Νίκος Ι. Τζώρτζης: Απορριμμματοtherapy, A’

(Να ζήσεις 24 ώρες χωρίς το είδος πρώτης ανάγκης)*

Ήθελα μόνο σήμερα, μονάχα για μια μέρα,
μόνο μια μέρα δίχως του – χωρίς καν να τ’ αγγίξω.

(Ήθελες μόνο σήμερα, μονάχα ν’ αποφύγεις
τόσες χιλιάδες χρήσεις του, τόσες πολλές μορφές του.)

Ήθελα μόνο σήμερα, μονάχα για μια μέρα·
μια μέρα δίχως πλαστικό – χωρίς καν να τ’ αγγίξω.

***

Μ’ αυτές τις σκέψεις ξύπνησα…

Μ’ αυτές τις σκέψεις κάθισα στου κρεβατιού την άκρη
κι όπως βιαζόμουν πάτησα στο πλαστικό χαλάκι.

(Κι όπως σφιγγόσουν πάτησες στο πλαστικό χαλάκι·
τόσο νερό τι το ’θελες μέσα στη μαύρη νύχτα; )

Κι ύστερα βρέθηκα μπροστά στο πόμολο του μπάνιου
(κι ύστερα πέτρωσες μπροστά στο πόμολο του μπάνιου),

πόμολο γκρίζο στρογγυλό, γκρίζας κλεισμένης πόρτας,
όλο ντυμένο πλαστικό – δεν τ’ άγγιξα καθόλου·

δεν τ’ άγγιξα, μα φώναξα: καλή μου, θα μπορέσεις; …
Και μπόρεσε.

***

Υγρά σαπούνια σήμερα, πομάδες, ξυραφάκια,
κολόνιες κι αποσμητικά περίμεναν ματαίως.

Άνοιξα για τα δόντια μου (πες: τα σφραγίσματά σου )
μιαν οδοντόβουρτσα μπαμπού με τρίχες άγριου χοίρου,

μάσησα βόλους άνθρακα, γκρίζους με γεύση μέντας
(Γκρίζο κι αυτό που ξέπλυνες – μα δεν σ’ ανατριχιάζει;),

καθάρισα τα χέρια μου με πράσινο σαπούνι,
ξυρίστηκα βαθιά, βαθιά μ’ ατσάλινο ξυράφι

κι έβαλα για αποσμητικό σε κάθε μου μασχάλη
λαδάκι τεϊόδεντρου που ανάμιξα με σόδα.

(Λαδάκι τεϊόδεντρου … σε κάποιο μπλόγκ θα το δες·
μακάρι να το μύριζες προτού πας να το βάλεις… )

Τη δεύτερη παράβαση – να κάτσω στη λεκάνη –
ας μην τη λάβει πια κανείς υπ’ όψιν του για λόγους…

***

Χωρίς βιασύνη μ’ έντυσα (ξεκόλλα απ’ το χαλάκι)
με μποξεράκι μάλλινο, βαμβακερή φανέλα,

με μπλε παπούτσια πάνινα, κι ολόμαλλα καλτσάκια·
όσο για το καινούργιο μου γαλάζιο παντελόνι,

το ταμπελάκι δήλωνε πως είν’ από βαμβάκι,
πλην ετικέτας και κλωστής, και φερμουάρ βεβαίως·

πλην ετικέτας που ’κοψα με το μικρό σουγιά μου
(μαζί μ’ ένα σου δάχτυλο, τον λιχανό ή τον μέσο;),

μαζί με τον αντίχειρα, και μάτωσα τα πάντα.
(Απέφυγες τα χάνζαπλαστ, τα πλαστικά τσιρότα

κι έβαλες – είναι δυνατόν; – μια κάποια οικο-ταινία·
μιαν αυτοκόλλητη θαρρώ, λευκή χαρτοταινία.)

***

Κούμπωσα το καινούργιο μου γαλάζιο παντελόνι
κι αφού δεν ήρθ’ η μπλούζα μου – την είχα παραγγείλει –,

έπρεπε κάτι σαν αυτή να βρω για να φορέσω:
Θέλω το μπλε πουλόβερ σου. Θα μου το ξεχειλώσεις…

Καλή μου, σε παρακαλώ, για χάρη του πλανήτη…
Για χάρη του πλανήτη μας δεν έπιασα το τάμπλετ,

όσο για το τηλέφωνο: κλειστό σ’ ένα ντουλάπι·
δεν διάβασα μηνύματα, δεν είδα καν ποιος πήρε

(κι ένοιωσες ξαφνικά γυμνός κι ελεύθερος συγχρόνως).

