Ανταποκρίσεις Απόστολου Θηβαίου: Λόουν Ρέιντζερ

Μια ιστορία με αγαλματίδια, βραβεύσεις και διαψεύσεις, μια ιστορία για τη φαντασία και τη μισθωτή την εργασία που δεν απελευθερώνει. Μια ανταπόκριση πικρή.

«Θα τιμωρηθεί παραδειγματικά», δήλωσε δίχως περιθώρια αντίλογου ο κύριος Διευθυντής. Έτσι τον φωνάζανε, μήτε Γιώργη ή κύριο Γιώργο, μα κύριο Διευθυντή. Και έτσι το μεσημέρι το διοικητικό συμβούλιο τον δέχθηκε και του ‘δωσε την ευκαιρία να εκφέρει τους ισχυρισμούς του, μια δικαιολογία βρε αδερφέ για το ατόπημα του. Η αλήθεια είναι πως είχε τρυπώσει στο αποθηκάκι των προμηθειών και είχε αποκοιμηθεί. Δεν τον αναζήτησε κανείς, μα όταν η κυρία Βέρα, υπεύθυνη προμηθειών, έσπευσε να πάρει ένα κουτί με στυλό διαρκείας – πάντα ο χρόνος –  , ρωτώντας στο κενό πού πάνε και χάνονται όλα αυτά τα στυλό, καινούρια και ωραία, με το μελάνι τους ολοζώντανο τον είδε και έβαλε τις φωνές, καθώς υπέθεσε πως ο νεαρός είχε πέσει θύμα κάποιας αιφνίδιας νόσου και τώρα έμενε η υποχρέωση του καθενός να ανακατευτεί με την υπόθεση του θανάτου. Σωριάστηκε χάμω και τότε ο επιστάτης έτρεξε κοντά της, φωνάζοντας με απόγνωση, «κυρία Βέρα, κυρία Βέρα», σέρνοντας το ξύλινο ποδάρι του. Είδε και αυτός τον νεαρό που ‘χε τώρα μισοξυπνήσει και  καταλάβαινε τι σήμαιναν οι κραυγές, τα ουρλιαχτά, η γενικότερη αναστάτωση. Μόνον σαν έκανε την εμφάνισή του ο κύριος Διευθυντής, βάλθηκε να σηκωθεί  και να σουλουπώσει κάπως το δανεικό του το κοστουμάκι. Ο κύριος Διευθυντής του ‘ριξε μια ματιά υποτιμητική πέρα ως πέρα και υπαγόρευσε στη γραμματέα του που πάντα τον συνόδευε σαν πιστός στρατιώτης, δυο τρεις λέξεις. Έπειτα έφυγε γρήγορα και στάθηκε μονάχα για ένα λεπτό σε κάποια απόσταση. «Στις δύο στο γραφείο μου, για να ακούσουμε τα επιχειρήματά σας κύριε. Να ιδούμε τι έχει να πει κάποιος που αποκοιμήθηκε, άκουσον, άκουσον, εν ώρα καθήκοντος. Στις δύο, όχι αργότερα αγαπητέ μου, θα είναι αργά τότε, πολύ αργά.»

