Έργο των καιρών
που έκπτωτοι
κηρύχθηκαν
[Σκηνικό λιτού μα περικλεούς μεγάρου, κάπου στα πέριξ της πόλεως, κανείς δεν θυμάται πια ακριβείς διευθύνσεις και τα ρέστα. Στην είσοδο χαγιάτι ανήλιαγο και ο φύλακας, ένας γέρος με περιβολή στρατιωτική ενός άλλου καιρού. Κοιμάται και ονειρεύεται πως ήταν λέει η Βάρκιζα ψέμα. Το προαύλιο διαθέτει ακριβά, τι ακριβά δηλαδή πανάκριβα τροχοφόρα και ένα δυο δεντράκια, έτσι για την πόζα και τον ίσκιο όταν καταφτάνουν οι άνθρωποι του τύπου. Να νοιάζεσαι λέει για το περιβάλλον σημαίνει, να επενδύεις σε πανάκριβα οχήματα και τις Κυριακές, πάντα τις Κυριακές να φτυαρίζεις χαμογελαστός. Για αυτό γυμναζόσουν μια ζωή, για την ώρα που θα ανοίξεις το λάκκο σου. Για το δεντράκι σου, τι νόμιζες δηλαδή πως εννοώ; Ο επισκέπτης προχωρεί, μοιάζει εντυπωσιασμένος, σαν κάποιον που συναντά τα απομεινάρια του πολιτισμού ενός άλλου καιρού που πέρασε ανεπιστρεπτί και χάθηκε από το προσκήνιο ασκαρδαμυκτί και ούτω καθ’εξής ώσπου να συμπληρώσει το φωνήεν η τρομερή κατάληξης -ισμός που σημαίνει δόγμα και τα λοιπά και τα λοιπά.
Τόπους τόπους σε ιδιωτικά γραφεία με ένα δειλό φως συζητούν μερικοί μα μόνον ο ψίθυρος φτάνει πια μες στην ιστορία από εκείνο που σήμερα λέμε “η εποχή τους”. Ο επισκέπτης προχωρεί, σε μια ευρύχωρη εσοχή, κάτω από μια αναπαράσταση της μάχης των Δερβενακίων, μια ορχήστρα σκέτη αιωνιότητα περιμένει το πρόσταγμα. Ο μαέστρος καπνίζει αράθυμα, κάθε τόσο πιάνει ο ένας το ακόρντο, μπαίνουν και οι άλλοι, ο μαέστρος τους αγριοκοιτάζει. Δεν σας είπα μωρέ, πρέπει να ‘μαστε συγχρονισμένοι με τον διασκεδαστή. Άντε πάλι! Ρε δεν είπαμε θα’ναι ένας που θα σκίσει το χοντρό βιβλίο. Κάτι σαν Κουταλιανός, ρε Μίμη πιάσε ένα λα. Από παντού ακούγεται μια κακοκουρδισμένη μελωδία, ο μαέστρος το ευχαριστιέται και με ένα νεύμα τους σταματά. Απομακρύνεται από την ορχήστρα, μια εκπομπή τύπου “σαν σήμερα” ή “μεγάλες επέτειοι” ακούγεται από τα παλιά, συρμάτινα ηχεία. Τι τσίγκος είναι εκείνος μάνα μου, σαν να τρίβεις δυο λαμαρίνες τέτοιο πράγμα. Ο επισκέπτης ανοίγει την πόρτα, λιτό γραφείο, μοναχικό και ένας γραφιάς με σκούρο σακάκι, πουκάμισο, γραβάτα και τα ρέστα και από κάτω τζιν τύπου σωλήνα, σκέτο επίγραμμα για τη δεκαετία του 1980, τίποτε λιγότερο.]
Υπάλληλος: Τον πρόεδρο τι τον θέτε; (κοιτάζει όλο περιέργεια και ανασφάλεια τον επισκέπτη) Τον εξέρεις ή θέλεις να τον γνωρίσεις;
Επισκέπτης: Έρχομαι ως απεσταλμένος του κυριακάτικου ένθετου. Είμαι συντάκτης, μου’παν να ‘ρθω να δω τον πρόεδρο, λόγω της ημέρας.
Υπάλληλος: Τι έχει η μέρα;
Επισκέπτης: Δεν ξέρετε;
Υπάλληλος: Γιατί, εσείς ξέρετε;
Επισκέπτης: Από εσάς κάτι παραπάνω πάντως.
