✼
Κάποια στιγμή έπρεπε να ξεκολλήσει απο το παράθυρο· στέκονταν εκεί ίσα με μισή ώρα. Ο δρόμος κάτω ήταν άδειος και τα παντζούρια όλων απέναντι ήταν κλειστά. Όπως κάθε Κυριακή. Τον είχε σηκώσει απο τον καναπέ που κοιμόταν, η γνώριμη φωνή του παλιατζή. Είχε περάσει κάμποσος καιρός που δεν τον είχε ακούσει και πίστευε πως είχε σταματήσει. Αλλά και πάλι, πως θα μπορούσε να το ξέρει καθώς τις τελευταίες εβδομάδες, πάντα τέτοια μέρα έλειπε.
Στην αρχή λείπανε μαζί. Ξαφνικά εκείνη, κουράστηκε απο τις μακρινές εκδρομές. Μετά απο ενα μεγάλο διάστημα εκείνος, πνίγηκε απο την συνεχόμενη κλεισούρα του σπιτιού.
Δεν ήξερε γιατί έστεκε ακόμα στο παράθυρο. Ίσως γιατί περίμενε να περάσει για ακόμα μια φορά ο παλιατζής. Ήθελε να τον έβριζε που τον είχε ξυπνήσει μήπως και έτσι ξεθύμανε κάπως. Λες και το περασμένο βράδυ δεν είχε ξεσπάσει αρκετά. Είχε πιει όμως και δεν θυμόταν λέξη. Κάθε του προσπάθεια να θυμηθεί, κατέληγε να βλέπει μόνο το στόμα της. Του φαίνονταν αφύσικα τεντωμένο αλλά αντί να ακούσει τη φωνή της, άκουγε εκείνη του παλιατζή.
Ο παλιατζής, ο καθαριστής.
Τραπέζια, καρέκλες, κορνίζες, χαλιά, καλώδια, κατσαρόλες.
Καθαρίζω το σπίτι, συμμορφώνω το χώρο.
Στο τέλος η φωνή της έγινε αργή και τραχιά. Σαν να έπαιζε χαλασμένο γραμμόφωνο.
Ένα αεράκι έκανε ενα παντζούρι να ανοιγοκλείσει δυο φορές. Μια σακούλα χόρεψε για λίγο άδεια στον δρόμο. Ένα μοναχικό λευκό σεντόνι τυλίχτηκε γύρω απ’ το σχοινί του και ο ήχος απο τις τέντες που θρόιζαν θύμιζε καταιγίδα. Ένα τριχωτό χέρι βγήκε τότε απο το παράθυρο και έκλεισε το παντζούρι με δύναμη.
Γύρισε και την κοίταξε.
Κοιμόταν ακόμη. Τα μαλλιά της έπεφταν ανάκατα στο πρόσωπο της κρύβοντας το, ενώ μια τούφα της έφραζε το στόμα. Ίσως να’ ταν καλύτερα έτσι. Δεν χρειάζονταν να ακούσει κι άλλα. Ήδη η κασέτα είχε παίξει τόσες φορές, που στο τέλος μάγκωσε και μάσησε τις λέξεις. Ακόμα και να την ξέμπλεκε και να την έφτιαχνε, δε θα έπαιζε ποτέ ξανά το ίδιο. Και αυτό το ξέρανε και οι δυο.
Το μόνο που θα κατάφερνε, θα ήταν να έτρωγε το κεφάλι του.
Αρκετό πονοκέφαλο είχε όμως ήδη και δεν έφταιγε μόνο το χθεσινό αλκοόλ. Έπρεπε να πιει επειγόντως έναν καφέ.
Πήγε με σερνάμενα βήματα στο σαλόνι, όπου μάζεψε μόνο το ένα ποτήρι. Το άλλο είχε λίγο ποτό ακόμη και σκόπευε μετά τον καφέ να το ξαναγεμίσει. Άνοιξε τη βρύση και έσκυψε για να πιει νερό αλλά δεν έτρεξε παρά μια σταγόνα. Τέλεια. Διακοπή. Βρήκε όμως, ευτυχώς, ενα μπουκάλι στο ψυγείο και αφού ήπιε κάμποσο, άφησε το υπόλοιπο στον πάγκο για να έβαζε μετά στο μπρίκι. Αλλά όσο και να έψαξε, δε το βρήκε. Έτριψε τα μάτια του λες και πίσω τους ήταν η απάντηση και έπρεπε να τα πιέσει για να του την πουν. Τα δικά της, την ήξεραν απο μέρες αλλά του την είπαν μόλις χτες.
Το κέρατο μου… του ξέφυγε δυνατά. Έστριψε το κεφάλι του να δει μήπως την είχε ξυπνήσει αλλά εκείνη είχε αλλάξει απλά πλευρό.