Ώστε πάει, αυτό ήταν. Πάλι θα πρέπει να αρχίσει τα τηλέφωνα, τα παρακάλια. «Δεν θα βρείτε πιο πιστό και υπεύθυνο εργαζόμενο», «πάρτε με και δεν θα το μετανιώσετε», «Η εργασία απελευθερώνει» και άλλα τέτοια, άλλα πετυχημένα και άλλα γραφικά και ανυπόστατα. Μα ο νεαρός είχε κιόλας βαλθεί να φέρει στο νου του ένα σορό επιχειρήματα για το σημερινό του ατόπημα. Ήταν σοφότερο κάτι τέτοιο να συλλογιστεί. Σουλουπώθηκε μια στάλα και βγήκε στην σάλα. Πέρασε εμπρός από τον κύριο Διευθυντή που επέβλεπε τις συνθήκες της εργασίας, μα κυρίως την προσήλωση των εργαζομένων στον σκοπό τους. Συλλογίστηκε το καμαράκι του, το όνειρό του που κανείς δεν μπορούσε να το πειράξει, το γράμμα στη μάνα που έλεγε πόσο καλά και πετυχημένα τώρα πια ζει κάπου στην πόλη. Πού να τις πει για τις μακριές νύχτες, για την παγωνιά του πρωινού και για τις χαμένες ευκαιρίες. Θα την πίκραινε και εκείνος ήθελε μονάχα με θαυμασμό να μιλάνε οι γειτόνισσες για τον γιο της, για το καμάρι της που τράβηξε μες στους χάρτες γυρεύοντας την τύχη του. Και τα κατάφερε, τους έλεγε η μάνα του και εκείνες σταυροκοπιούνταν και έλεγαν πως μια μέρα θα γίνει αληθινά σπουδαίος. Και έπειτα απαριθμούσαν τα κοριτσόπουλα της γειτονιάς, την Λιλίκα, την Μαιρούλα, την Αλκμήνη, την Φαίη, όλα τους της παντρειάς , χρυσά κορίτσια που θα τ’αγαπούσε ο καθένας. Μα εκείνος δεν νοιάζεται, τα βρίσκει όλα αυτά κομματάκι αστεία. Ωστόσο θα  πρέπει να τ’ανεχτεί για λογαριασμό της μάνας του.

Και πώς να βρει και εκείνος μια Μαιρούλα ή μια Φαίη, έτσι άτυχος που είναι κύριε Διευθυντά; Πώς να κάνει της μάνας του το κέφι, έτσι που ‘ρθανε τα πράγματα και η κυρία Βέρα τον βρήκε στο αποθηκάκι να αποκοιμιέται, πλάι στο όνειρό του; Και τώρα, στις δύο θα πρέπει να απολογηθεί ενώπιον του διοικητικού συμβουλίου, να βρει μια δικαιολογία για τον εαυτό του. Ίσως τους πει για το συστρεφόμενο τέρας του ύπνου που τον καταδίωκε από το πρωί και τον έβαλε στη γωνιά και τον καταβύθισε στο όνειρο του το περασμένο. Ίσως τα βρούνε όλα αυτά κάπως τραβηγμένα μα ενδέχεται να συγκινηθούν, με το ύφος ενός νέου που κοπιάζει και που δικαιούται μια δεύτερη ευκαιρία. Και αν δεν πειστούν μήτε με αυτά, τότε θα επιστρατεύσει το ανώφελο της ζωής που περνάει και κυλάει και ξοδεύεται αλόγιστα μες σε εκείνο το ελάχιστο που κρατάει η νιότη. Και αν δεν πειστούν μήτε με αυτά;

Ε, τότε θα τους πει όλη την αλήθεια. Πως, δηλαδή, χθες το βράδυ αφού παρακολούθησε στην τηλεόραση κάποια σπουδαία βράβευση, είδε στον ύπνο του πως η τύχη του χαμογελούσε. Και πως εκείνος υπήρξε ο ευτυχής πρωταγωνιστής, ο νέος και ο ωραίος και ο φέρελπις που σάρωσε τα βραβεία. Θα τους πει πως όλοι οι φωτογράφοι – στ’όνειρό του πάντα, μην τον πάρουν και για τρελό- στέκονταν εμπρός του και του ζητούσαν μια κάποια πόζα, μια έξυπνη δήλωση. Τον φώναζαν με το όνομά του και εκείνος όλο γυρνούσε, μοιράζοντας χαμόγελα και γοητευτικές ματιές, σαν αυτές που κάνουν τις καρδιές των κοριτσιών να βουρκώνουν. Τον συνοδεύανε, λέει, στάρλετ με άφταστα, πλαστικά χείλη και μεγεθυμένα στήθη, κορίτσια που δεν πεθαίνουν ποτέ και κουβαλάνε με το ζόρι τα φορέματά τους.  Και η ζωή του που μέχρι τότε του’ χε φερθεί με τόσο μίσος, άλλαξε για πάντα. Και παράτησε το κιούρτο και το κουπί που λένε τα επιγράμματα, διασκεδάζοντας τη ζωή του όσο το μπορούσε.