***

Με δυο, τρεις τσάντες πάνινες, δυο γυάλινα μπολάκια
κι ένα σακούλι κέρματα πρωί πρωί γεμάτο

(άδειασες και των δυο παιδιών πιο πριν τους κουμπαράδες),
βγήκα για ψώνια νηστικός – ωμές τροφές μονάχα…

Όχι, δεν μπήκα στ’ ασανσέρ, κατέβηκα απ’ τις σκάλες·
χερούλια δεν ακούμπησα, δεν πάτησα κουμπάκια

(μονάχα τ’ απαραίτητα για τη συγκοινωνία )
κι αντί να κάτσω στου μετρό τις πλαστικές καρέκλες

πήρα μαζί το ξύλινο πτυσσόμενο σκαμπό μου
(κανένας δεν σε κοίταξε, στα κινητά τους όλοι ).

***

Έφτασα στο μπακάλικο λιγάκι μουδιασμένος.
Με μια δική μου καθαρή μεταλλική κουτάλα

γέμισα τη μια τσάντα μου κριτσώτικα καρύδια,
χύμα ριγμένα δυστυχώς σε πλαστικό τσουβάλι,

ενώ σε κάθε μήλο τους, σε κάθε πορτοκάλι
είχαν κι ένα αυτοκόλλητο στη φλούδα του βαλμένο

όσο το νύχι μου μικρό (καλά, πες πως δεν το δες).
Φορτώθηκα τα βάρη μου και πήγα στο ταμείο,

χωρίς χαρτονομίσματα, χωρίς καμιά μου κάρτα·
χωρίς για να ακριβολογώ: το πλαστικό μας χρήμα.

***

(Όσοι στεκόταν πίσω σου περίμεναν εσένα,
εσένα πρώτα για να δεις τι κέρματα θα δώσεις

κι ύστερα τον υπάλληλο να τα ξαναμετρήσει…)
Φορτώθηκα τα ψώνια μου και τ’ άβαφο σκαμπό μου,

και μπήκα πάλι στο μετρό για να γυρίσω σπίτι·
σε κάθισμα δεν κάθισα, δεν πάτησα κουμπάκια

κι ανέβηκα σκαλί σκαλί τους τέσσερις ορόφους.
Σπίτι μου ναρκοπέδιο, που να σταθώ, ν’ αγγίξω;

Ποια πλήκτρα και ποια πόμολα, ποιες πρίζες, ποιες εστίες;
Τάχα ποιο καταψύκτη μας, φούρνο μικροκυμάτων,

ποια ράφια και ποια διάφανα συρτάρια ποιου ψυγείου,
και ποιο χθεσινοβράδινο σουφλέ στο ταπεράκι; …

(Αλάργα απ’ τη δερμάτινη μπερζέρα δερματίνης,
αλάργα κι απ’ το ξύλινο τραπέζι μελαμίνης.)

***

Χωρίς τοστάκι σήμερα, χωρίς αυγά μελάτα,
μόνο με φρούτα ανάκατα σε πήλινη γαβάθα,

μόνον ωμούς ξηρούς καρπούς σε γυάλινο μπολάκι.
(Ό,τι θα φας ακούμπα το στο σιδερένιο δίσκο·

και μην ξεχάσεις το νερό να το σουρώσεις πρώτα,
μη φας τα μικροπλαστικά, καθώς τα τρων τα ψάρια.)

***

Χορτάτος πια, ξανάφυγα ή πες: σχεδόν χορτάτος…
και τράβηξα για τ’ όμορφο κατάφυτο παρκάκι.

Πλανήθηκα κοιτάζοντας τα δέντρα, τους ανθρώπους.
Ξάπλωσα μόνος στο γκαζόν, στα ξύλινα παγκάκια,

μ’ ένα παλιό πανόδετο «Παίχτη» του Δοστογιέφσκη·
σώπασα και βυθίστηκα, θαρρείς, έξω απ’ το χρόνο,

αυτόν που λεν τα κινητά, που δείχνουν τα ρολόγια
και που μιμούνται ανακριβώς ο ήλιος κι η σελήνη.