Υπάλληλος: Κάνεις πνεύμα ρε;
Επισκέπτης: Εγώ να δω τον πρόεδρο θέλω και αν θέτε και εσείς, καλέστε τον προϊστάμενό μου να σας τα πει ο ίδιος. Με το νι και με το σίγμα.
Υπάλληλος: Πώς μιλεί δίχως φωνήεντα; Περίεργος είσαι ρε φίλε.
Επισκέπτης: Που λέει ο λόγος βρε αδερφέ.
Υπάλληλος: Άλλος πάλι και αυτός. Πολλοί δεν μαζευτήκαμε μεσημέρι πράγμα;
Επισκέπτης: Συνήθως έχετε μοναξιές;
Υπάλληλος: Όχι, καθόλου. Ίσα ίσα που δεν βαριέσαι εδώ χάμω.
Επισκέπτης: Ωραία, και τώρα που τα είπαμε, θα με πας στον πρόεδρο να χαρείς;
Υπάλληλος: Τώρα που γνωριστήκαμε, ναι, βεβαίως. Ακολούθησε με. (σε κάποιον άλλον) Ρε Γιακουμή, πεθάναμε εδώ κάτω, βάλε κάτι να λαλάει και η μουσική αρχίζει. Άσμα πρώτο, “Ο Κουταλιανός”. Ο υπάλληλος το τραγουδάει και φέρνει και δυο στροφές και μερακλώνει, αχ μάνα μου Ελλάς!)
Μόνο κοίτα να δεις, άμα σε ρωτήσουν ποιος σε έστειλε άστα τα ένθετα, τα σύνθετα και τα τοιαύτα.
Επισκέπτης: Και τι να πω;
Υπάλληλος: Πες πως “ ήρθε η ώρα”. Τους συμπαθούν πολύ αυτούς που λένε την έκφραση αυτή και τους σέβονται. Το θυμάσαι, έτσι;
Επισκέπτης: Ναι, πώς!
Υπάλληλος: Και τα όργανα, άμα σε ρωτήσουν, “ζει ο βασιλιάς;” μην ξεχαστείς και γενείς και εσύ της θαλάσσης δέος και βορά. Να πεις, “ζει” και να κινήσεις αμέσως. Εμπρός σου θα σε περιμένει ο αρχηγός.
Επισκέπτης: Ευχαριστώ αδερφέ μου, ευχαριστώ!
(Κάτω ακούγονται γέλια και από τα ηχεία κάποιος λέει “ο επόμενος διά το σκίσιμο του ογκώδους συγγράμματος”. Μα ο επισκέπτης έχει το νου του μην τύχει και κάνει κανένα λάθος και τον καταπιεί το μαύρο το κύμα που κανέναν δεν συγχωρεί και κανέναν δεν θυμάται. Όλα γίνονται καθώς πρέπει και τώρα ανοίγει την πόρτα του αρχηγού. Μέσα στο δωμάτιο κανείς, τ’ανοιχτό παράθυρο, κάτι χαρτιά που πετούν τριγύρω σε στυλ Σίλβια Πλαθ και τ’ανοιχτό τρανζίστορ. Παίζει αθλητικά. “Παναργιακός – Παμβοχαϊκός σημειώσατε Χ, Αργοναύτης – Πέλοπας διπλό καραμπινάτο, Αθίκια – Εξαμίλια, ντέρμπι κορυφής, διεκόπη και όλοι οι ποδοσφαιρισταί αγνοούνται”.
Επισκέπτης: Αρχηγέ; Αρχηγέ;
(Στης πόρτας το καφασωτό βρίσκει το σημείωμα. Καρφωμένο με ένα μικρό τόσο δα στιλέτο. “Διά επείγοντα ζητήματα και κρίσιμες αποφάσεις για το μέλλον της χώρας αναζητήστε τον αρχηγό στο…. Σε περίπτωση απουσίας, καλέστε τον κύριο Θωμά στο κάτωθι. Και αν μήτε με αυτόν σταθείτε τυχεροί, κατεβείτε κάτω και πηγαίνετε στο περίπτερο. Πείτε το συνθηματικό “χανόμαστε” μην περιμένετε απόκριση. Ο περιπτεράς θα σας εξυπηρετήσει, του ‘χουν δείξει τι κάνει ο αρχηγός και για κάτι έκτακτες περιστάσεις μια χαρά τον παίζει τον ρόλο. Παρακαλώ κλειδώστε πριν φύγετε και μην σας δει κανείς διότι τότε θα σας πάρει για αρχηγό και θα σας ζητήσει τα δεδουλευμένα. Ρωτήστε και τους άλλους που λακίσανε, τι εφιάλτες δοκιμάζουν κάθε νύχτα ίσαμε την Αυγή.”
