από την καρδιά της
ιρλανδέζικης εξοχής
«Γράφει ο Άρθουρ Γκάλγουει από την καρδιά της ιρλανδέζικης εξοχής».
Έτσι ακριβώς ξεκινούσε εκείνη η ανταπόκριση. Αφορούσε ένα γεγονός που είχε λάβει χώρα αρκετές δεκαετίες πίσω. Σχεδόν ένας αιώνας με χώριζε από εκείνα τα συμβάντα που εντυπώθηκαν για πάντα στην μνήμη μου.
Η φυλλάδα βρέθηκε στα χέρια μου από κάποιου είδους παράξενο πεπρωμένο. Δεν είχα λογαριάσει καλά τον χρόνο μου και έτσι όπως κατηφόρισα τον κεντρικό δρόμο, πήρε το μάτι μου το βαρύ, νυσταγμένο λεωφορείο. Έι στάσου, μα εκείνο ροβολάει ως κάτω την λεωφόρο και όλες μου οι ελπίδες πάνε χαμένες. Ας είναι. Στάθηκα έξω από το μικρό καφέ που μοσχοβόλαγε πρωινό ξύπνημα. Ο καιρός σκέτο μολύβι και το λεωφορείο που αργεί να φανεί. Ας είναι. Πήρα στα χέρια μου μια βρώμικη, παλιά φυλλάδα, αυτήν για την οποία σας είπα πρωτύτερα. Στην πρώτη σελίδα είχε μια φωτογραφία του γελαστού παιδιού και κάμποσες διαφημίσεις. Είχε τόσες λεζάντες που σχεδόν σου κόβε την ανάσα αυτήν η παλιά, ιρλανδέζικη φυλλάδα. Πώς τάχα να βρέθηκε εκεί, τι παράξενα σινιάλα της μοίρας να είναι αυτά που την έφεραν στον δρόμο μου. Κανείς δεν θα το πει, κανείς.
Το λεωφορείο αργούσε και έτσι αφοσιώθηκα στην κιτρινισμένη εφημερίδα. Στην πρώτη σελίδα είχε μια μεγάλη ζωγραφιά του γελαστού παιδιού και ένα σωρό δάφνες δοξαστικές με έγχρωμο μελάνι. Θα πρέπει να κόστιζε αρκετά στον καιρό της η κίτρινη φυλλάδα. Και λίγο πιο κάτω, ήταν η στήλη του Άρθουρ Γκάλγουει. Από την καρδιά της ιρλανδέζικης εξοχής, οι πιο παράξενες ειδήσεις. Δεν ήταν γραφτό μου να φτάσω σήμερα στην ώρα μου και έτσι δεν έδωσα σημασία στο λεωφορείο που είχε στριμωχτεί στο τέλος του δρόμου. Τι χαλασμός, τι παραζάλη, φωνές, χειρονομίες, κατευνασμοί. Ωραία που είναι η ζωή της λεωφόρου κάτι μολυβένια πρωινά.
Ο Άρθουρ Γκάλγουει έγραφε. «Περί την ενδέκατη βραδινή ώρα, πέρασε ο αστυνόμος και έσβησε το φανάρι, λένε οι μάρτυρες. Μες στην σκοτεινιά ξεχώρισε το υπόγειο των παιδιών με τα τεντζερέδια. Τέτοια ώρα χωρίζουν τον χαλκό από την σκουριά, βρίζονται και φτύνουν καταγής. Τα σφυριά τους δουλεύουν ασταμάτητα, επειδή ως το πρωί θα πρέπει να έχουν στα χέρια τους μισό κιλό και όχι λιγότερο, καθαρού χαλκού. Αλλιώς δεν έχει ψωμί και ξύλα στην μεγάλη, μαντεμένια σόμπα. Και η παγωνιά στην οδό Σάντουιτς, τότε και τώρα παραμένει αδιαπραγμάτευτη. Και η ζωή στην οδό Σάντουιτς παραμένει κολλημένη στις λάσπες και την άγρια προσμονή. Αν ρωτήσεις τους ανθρώπους εκεί θα σου πουν».
Πάει να πει πως η στήλη του κυρίου Γκάλγουει αφορούσε ένα μικρό αφήγημα, κάτι σαν χρονογράφημα μα έξω από την εποχή του, έξω από την εποχή του.
Πέρα στην λεωφόρο γίνεται χαμός, το λεωφορείο στριμώχτηκε για τα καλά, ένα μεγάλο φορτηγό κορνάρει σαν φορτωμένο καράβι στην είσοδο του λιμανιού. Εμπρός, άντε, κάνε εμπρός, δεν έχουμε χρόνο, μα ετούτο το λεωφορείο έχει τα ύφαλα του κολλημένα και έχει τρομάξει τόσο με την καραβίσια κόρνα του φορτηγού, νιώθει τέτοια ντροπή που δεν παίρνει εμπρός.
Άρθουρ μπορείς να συνεχίσεις.
