Ολυμπία Θεοδοσίου, Ανέμης νήματα ―εκδόσεις Γραφή
ΘΕΛΩ ΝΑ ΚΌΨΩ ένα κομμάτι από τον ήλιο, κατά προτίμηση το πάνω δεξιά -όπως τον κοιτάζω εγώ-. Η αζάρωτη σάρκα μου πεινά για πληγές και προπατορικά αμαρτήματα, θέλει να ερωτοτροπήσει με τέρατα μυθικά, ξεριζωμένα από την κοιλιά της Κίρκης. Εγώ σε εμβρυακή στάση ακούω γουρούνια να σκούζουν, έτσι απομνημονεύω την πρώτη μου λέξη -Πρέπει-. Αρχίζω και χτυπιέμαι μέσα στη ρώγα του σταφυλιού, στην οποία κατοικώ εδώ και εννέα μήνες. Ο ποταμός που με ταξιδεύει στο κατόπι του χρόνου θεριεύει και με εξορίζει από το σεληνιακό τοπίο της μητέρας μου. Βρίσκομαι επιτέλους ελεύθερη σε έναν φυλακισμένο κόσμο. Η ώρα είναι δύο το μεσημέρι, κάνω τα πρώτα μου βήματα στο πρωτόπλαστο ικρίωμα. Μια θηλιά αχνοφαίνεται -για να μην σας λέω ψέματα, ο κύκλιος λογισμός ήδη έρπει στον ανοιξιάτικο λαιμό μου-.
*
ΕΙΝΑΙ ΚΥΡΙΑΚΉ, φορώ επάνω μου χελιδόνια, κοιτάζομαι στον καθρέφτη, δεν μ’ αρέσει αυτό που αντικρίζω, καταπίνω την κόρα της σκέψης μου, η συνείδηση πονά. Είμαι αδέξια ζωγράφος, είμαι ένας κύκλος που διεκπεραιώνει τον ρόλο του, είμαι ένα νεανικό γρανάζι πολλά υποσχόμενο, έχω το βλέμμα αγκυροβολημένο στον κάτω κόσμο. Πρέπει να πάω στη γιορτή, είναι Κυριακή βλέπεις. Προβάρω τα λόγια μου, η γλώσσα πάντα μπλέκεται στο δίχτυ της αμηχανίας. Σκέφτομαι να απομνημονεύσω έτοιμες εκφράσεις, ανοίγω ένα βιβλίο της Αλεχάντρα Πισαρνίκ, αποστηθίζω το εξής: «no soy de este mundo…Yo habito con frenesí la luna»[1] Για να γίνω πιο πιστευτή χαράζω τα λόγια στη σάρκα μου. Τα χελιδόνια με εγκαταλείπουν σαν ανεπιθύμητο βρέφος στα χέρια του χειμώνα. Φτάνω στη γιορτή, δεν κουμπώνω με τα υπόλοιπα ένσαρκα μεγέθη, κάθομαι στο καταφύγιο μιας οξείας γωνίας και παρακολουθώ τους παροπλισμένους φίλους μου. Εμφανίζεται η Αλεχάντρα Πισαρνίκ, κουβεντιάζουμε για αυτοχειρίες.
*
ΜΕΡΑ ΑΓΝΩΣΤΗ στο επίγειο ημερολόγιό μου. Έξω βρέχει, παρατηρώ τις στάλες να κυλούν πάνω στις σαρκικές ατέλειες των περαστικών και να γλείφουν με μανία το άκαυστο πάθος των θνητών. Εκείνοι τρέχουν να προλάβουν το μηδέν, οι υπόλοιποι αριθμοί ταξιδεύουν μέσα τους. Μόνοι εκμηδενίζουν τον εαυτό τους -Στιγμιαία παρατήρηση-. Το βλέμμα στη ζωή, το σώμα σε καλούπι. Στα δάχτυλα των χεριών ακροπατά μια κίτρινη πεταλούδα. Κάποιες στιγμές σταματά τον νοερό λεκτικό σκοπό της, προσποιείται πως θα πετάξει, τελικά δεν φεύγει, μένει στη φωλιά των χεριών μου. Δεν την αφήνω να με φιλήσει, είμαι δέντρο αιωνόβιο. Μακάρι να ταξίδευε στο Νησί του Πάσχα, να ερωτευόταν ένα Μοάι, εκείνα κρύβουν μέσα τους αύρα θεϊκή, κι εγώ λιπόσαρκα κοράκια. Η βροχή συνεχίζει να πέφτει ακατάπαυστα. Η πεταλούδα κουρνιάζει στο κοίλο μέρος των δαχτύλων μου, ανάμεσα στον δείκτη και τον μέσο, μάλλον εκεί θα βγάλει τη νύχτα. Έκτοπη κύηση. Κάνω ησυχία, αφουγκράζομαι τα αγριόχορτα που σιμώνουν την υγρή μου γλώσσα. Μακάρι να ήμουν Μοάι, ένα άγαλμα ορφανό από μοίρα. Τραβώ την κουρτίνα και υποκύπτω στο πέταγμα της πεταλούδας.
*
ΜΠΑΡ, Η ΜΟΥΣΙΚΉ ΠΑΡΑΠΑΤΑ, ο φωτισμός σε κωματώδη κατάσταση, το αλκοόλ πίνει τον άνθρωπο κι εκείνος κάνει Χούλα Χουπ με τα δαχτυλίδια από τους καπνούς των τσιγάρων. Ο αέρας σε αμηχανία και δύο ψυχές πάνω σε ένα γεφύρι ετοιμάζονται για ολονύκτια ηλεκτροπληξία.
–Δύσκολο το ταίριασμα των χρωμάτων, έχουν γωνίες που βγάζουν σε γκρεμούς.
– Διαφωνώ, το χρώμα είναι γέννηση και κάθε αρχή βρίσκει το σώμα που της ταιριάζει.
– Δεν έχεις βιώσει τότε αποτυχημένη εγκυμοσύνη, εκεί τα κόκκαλα γίνονται χώμα.
– Έχω βιώσει αποτυχημένη ζωή, γι’ αυτό εφηύρα την ωριαία άνοιξη.
– Μπορούμε να τη ζήσουμε απόψε;
Απόσταγμα πύρινων κορμιών, σε πλήρη έξαρση ο ομότεχνος έρωτας.
_________________
[1] Εγώ δεν είμαι από αυτόν τον κόσμο…Εγώ κατοικώ με τρέλα το φεγγάρι.
©Ολυμπία Θεοδοσίου

Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.