Η Ζ… ήταν πάντα τόσο φοβισμένη. Από μικρή ένιωθε τον φόβο. Φόβος για το να μη μείνει μόνη της, φόβος όταν δεν ήταν μόνη της, φόβος για το κάθε της βήμα, την κάθε της αντάμωση με κάποιον γνωστό και πολύ περισσότερο, με κάποιον άγνωστο. Βυθιζόταν συνέχεια μέσα στον πυρήνα τού φόβου και ταυτόχρονα, φοβόταν μη κάνει το βήμα και βγει από ‘κει. Η ελευθερία έμοιαζε να την φοβίζει περισσότερο κι από τον φόβο. Αν προσπαθούσε να πάει προς την ελευθερία, τα βήματα της γίνονταν ασταθή, αβέβαια – ήταν ένα βρέφος που πάλευε με θεούς και δαίμονες να μάθει να περπατά δίχως βοήθεια από εξωγενείς παράγοντες. Τα πεπραγμένα της, τραγούδια κακοφτιαγμένα, μουσικές γραμμένες λες από άνθρωπο που δεν έχει ιδέα τι είναι ο ήχος – φόβος, πάντα φόβος και αμφιβολία, αμφισβήτηση και αυτοταπείνωση. Όμως υπήρχε κάτι παράξενα οικείο σε αυτή την αβεβαιότητα, σαν η ίδια να την είχε αγκαλιάσει δίχως να το γνωρίζει. Η αληθινή ελευθερία για εκείνη έμοιαζε να μην υπάρχει μέσα στο ρεύμα της ζωής[* ] ή τουλάχιστον, αυτό πίστευε. Βήματα αβέβαια, κινήσεις κοφτές δίχως σιγουριά, βλέμματα αχανή, αγγίγματα γεμάτα με ελπίδα – προδομένη ελπίδα.
Ήταν όμως η ανασφάλεια που την έσπρωχνε προς τον “άλλον”. Προσπαθούσε να κρύψει την αγοραφοβία της πλησιάζοντας τον “άλλον”, ήταν ο φόβος της μοναξιάς που την έκανε πολλές φορές να υποκρίνεται πως ήταν κάποια άλλη, μία σίγουρη, δυνατή ύπαρξη, αλλά στην τελική, ήταν η λανθάνουσα επιθυμία αυτή που κατέρριπτε ταυτόχρονα το ορατό και το ορώντος. Σε τέτοιες στιγμές είναι που δεν ξέρει αν είναι αυτή η ίδια ή κάποια πλασματική εικόνα που έχει δημιουργήσει για τους άλλους. Παγιδευμένη στις προσωπικές της αμφισβητήσεις, δεν μπορούσε να κατανοήσει πως ήταν εν πολλοίς η δημιουργημένη εικόνα των φυσικών περιβαλλόντων μέσα στα οποία γαλουχήθηκε, οι αιτίες γι’ αυτά τα συμπλέγματα ήταν αυτά αλλά και η ίδια ταυτόχρονα. Αλλά, ακόμη κι αν μπορούσε να αντιληφθεί την εικόνα σε ολόκληρη την έκτασή της, πάντα προτιμούσε να την αποβάλλει από τη σκέψη της, να την εξαγνίσει, έτσι, με τον τρόπο αυτό βιώνει τον απόλυτο φόβο σαν μια κάθαρση και τιμωρία μαζί μόνο και μόνο για να μην μπει στη διαδικασία της απόρριψης όλων αυτών των στοιχείων που πλαισιώνουν την ύπαρξη της και να τριγυρνά εντός “πλαισίων” που έχουν τις ρίζες τους σ’ ένα απόμακρο παρελθόν – ο φόβος πάλι λειτουργεί σαν κατασταλτικός παράγοντας: προτιμά να στέκει στη σκοτεινή της γωνία απ’ το να αμφισβητήσει όλα όσα έμαθε σωστά και τα εκλαμβάνει αδιαπραγμάτευτα. Αυτό είναι κάτι που βαθιά μέσα της το γνωρίζει αλλά τελικά είναι πιο εύκολο να το παραδεχτεί στους άλλους παρά στον ίδιο τον εαυτό της.
