Από τις εκδόσεις Gutenberg σε μετάφραση Γιώργου Κεντρωτή
Η υποβαθμισμένη και «σκοτεινή» πλευρά της Ρώμης, κατά τις πρώτες δεκαετίες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, φωτίζεται σε ένα νέο βιβλίο υπό την ιδιαίτερη ματιά του Πιερ Πάολο Παζολίνι (1922-1975) με τον τίτλο «Αλάνια«.
Ο συγγραφέας και κορυφαίος σκηνοθέτης καταγράφει τις περιπέτειες του μικρού Σγουρομάλλη και ζωντανεύει έναν κόσμο που ο ίδιος γνώριζε καλά, αλλά η εξουσία άργησε πολύ ν’ αντιμετωπίσει τα προβλήματα του. Τα αλάνια, οι φτωχοί πιτσιρικάδες που τριγυρνούν σε μικρές ομάδες ή και συμμορίες στα περίχωρα της Ρώμης, παίζοντας, μεταπωλώντας ευτελή αντικείμενα ή διαπράττοντας διάφορες παρανομίες.
Το μυθιστόρημα εκδόθηκε το 1955 και προκάλεσε την αντίδραση ολόκληρου του πολιτικού κόσμου της Ιταλίας για το θέμα και την τολμηρή του γλώσσα. Αρχικά κατασχέθηκε με κυβερνητική εντολή, λίγο αργότερα αποτέλεσε την πρώτη συγγραφική επιτυχία του Παζολίνι.
Απόσπασμα:
[…]« ῎Ε, Μαρτσέ, πρόσεχε, ρὲ Μαρτσέ, πρόσεχε!»
῏Ηταν ἐκεῖνος ὁ πουτανόσπορος ὁ σγουρομάλλης μαζὶ μὲ τοὺς ϕίλους του.Κι ἔτσι ἔσμιξε κι αὐτὸς ἀντάμα μὲ τὴν παρέα τους. Μπῆκαν μαζὶ στὴν ἀποθηκούλα καὶ πῆραν κάμποσα κουτιὰ μὲ γράσο, ἱμάντες τόρνων καὶ κάτι παλιοσίδερα. ῾Ο Μαρτσέλο κουβάλησε σπίτι του κοντὰ ἕνα πενηντόκιλο καὶ πέταξε ὅ,τι εἶχε ϕέρει σὲ μιὰν αὐλίτσα, μὴν τὸ δεῖ μὲ τὴ μία ἡ μάνα του. σπίτι εἶχε νὰ ϕανεῖ ἀπ ᾽τὰ χαράματα, κι ἡ μάνα του τοῦ τὶς ἔβρεξε ἄγρια.
«Ποῦ ἀλήτευες ὅλη μέρα, ρὲ κάθαρμα;» τοῦ φώναζε καθὼς τὸν κοπάναγε.
«Μπάνιο εἶχα πάει νὰ κάνω, μπάνιο», ἔλεγε ὁ Μαρτσέλο, ποὺ ἦταν κομμάτι στραβοχυμένος καὶ ἀδύνατος σὰν ἀκρίδα, κοιτώντας πῶς ν᾽ἀποϕύγει τὰ χτυπήματα. ῎Επειτα ἦρθε ὁ μεγαλύτερος ἀδερϕός του καὶ εἶδε αὐτὰ ποὺ εἶχε ἀϕήσει στὴν αὐλίτσα. «Ρὲ τὸν ἀρχικόπανο», ϕώναξε, «τὰ πράματα πάει τὸ κωλόπαιδο καὶ τὰ βουτάει».
Κι ἔτσι ὁ Μαρτσέλο ξανακατέβηκε στὸ Φερομπεντὸ μὲ τὸν ἀδερϕό του, καὶ τούτη τὴ ϕορὰ σηκώσανε ἀπό ᾽να βαγόνι καλύμματα ἀπὸ καθίσματα αὐτοκινήτου. Κι ἂν ἔπεϕτε σιγὰ σιγὰ τὸ σούρουπο, ὁ ἥλιος ἔκαιγε τώρα περισσότερο, τὸ δὲ Φερομπεντὸ εἶχε κόσμο περισσότερο καὶ ἀπὸ λαϊκὴ γιορτή, ποὺ καλὰ καλὰ δὲν μποροῦσες νὰ κινηθεῖς μισὸ πόντο, ποὺ καλὰ καλὰ δὲν μποροῦσες νὰ κινηθεῖς μισὸ πόντο. Κάθε τόσο ἄκουγες κάποιον νὰ ϕωνάζει «Δρόμο, δρόμο, οἱ Γερμανοί!» γιὰ νὰ τὸ βάλουν ὅλοι οἱ ἄλλοι στὰ πόδια καὶ νὰ τὰ βουτήξει ὅλα μόνος του.
Τὴν ἑπόμενη μέρα ὁ σγουρομάλλης κι ὁ Μαρτσέλο, ποὺ τοὺς καλάρεσε ἡ μπάζα, κατέβηκαν μαζὶ στὴν Κατσάρα, στὴν Κεντρικὴ ᾽αγορά, ποὺ ἦταν κλειστή. ᾽Εκεῖ ὁλόγυρα γυρνοβολοῦσε πλῆθος κόσμου, κι οἱ Γερμανοὶ βολτάριζαν πάνω κάτω πυροβολώντας στὸν ἀέρα.Μὰ πιὸ πολὺ κι ἀπ ᾽τοὺς Γερμανοὺς ἐκεῖνοι ποὺ σ ᾽ἐμπόδιζαν νὰ μπεῖς καὶ ποὺ σοῦ ᾽σπαζαν τ ᾽ἀρχίδια ἦταν οἱ ᾽απάι. 6 Τὸ πλῆθος, ἐντούτοις, ὁλοένα ἀβγάταινε, στριμωχνόταν στὶς καγκελόπορτες, ἀλύχταε, οὔρλιαζε, βλαστημοῦσε. ῞Οταν ξεκίνησε τὸ ντού, ἀκόμα κιἐκεῖνοι οἱ γουρουνιάρηδες ᾽Ιταλοὶ μεμιᾶς ἐξαϕανίστηκαν.Οἱ δρόμοι γύρω ἀπὸ τὴν ᾽αγορὰ ἦταν πήχτρα στὸν κόσμο, ἐνῶ ἡ ᾽αγορά, ἄδεια σὰν νεκροταϕεῖο, βρισκόταν κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο ποὺ τὴν ἔκανε κομμάτια καὶ θρύψαλα. Μὲ τὸ ποὺ ἄνοιξαν οἱ καγκελόπορτες, ἡ ᾽αγορὰ γέμισε μονομιᾶς[…]

Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.