Στο τέλος εκείνου του διαδρόμου, κύριε Διευθυντά με πρόσμενε το ολόχρυσο βραβείο μου. Και θα το είχα πάρει στα χέρια μου, αν δεν χτυπούσε τ’αναθεματισμένο το ξυπνητήρι που περιμένω εδώ και τόσα χρόνια να μετανιώσει μα εκείνο με πειθαρχία γερμανική δεν αφήνει να περάσει μήτε ένα λεπτό. Και όλο χτυπάει κύριε Διευθυντά, όλο χτυπάει χαρούμενα κλείνοντας οριστικά την πόρτα στην άλλη πλευρά. Θα το ‘χα κάνει δικό μου εκείνο το βραβείο, ωστόσο δεν τα κατάφερα, δεν τα κατάφερα.

Πάνε μέρες από τότε. Ο κύριος Διευθυντής δεν του χαρίστηκε. Και με συνοπτικές διαδικασίες πέρασε από το λογιστήριο και έκλεισε τους λογαριασμούς του. Δεν λυπήθηκε ούτε στάλα. Το μόνο που ήθελε ήταν να πάρει και αυτός ένα μεγάλο βραβείο, κάτι να καταφέρει μες σε τούτο το αθόρυβο το πέρασμα του καιρού. Μα είναι ασήκωτος ο χειρόμυλος του κόσμου και πώς να τον γυρίσει κανείς;

Κοιτάζει το ράφι το αγαλματίδιο των Όσκαρ που αγόρασε για δέκα ευρώ στο παζάρι. Είναι μια φριχτή απομίμηση, όμως εκείνου του κάνει. Το κοιτάζει και εκείνο ακίνητο προς πάση φαντασία δείχνει κατάλληλο. Αποκοιμιέται και το πλήθος τον επευφημεί και ώσπου να φτάσει σε εκείνο το βάθρο, ώσπου να φθάσει κάπου όλος ο καιρός έχει ξοδευτεί και στα μαλλιά του πέφτει πια μπόλικο το χιόνι. Και αποκοιμιέται και από την αρχή νύμφες Αμαδρυάδες τον συνοδεύουν στον δρόμο για την επιτυχία.

Μα πάνε αυτά. Τώρα πια είναι ένας Λόουν Ρέιντζερ σαν εκείνες τις φιγούρες που στήνουν στα αποσπάσματα του κόσμου. Ένας Λόουν Ρέιντζερ, με τ’άστρο του και τα σιρίτια και τον συλλογισμό του ολομόναχο μες στον κόσμο της απαράμιλλης της φαντασίας. Και το διαμερισματάκι του στον επάνω όροφο, έρημο και σκοτεινό και εκείνο. Είναι ένας μικρός πρίγκηπας δίχως το λουλούδι του.

Πάνε αυτά τώρα και μαζί, εκείνο το όνειρό του που ξέφτισε. Δεν θα μπορέσει να γίνει μες στο σύντομο βίο του «ένας υπάλληλος για Όσκαρ», μόνο ένας νέος άτυχος , με τα χρόνια του τα καλύτερα στοιβαγμένα ανάμεσα σε στυλό διαρκείας και λογιών προμήθειες κάπου εκεί, στο αποθηκάκι της κυρίας Βέρας. Που για να μην ανησυχείτε, συνήλθε με λίγο άρωμα και τώρα καταβροχθίζει ένα φτηνό γλυκό, ρυθμίζοντας το σάκχαρο του κόσμου.

✳︎

©Απόστολος Θηβαίος

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→

φωτο: Στράτος Φουντούλης