Σηκώνεται τα πρωινά με μεγάλη δυσκολία. Κινείται στο χώρο δίχως προσανατολισμό. Το σπίτι την πλακώνει, χάνεται στα λίγα τετραγωνικά. Ακόμη και ένας ανεπαίσθητος ήχος, ένα μικρό τρεμούλιασμα της κουρτίνας από το αεράκι που εισδύει από το μισάνοιχτο παράθυρο είναι ικανό να της κόψει την ανάσα. Νιώθει την ανάγκη να βγει έξω… Το κάνει… Σπρώχνει τα βήματά της έξω. Το τοπίο ολόγυρα φαντάζει άχρωμο, άγευστο. Συναντάει γείτονες και τους καλημερίζει με ένα πλαστικό χαμόγελο σιγουριάς. Η πόλη είναι για ‘κείνη ακόμη μεγαλύτερη απ’ ότι είναι στην πραγματικότητα. Μηχανικές κινήσεις, επιτηδευμένα λόγια και πράξεις. Μια ζωή μέσα σε μια άλλη ζωή. Χαρά και λύπη, ρώμη και ατολμία, όλα είναι ίδια πλέον. Ποια είναι η Ζ… ανάμεσα στους άλλους και ποιοι είναι οι άλλοι μέσα στα μάτια και την καρδιά της; Ναι, αν επιζητάς την ελευθερία, οφείλεις να κάνεις τη Θυσία – δεν θα είσαι σίγουρα ποτέ ξανά ο ίδιος, δεν πρέπει όμως να μετουσιώνεσαι σε κάποιον άλλον, κάποιον που δεν γνωρίζεις κι όμως θεωρείς πως αυτός είναι εσύ. Τι παράδοξη έννοια τελικά η ελευθερία, τι αγώνας ατέρμονος η απόκτησή της.
Εδώ θέλω να επισημάνω μια άλλη αλήθεια, μια αλήθεια συλλογική: ο φόβος δεν είναι κάτι που βιώνει μόνο η Ζ…, είναι το συναίσθημα που βιώνουμε όλοι μας, το βιώνουμε από τη πρώτη στιγμή που εγκαταλείπουμε τη μήτρα της μητέρας μας, είτε υποδόρια είτε εξωτερικευμένα, ανομολόγητα ή όχι, ο φόβος μάς σκεπάζει όλους και πολλοί είναι αυτοί που τον βιώνουν ακόμη και σαν ασπίδα απέναντι σε ένα κάποιον άλλο φόβο, μεγαλύτερο ίσως. Υπάρχει πάντα αυτό που οι Άγγλοι ονομάζουν “the devil you know” κι ειλικρινά, ποιος μπορεί να κακολογήσει την όποια Ζ…, τον οποιονδήποτε για το ότι θεωρεί ελευθερία την υποδούλωση και φυσικό το αφύσικο όταν αιώνες τώρα διδάσκεται το δεύτερο ως φυσικότητα; (Αλλά μήπως το ήξερε κι εκείνη ότι η ελευθερία δεν είναι κάτι που βρίσκεις, αλλά κάτι που αναγνωρίζεις πως υπάρχει ήδη μέσα σου). Ποιος είναι αυτός που μπορεί ειλικρινά να ομολογήσει πως είναι απελευθερωμένος, να το ομολογήσει και να είναι ταυτόχρονα; (Όλα μάς δείχνουν πως η προφάνεια είναι τελικά αποτέλεσμα αντικειμενικό. Έχοντας αυτό ως γνώμονα δεν μπορούμε παρά να αμφισβητήσουμε ακόμα και το προφανές, ως κατ’ επέκταση, αμφισβητούμε το ορατό, το όρων αλλά και το νοητό και την ίδια τη νόηση. Τα πάντα είναι – δείχνουν – συγκεχυμένα).