Μέχρι που μ’ έκοψε βαθιά μια βάναυση λιγούρα.
Ήξερα πως κι ήξερα που, που να τη θεραπεύσω…

***

Ζήτησα απ’ τον υπάλληλο να μου φτιαχν’ αν γινόταν
σ’ ένα δικό μου γυάλινο μπολάκι μια σαλάτα·

ρώτησε τον υπεύθυνο και του ’πε πως μπορούσε.
Έφαγα κόβοντας αργά τα τρυφερά της φύλλα…

Μαχαιροπίρουνα μπαμπού, για κάθε τέτοιο γεύμα
και για νερό τ’ ατσάλινο μπουκάλι της καλής μου·

μαχαιροπίρουνα μπαμπού κι ατσάλινο μπουκάλι:
μιαν αλλαγή, θα το ’λεγες – αν γίνονταν συνήθεια·

κι ύστερα να ’κοβα – μπορεί – τις πλαστικές σακούλες,
κι ύστερα ν’ άλλαζα – μπορεί –, τις νάιλον μου φόρμες.

(Κι ύστερα να ’κοβες – μπορείς; – τα πλαστικά μιας χρήσης;
Κι ύστερα να άλλαζες – μπορείς; – τα πιο πολλά σου ρούχα;

Κι ύστερα τι;… )

***

Ύστερα γύρισα ξανά μονάχος μου στο σπίτι.
Όχι, δεν πήρα το μετρό, και τρόμαξα να φτάσω.

Κάθισα πάλι στο σκαμπό, ξανάπιασα τον δίσκο·
τον έβαλα στα πόδια μου για να μπορώ να γράψω

κι έγραψα τα καθέκαστα σ’ ένα παλιό μπλοκάκι,
με το μικρό μου κέδρινο κι άβαφο μολυβάκι.

Πώς θα ’ταν να μη με ένοιωθα μέσω μιας τέτοιας χρήσης·
να μη με ζω μέσω P S, PET, P V C και άλλα;

(Πώς θα ’ταν να μην τα ’νοιωθες μονάχα σαν εχθρούς σου;)

***

Τώρα μονάχα μου ’μενε του Ζήκου μας η βόλτα.
Είχα λουρί βαμβακερό, σακούλες όμως όχι·

όλες τους ήταν πλαστικές, για αυτό και πήρα μέτρα:
μια σπάτουλα μεταλλική, μια πάνινη σακούλα

και μιαν ελπίδα τόση δα μπας και μου τ’ αναβάλλει.
Και το ’κανε! Δεν τα ’κανε, πότισ’ απλώς δυο θάμνους…

Επέστρεψα κατάκοπος και τόσο πεινασμένος,
που τα καρύδια μ’ άφηναν μια κάποια γεύση πίτσας

ή μήπως σουβλακόπιτας… μπορεί και καρμπονάρας·
πες μουσακά που μύριζε… που μύριζε παστίτσιο…

***

Κατόπιν, δίχως ιντερνέτ, χωρίς μικρές οθόνες,
πήγα να κοιμηθώ νωρίς, δεν είχα τι να κάνω.

Θέλεις να παίξουμε χαρτιά; Δεν γίνεται, καλή μου·
δεν είναι τόσο χάρτινα τα τραπουλόχαρτά μας,

ούτε και το ολοκαίνουργιο βιβλίο που μου στείλαν:
«Ζήστε χωρίς το πλαστικό, μαζί μας βήμα βήμα».

(Πες στον εκδότη του λοιπόν ότι το πρώτο βήμα:
είναι να μην το στέλνει πια σε πλαστική σακούλα…)

***

Αντί να πέσω σαν και χθες στο πλαστικό μου στρώμα,
άπλωσα πάνω στο παρκέ κουβέρτες με σεντόνια.

Απέφυγα καλού κακού τα δυο μου μαξιλάρια
και την αυγούλα ξύπνησα σχεδόν παντού πιασμένος·

πιασμένος – μα πανέτοιμος σαν πήγα στο ντουλάπι,
σαν πήρα το τηλέφωνο κι ακούμπησα τα πλήκτρα,

κι ο γαλλικός γουργούρισε ξανά στην καφετιέρα
και μύρισε μες το τεφλόν το τραγανό τοστάκι·

πιασμένος – μα πανέτοιμος σαν άνοιξα την πόρτα,
σαν μπήκα πάλι στ’ ασανσέρ, σαν έφτασα στη στάση

κι έκατσα πάλι στου μετρό την πλαστική καρέκλα
(κανένας δεν σε κοίταξε, στα κινητά τους όλοι ).

✳︎

___________________
*Το ποίημα αναπλάθει ελεύθερα την ιστορία του δημοσιογράφου A. J. Jacobs των New York Times, που αποφάσισε να περάσει μία ολόκληρη μέρα, χωρίς να αγγίζει ή να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε πλαστικό (εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)

✳︎

©Νίκος Ι. Τζώρτζης

φωτο: Στράτος Φουντούλης