάθος που τα δημιούργησε. Μα κι αυτήν την κατάπιε με μια χαψιά το γεναριάτικο το χιόνι. _
✳︎
©Κωνσταντίνος Λουκόπουλος, ΟΚΤ. 2022.
προδημοσίευση από τη νουβέλα ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΡΙΖΑ 88
φωτο: Στράτος Φουντούλης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.