Ο επισκέπτης αυτοσχεδίασε, κράτησε ολίγες σημειώσεις, του φάνηκαν όλα πολύ αστεία , μερικά χαμένα χρόνια δαπανήσαμε εδώ μέσα, για φαντάσου, σκέφτηκε.
Ο επισκέπτης τώρα στο αντικρινό περίπτερο. Δίνει την ανταπόκρισή του.
Επισκέπτης (σε ανταπόκριση, ρετρό) : “Τι να σου πω ρε φίλε; Εδώ δεν δουλεύει τίποτε, μέχρι και οι άνθρωποι χαλάσανε. Σαν να λήξανε ξαφνικά όλα εκείνα τα ωραία και τα νόστιμα και μυρίζει παντού ψοφίμι. Ο αρχηγός; Αυτός να δεις! Τέλος πάντων, αυτοί δεν ξεμένουν από αρχηγό. Είναι ικανοί να βάλουν όλοι υποψηφιότητα για να έχουν ένα επιχείρημα στο τέλος. Για φαντάσου, να πιστεύεις τέτοιους ανθρώπους φίλε μου. Λοιπόν, αυτά τα ολίγα στείλε. Τ’άλλα θα τα φτιάξω εγώ, θα βάλω και κάτι ωραίες λήψεις που τράβηξα. Θ’αργήσω, μην με περιμένεις. Έφαγα πολύ και θα πάω με τα πόδια ως το γραφείο, μπας και μου φύγει ετούτο το βάρος που ‘χω και με κάνει δυστυχισμένο. Ποιος είναι ο αρχηγός; Α, δεν το ξέρεις; Δεν έχουν αρχηγό, παίζουν παγκότερμα, γιούργια, όλοι μέσα και ο καθείς μονάχος του. Ένα τρανζίστορ έχουν όλο και όλο, σαν άγαλμα δίχως έρωτα. Όπως στα λέω φίλε μου. Ναι, και μια ορχήστρα πεθαμένη, ναι, πεθαμένη. Θα σου πω ρε από κοντά, στείλε αυτά μην σου πω καμιά κουβέντα. Α, σ’αρέσω όταν γίνομαι έτσι; Εσύ δεν τρώγεσαι!”
Κλείνει το τηλέφωνο, περνάνε κάτι σειρήνες, ο κόσμος χαλάει. Ένας κούκλος, σκέτος αρχηγός ποζάρει απέναντι στο πάρκο. Σιγανά στη σκηνή εμφανίζονται κάτι μουσικάντηδες απροσδιόριστης ηλικίας, σαν βροχές και πιάνουν ένα κλασσικό κομμάτι , κάτι σε μινόρε με όλη τη δόξα του ανθρώπου ποτισμένο. Και κάτω από το φόντο των κλαρίνων και του βιολιού που ουρλιάζει ποζάρει ο αρχηγός και με τερτίπι της τέχνης της προοπτικής, παριστάνει πως συγκρατεί τον Παρθενώνα πάνω στην παλάμη του. Κάτι περαστικοί τον χειροκροτούν και του αφήνουν κάτι λιανά να ‘χει να πορεύεται μες στην τρομερή περιπέτεια των ημερών. Σκοτάδι στη σκηνή αργό και τα τραγούδια με το μπουζούκι, τ’αδέξια παιγμένα δίνουν τον ρυθμό και κάνουν κάπως υποφερτή τούτη την εθνική μας μελαγχολία. Ο αρχηγός ξεμακραίνει μες στο σκοτάδι ως υπαινιγμός ετούτη τη φορά και σαν σκιά. Στη στερνή του πόζα κοιτάζει προς το μέλλον με έναν τρόμο που όμοιό του δεν έχετε ποτέ σας συναντήσει.
Εν τω μεταξύ, λίγο σκοτάδι ακόμη να πέσει θα πει κανείς πως καμιά παράσταση δεν γίνηκε εδώ, πως κανένα θέατρο δεν υπήρξε ποτέ. Και όμως.}
*
©Απόστολος Θηβαίος
Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→
φωτο: Στράτος Φουντούλης
❀

Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.