Ποιος είναι τελικά αυτός που τολμά, έχει το θράσος λοιπόν να κρίνει τη Ζ… για το γεγονός πως βαλτώνει μες το φόβο; Έχει αναρωτηθεί ποτέ αυτός ο αυτόκλητος κριτής της ποια είναι η δική του θέση-στάση στο Είναι; Μπήκε στον κόπο να εξερευνήσει το προφανές, την προφάνεια, ή απλά θεωρεί ως το απόλυτο μοντέλο ύπαρξης τη δική του στάση; Αλήθεια, μπορείς να κρίνεις αν δεν έχεις βιώσει τον ίδιο φόβο; Μπορείς να καταλάβεις αν δεν έχεις παραδοθεί σ’ αυτόν; Αν ειλικρινά ο καθένας ανέλυε τη σκέψη του δίχως καμιά υποκειμενική θωριά, είναι πιο πιθανό να έβλεπε πως μέσα στην ύπαρξη είναι απλά ένα κενό ον πλαισιωμένο από χιλιάδες συμβατικότητες. Ο κριτής σπανίως κρίνει τον “άλλον”, κρίνει πάντοτε τον ίδιο του τον εαυτό μέσα από τον “άλλον”. Η επίκριση γίνεται τότε μια απελπισμένη προσπάθεια να καταδικάσει εκείνο που φοβάται ότι υπάρχει και μέσα του, ανδρείκελο στην πραγματικότητα και αυτός μιας κοινωνίας βουτηγμένη και εκείνη μέσα στο φόβο. Ο φόβος τελικά είναι το πρόσωπο κάτω από τη μάσκα που εν πολλοίς φοράμε όλοι.
Από την άλλη, η ίδια η Ζ… είναι που θα πρέπει να αναρωτηθεί, να αναλύσει και αυτή με τον ίδιο τρόπο, δίχως καμιά υποκειμενική αντίληψη για το ποια είναι, τι ακριβώς επιθυμεί, ποια είναι τα συναισθήματα και οι σκέψεις που την καταρρακώνουν, που πρέπει να αποβάλλει για να ξεφύγει από τα έγκατα του φόβου. Αλλά πώς να κατανοήσεις απόλυτα κάτι μέσα στο οποίο σε έχει κρύψει τόσο καλά ο ίδιος ο εαυτός σου; Πώς να βγεις από αυτό το σχήμα που έχεις χτίσει για να επιβιώσεις – ένα σχήμα που, αν και χτίστηκε από εσένα, διαμορφώθηκε μέσα σε συνθήκες που δεν διάλεξες από μόνος σου; Κάνεις άλλος δεν μπορεί να της ρίξει το σχοινί για να την τραβήξει από τον πυθμένα που έχει παγιδευτεί, κανείς δεν μπορεί ή δεν θέλει, να τη σώσει. Λένε πως ο έρωτας είναι αυτό το συναίσθημα που μπορεί να σώσει δυο ανθρώπους – σωστό, όχι απόλυτο όμως.
Η Ζ.. δεν είναι τελικά ούτε νικητής ούτε ηττημένη. Είναι απλά ένα παιδί, ένα παιδί που θέλοντας και μη παίρνει μέρος σε ένα παιχνίδι, ένα παιχνίδι που και την κρατά ζωντανή αλλά και της στερεί ταυτόχρονα τον αέρα. Είναι ένα παιδί που παλεύει να κρύψει το γυμνό της κορμί σε έναν κόσμο γυμνό που αποστρέφεται τη γύμνια, έναν κόσμο που φορά περήφανα τα νέα ρούχα του Αυτοκράτορα.
Κι όμως, τελικά, μέσα σε όλα αυτά, ίσως η λύση να βρίσκεται σε κάτι πολύ πιο απλό, ίσως η λύση να μην είναι το να βγεις νικητής στην όποια μάχη, στο όποιο παιχνίδι λαμβάνεις μέρος, η λύση να βρίσκεται στην αποδοχή και μόνο. Όσο κι αν πλαισιώνουν την ηρωίδα μας τα φυσικά περιβάλλοντα, οι κρίσεις και κατακρίσεις που έρχονται διαμέσου των αιώνων, η αποδοχή (η ειλικρινής, η γεμάτη βεβαιότητα αποδοχή) τού να παίξεις το παιχνίδι δίχως να αποζητάς η νίκη να είναι ο αυτοσκοπός, αυτό από μόνο του είναι νίκη. Η Ζ… δεν χρειάζεται να σπάσει βίαια τις αλυσίδες της. Δεν χρειάζεται να γίνει κάποια άλλη. Το μόνο που χρειάζεται είναι να σταματήσει να βλέπει τον φόβο της ως εχθρό και να αναγνωρίσει ότι είναι μέρος της ίδιας της ζωής της. Η ελευθερία δεν έρχεται με την καταστροφή του φόβου, αλλά με την αποδοχή του, με την αλληλεπίδραση μαζί του. Ο φόβος της είναι μέρος της ύπαρξής της, ένα σημάδι ότι ζει, ότι υπάρχει.