«Ο αστυνόμος κοίταξε μέσα από τον φεγγίτη και είδε καμιά δεκαριά καλόπαιδα να δουλεύουν τον τσίγκο με πάθος. Ακούραστα παλικάρια ως είκοσι χρονών, να δουλεύουν μες στην νύχτα. Μια κουστωδία του Ηφαίστου που σμιλεύει την πανοπλία του θεού και μια ιδέα φεγγαριού. Μα σαν κοίταξε καλύτερα, είδε πίσω ακριβώς από ένα παλικαράκι, μερικούς μάγκες. Είχαν ζυγώσει από παντού μια νεκρή φοράδα και συλλογίζονταν πώς τάχα να την μοιραστούν. Ο αστυνόμος δεν έβγαλε τσιμουδιά και πήρε να κρυφοκοιτά τους ενόχους από τον φεγγίτη. Ώστε, ετοιμάζονται να ξεκοιλιάσουν μια νεκρή φοράδα. Ο αστυνόμος συλλογίστηκε πως είναι μια καλή ευκαιρία να βγάλει κέρδος από όλη αυτήν την ιστορία. Μα όλα θα πηγαίναν στράφι αν βιαζόταν και άφηνε τους ενόχους να ξεγλιστρήσουν με μια σειρά από ευφάνταστες δικαιολογίες. Σκούπισε με το χνώτο του τον φεγγίτη που είχε νοτίσει και έκανε τον μέσα κόσμο να μοιάζει παράλογος. Και δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αλλιώς, έτσι όπως συνταίριαζε εκείνο το παράξενου λεφούσι, τις σωρούς του χαλκού, το τρελό αλουμίνιο και την νεκρή φοράδα.
Τότε ακριβώς πάρθηκε η απόφαση. Καθένας θα έπαιρνε μια πλευρά, τίποτε λιγότερο. Το υπόλοιπο θα το μοιράζονταν μεταξύ τους. Ο αστυνόμος σφίγγει το ραβδί του, είναι έτοιμος να σπάσει τον φεγγίτη και να ουρλιάξει «ακίνητοι, ακίνητοι». Όμως κάτι τον συγκρατεί, θαρρείς και το σώμα του έχει ακρωτηριαστεί εκείνη ακριβώς την στιγμή. Και τα πόδια του αρνούνται να ακολουθήσουν τα χέρια που σφίγγουν την κουπαστή της σκάλας , την κουπαστή που βγάζει ως τον πλησιέστερο σταθμό. Μονάχα η νεκρή φοράδα δεν νοιάζεται και με σφιγμένο το στόμα της στραγγίζει στο μέσον της αποθήκης. Άραγε πού να έχει ταξιδέψει, σε τι καιρούς αλλοτινούς; Κανείς δεν το ξέρει μήτε θα το πει ποτέ. Και η νεκρή φοράδα ιππεύει τα καταπράσινα λιβάδια, επειδή αυτό είναι το όνειρό της το πιο βαθύ. Ο αστυνόμος παρακολουθεί τους μάγκες που τεμαχίζουν την νεκρή φοράδα όσο τα αγόρια δουλεύουν τον τσίγκο.
Και τότε είναι που σπάζει τον φεγγίτη και οι μάγκες σκορπούν σαν σμάρι πουλιά μετά από ξαφνικό πυροβολισμό. Η νεκρή φοράδα χλιμιντράει και το λεωφορείο επιτέλους κινείται. Τραντάζεται ολόκληρο, η λεωφόρος προσεύχεται, το μεγάλο φορτηγό μαρσάρει, χιλιάδες μοτοσικλέτες περνούν γελώντας από τα βαριά οχήματα. Πρέπει να βιαστεί, κλείνει την εφημερίδα και την κρατά σφιχτά κάτω από το μπράτσο του. Το λεωφορείο σταματά, επιβιβάζεται και είναι ευτυχισμένος καθώς μόλις, τώρα δα ξέσπασε μια καθώς πρέπει βροχή.
Εσύ Άρθουρ ξέρεις από παρόμοιες νεροποντές.
Και η νεκρή φοράδα; Και ο αστυνόμος; Και ο σπασμένος φεγγίτης που απαιτεί την καταβολή των εξόδων; Μα ποιος νοιάζεται για όλα αυτά. Εσύ να είσαι καλά γέρο Άρθουρ που βρέθηκες στον δρόμο μου και μου έδειξες τι πράγμα απάνθρωπο και σκληρό είναι να χωρίζουν μερικοί άνδρες, πίσω από την σκουριά του χρόνου, μια νεκρή φοράδα. Σε ευχαριστώ Άρθουρ, γέρικε ανεμοδείκτη, στυλοβάτη της ζωής στην λασπουριά του Μπλάκπιτ.
Αν αργήσετε ξανά να μην έρθετε καθόλου. Μου άξιζε αυτό και έτσι γρήγορα λούφαξα στο καμαράκι μου, νιώθοντας τον κίνδυνο που παραμονεύει να χάσει κανείς με το τίποτε, μια καλή και σίγουρη δουλειά. Φαντάσου, είπα μονάχος μου, για μια νεκρή φοράδα πριν από δεκαετίες. Και ξέσπασα σε γέλια που έκαναν την θέση μου κάπως δυσχερέστερη. Όχι περισσότερο από τον μολυβένιο ουρανό που με έχει σκεπάσει.
✳︎
©Απόστολος Θηβαίος
Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.