Ανταποκρίσεις Απόστολου Θηβαίου: Εφημερίες

Τις νύχτες ο κίνδυνος εφημερεύει. Κάπου μπορεί να γίνεται πόλεμος, αλλιώς δεν θα φθάνανε εδώ πέρα, τόσοι πληγωμένοι. Ίσως είναι από έρωτα, όμως μονάχα τα εργαστήρια θα το επαληθεύσουν μέρες μετά, όταν θα ΄χουν πέσει σωρός οι νύχτες. 

Και εγώ που προχωρώ, να ξέρεις,  μες στους κήπους σου, ανοιχτός στο θαύμα, μέχρι εκείνη την πόρτα που ανοίγει ουδέτερα και αδιάφορα. Και έπειτα οι τρομερές επιγραφές, τμήματα πανεπιστημιακά και ατέλειωτοι διάδρομοι. Και εσύ να ψάχνεις κάποιον για να ρωτήσεις, Ελένη, Ελένη να τους λες και εκείνοι να σε κοιτάζουν έκπληκτοι. Περνούν αποφασισμένοι γύρω σου, άλλοι για θάνατο και άλλοι για μια δουλειά λιγότερο ένδοξη, για κάτι πράγματα μικρά που κρατούν όρθιο τον κόσμο Ελένη.

Ελένη, Ελένη ουρλιάζω μα δεν αφήνω κανένα ίχνος. Και προχωρώ και όλο στενεύουν τα δωμάτια. Μονότονος ο ήχος και η νύχτα καθισμένη στο περβάζι. Πίσω της τα ίδια και τα ίδια, στέγες, κεραίες, τα απλωμένα, τα σεντόνια μας τα εθνικά, σαν τις πρωινές φυλλάδες που δεν θα πούνε ποτέ για εσένα Ελένη. Εσύ θα περάσεις όπως τα φωτεινά μετέωρα, σαν κάτι άστρα μοναδικά. Κανείς δεν θα μάθει πόσο όμορφη υπήρξες έτσι όπως μαραζώνεις χρόνια τώρα,μες στο δωμάτιο, δίνοντας τον υπέρ πάντων τον αγώνα. 

Απόψε, όταν όλοι θα έχουν αποκοιμηθεί, θα σου φέρω τα σύνεργα του μακιγιάζ. Και θα σου κρατήσω το χέρι που όλο τρέμει για να τραβήξεις την γραμμή επάνω στα φρύδια σου, να έχει πάντα το βλέμμα που αγαπούσες. Θα σου χτενίσω τα μαλλιά και θα σου δείξω όλες τις φωτογραφίες που τραβήξαμε παρέα. Μια Πασχαλιά στο πουθενά κάπου στα ΄88 και ορκωμοσίες και τυχαίες λήψεις σε κάτι ορεινές διαδρομές, από αυτό εδώ το δωμάτιο ως τον ουρανό. 

Θα γλιστρήσουμε σαν τις σκιές ξεγελώντας τον θάνατο που παραφυλά πλάι στα δωμάτια. Εσύ και εγώ Ελένη, δυο να θυμίζουν πάντα το θαύμα. Θα περπατήσουμε όλους τους δρόμους και θα πούμε μερικά μυστικά ακόμη. Μία προς μία θα βρούμε ξανά τις παλιές μας πατρίδες, τα αστεία πρόσωπα που σβηστήκανε και δεν θα υπάρχουν τότε δρόμοι χλωμοί και κόσμοι που μόνο να ονειρευτείς μπορείς πια Ελένη.  

Την Ελένη μόλις την πήρανε. Πέρασε, βλέπετε στην άλλη την πλευρά. Κάναμε ότι μπορούσαμε, ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατό και όλα μεγεθύνονται Ελένη, μέχρι να φτάσουν το μέγεθός σου. Και εγώ με όλα εκείνα τα σύνεργα τα δικά σου μόνος μες στους διαδρόμους, ανάμεσα σε άλλους πολλούς,  γκρίζες, ανοιξιάτικες σκιές με την ελπίδα τους στα δόντια. Την Ελένη την πήρανε και μες στους διαδρόμους χορέψανε λευκές οι πεταλούδες. Πώς βρεθήκανε εκεί και πώς μοιάζουν σαν πίσω από νερά. Κοίταξέ τις, είναι η Ελένη που αναρρώνει από την ζωή και ξαναβρίσκει τον εαυτό της και η γαλαρία που στενεύει στο βάθος και το άδειο κρεββάτι με το σχήμα της επάνω του.  

Έστω αυτό Ελένη, είπα και βρήκα ένα άλλοθι. Όλα μυρίζανε ύπνο και χλωρίνη και εγώ προχωρούσα και πίσω μου στρατιές ολόκληρες οι δεκαετίες, απόψε που γερνάω και όλα μου τα χρόνια φανερώνονται, μάρτυρες και χρονικά, δικά σου Ελένη. Απόψε Ελένη η θημωνιά με τους κρίνους που μεγαλώναμε από παιδιά σαρώθηκε από το βοριά. Και είναι τρελή η νύχτα δίχως εσένα, δίχως τα χέρια σου μες στα δαχτυλίδια και δίχως το γυάλινο το δέρμα σου. 

Απόψε είναι η Ελένη. Που έκανε δυο παιδιά και δοκίμασε ένα σωρό πίκρες. Που ταξίδευε και επέστρεφε και κυλούσαν τα χρόνια κάτω από τα πόδια της σαν τα νερά του Απριλίου. Η Ελένη του Αγίου Παύλου, της Καλλιθέας και των Πατησίων, του Αγρινίου και του Αιτωλικού, η Ελένη του τρίτου και του υπογείου και η Ελένη του ηλεκτρικού, φορτωμένη ψώνια, ιερή και ωραία, η λέξη που λείπει από το ποίημα, εκεί έξω. Η Ελένη, με χείλη βυσσινιά ένα καλοκαίρι, κερί λιωμένο πια και τίποτε. Η Ελένη του 120 που παραμένει εμπύρετη και μες στον πανικό της θυμάται ονόματα, καλεί κοντά της φίλους παλιούς που αγάπησε βαθιά και το κουράγιο της  λιγοστεύει. Η Ελένη  με ένα ύφος όλο ευγνωμοσύνη, μια φύση νεκρή, δίχως ανθρώπινη χροιά. 

Πέρασαν χρόνια Ελένη και μάθε πως τίποτε δεν άλλαξε. Τα χρόνια ακόμη περνούν Ελένη, οι άνθρωποι ανοιγοκλείνουν τα παράθυρα γυρεύοντας μια θέα, τα παιδιά ακόμη γεννιούνται και οι μέρες κυκλοφορούν πάνω στις μοτοσικλέτες. Εμείς εδώ Ελένη, όλο γερνάμε. Μόνο εσύ λείπεις.

✳︎

©Απόστολος Θηβαίος

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→

φωτο: Στράτος Φουντούλης