Η Ζ… είναι ήδη στον δρόμο. Κάθε δισταγμός της, κάθε κοίταγμα προς τα πίσω, είναι μέρος του χορού της. Δεν χρειάζεται να φτάσει κάπου για να είναι αρκετή. Είναι ήδη αυτή που είναι. Και το φως που ψάχνει δεν είναι έξω από αυτήν. Είναι μέσα της, από πάντα. Η πορεία της είναι η πορεία του εαυτού της, γεμάτη αμφιβολία, φόβο, αλλά και επιθυμία για κάτι περισσότερο.
Η ελευθερία της δεν είναι απλώς το τέλος του φόβου. Είναι η στιγμή που η Ζ… θα βρει τη δύναμη να τον κοιτάξει κατάματα και να αναγνωρίσει μέσα του την ίδια της την ύπαρξη. Όχι για να τον νικήσει, αλλά για να τον αποδεχτεί, να τον ζήσει. Η ειλικρινής αποδοχή τελικά, γίνεται η μόνη αληθινή επανάσταση. Οφείλει να ανακαλύψει το δικό της αυτόνομο τοπίο, ένα τοπίο που να χωρά την ίδια αλλά και όσους μπορούν να βρίσκονται κοντά της – όχι σωτήρες, όχι διδασκάλους, αυτούς που έχουν νιώσει τη συντριβή κι έχουν επιβιώσει από αυτή. Οι κριτές θα υπάρχουν πάντα, θα γυρνούν γύρω της, θα παρακολουθούν, δεν θα μπορούν όμως να εισχωρήσουν στο προσωπικό της τοπίο, αυτό θα είναι για πάντα και μόνο δικό της και μόνο εκείνη θα έχει το δικαίωμα της οριοθέτησης του, αρκεί να βρει τη δύναμη να φωνάξει “είμαι εγώ, ξέρω πως εσείς είστε εσείς, έχω γνωρίσει την εικόνα σε όλη της την έκταση μα πλέον δεν με ορίζει – αλλάζω τους κανόνες, όχι το παιχνίδι”.
Κάπου ο φόβος εξαϋλώνεται, κάπου οι ορίζοντες μεγαλώνουν. Κάπου οι μουσικές δημιουργούνται από μια μουσικό που πλέον έμαθε, έκανε δικό της τον ήχο. Κάπου οριοθετείται μια νέα ελπίδα, μια καινούργια αυγή. Η Ζ… μέσα στο δικό της αόρατο τοπίο, αρχίζει αργά κι αδέξια να σκαλίζει το χώμα, δίχως να ξέρει αν αυτό είναι το τέλος ή μόλις η αρχή. Κάπου ανάμεσα στις ρωγμές, κάτι κινείται… Ίσως ένα σπέρμα, ίσως μια ανάμνηση. Δεν χρειάζεται να το ονομάσει, αρκεί και μόνο να τείνει τα χέρια της και να το αγκαλιάσει, να γράψει πάνω στο χώμα ολόκληρο το όνομά της…
_______________
[*] “Δεν μπορεί να υπάρξει αληθινή ελευθερία παρά μόνον μέσα στο ρεύμα της ζωής, μέσα δηλαδή από το ξεπέρασμα της αρχικής μας κατάστασης, μολονότι, ταυτόχρονα, δεν παύουμε να είμαστε οι ίδιοι – αυτό είναι το πρόβλημα.” Μωρίς Μερλώ – Ποντύ, Η Αμφιβολία του Σεζάν – Το Μάτι και το Πνεύμα, μετάφραση: Αλέκα Μουρίκη, σελίδα 50, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1991.
*
©Θ.Δ.Τυπάλδος
φωτο: Στράτος Φουντούλης

Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.