Κάθισε σε μια καρέκλα και άφησε το κεφάλι του να πέσει στα χέρια του που στηρίζονταν με τους αγκώνες πάνω στο τραπέζι. Μα που το είχε βάλει; Να του είχε αλλάξει θέση και να μην το είχε πάρει χαμπάρι; Ξεφύσηξε και αφέθηκε βαρύς προς τα πίσω. Για μια στιγμή, έμεινε μετέωρος. Όταν η καρέκλα έκατσε, πρόσεξε πως το δεξί πισινό της πόδι ήταν φαγωμένο. Του το είχε επισημάνει και εκείνος της είχε υποσχεθεί πως θα το κοίταζε όταν θα είχε χρόνο. Αύριο, της έλεγε τότε.
Αύριο, είπε και τώρα στον εαυτό του. Σίγουρα αύριο.
Δεν μπορεί. Μπροστά στα μάτια μου είναι και δεν το βλέπω, σκέφτηκε. Εδώ και τρία χρόνια τώρα, πάντα εκεί το έβρισκα.
Άνοιξε το ραδιόφωνο μήπως και ξεχνιόνταν και του ερχόταν σαν επιφοίτηση.
…η είδηση έσκασε σαν κεραυνός εν αιθρία πως, το άλλοτε αγαπημένο ζευγάρι,
θα ακολουθήσουν πλέον χωριστούς δρόμους.
Πηγές, απο τον φιλικό τους περίγυρο,
κάνουν αναφορές για αγεφύρωτο χάσμα που δημιούργησε η απόσταση μεταξύ τους,
τον τελευταίο χρόνο.
Απο τη μεριά τους, δεν έχει γίνει ακόμα κάποια επίσημη ανακοίνωση,
ωστόσο θεωρείται πως ο χωρισμός είναι βέβαιος,
καθώς άτομα απο τον κλειστό οικογενειακό τους κύκλο
ζήτησαν απο τα ΜΜΕ να δείξουν τον δέοντα σεβασμό
που αρμόζει σε ανάλογες περιστάσεις.
Σε άλλα νέα τώρα…
Έκλεισε το ράδιο και σηκώθηκε να ξαναψάξει.
Τελικά, αφού άνοιξε όλα τα ντουλάπια, το βρήκε και θυμήθηκε πως πάντα εκεί ήταν η θέση του. Έβαλε νερό, αποφάσισε πως δεν θα έβαζε καθόλου ζάχαρη, αλλά έμεινε να κοιτάει το γκαζάκι που είχε αφήσει ανοιχτό χωρίς να το έχει ανάψει. Αν το άφηνε για λίγο ακόμη και το άναβε μετά; Μπα, είχε προλάβει να τα τινάξει όλα στον αέρα εδώ και καιρό. Έβαλε τον καφέ να ψήνεται σε χαμηλή φωτιά και πήγε στο μπάνιο.
Με το που έκλεισε την πόρτα πίσω του, άκουσε κίνηση απο την κρεβατοκάμαρα.
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και είδε πως ήθελε ξύρισμα. Φορούσε ακόμα το μαύρο τζιν απο χτες και τα πόδια του είχαν μόνο μια κάλτσα. Κατέβασε το καπάκι της τουαλέτας και αποφάσισε να περιμένει έως ότου τελείωναν όλα. Ένας γδούπος ακούστηκε στο πάτωμα και ύστερα το φύλλο της ντουλάπας έκλεισε με τον ίδιο κρότο που είχε κάνει το παντζούρι πριν λίγο.
Κοίταξε το ρολόι του. Είχε πάει σχεδόν τρεις το μεσημέρι.
Θα ξεσήκωνε τους γείτονες με την τόση φασαρία που έκανε. Ένα τριγμός απ’ το κρεβάτι τον έκανε να πεταχτεί έξω.
Πόσες φορές σου έχω πει…
Πολύ αργά. Δεν πρόλαβε.
Τι θα γίνει, ακούστηκε απο κάτω, απο χτες δεν μας έχετε αφήσει να κοιμηθούμε. Και η φρά-ση συνοδεύτηκε με τρία δυνατά χτυπήματα του ταβανιού. Ήταν όμως ένας ήχος ξερός. Ανώφελος. Σαν μια προειδοποίηση που άργησε να έρθει.
Τι; τον ρώτησε.
Εκείνος όμως δεν μπόρεσε να της απαντήσει. Η ταινία της κασέτας ήταν ακόμα μαγκωμένη. Το βλέμμα του είχε μείνει στυλωμένο πάνω στο κρεβάτι. Τα σεντόνια και το πάπλωμα στην δική του μεριά, ενα κουβάρι. Στη δική της, μια βαλίτσα. Τα μανίκια μιας μπλούζας ήταν χυμένα απ’ έξω, σαν να μην ήθελε να φύγει αλλά να την ανάγκαζαν. Θυμήθηκε ο,τι της την είχε κάνει δώρο για τη γιορτή της. Η ίδια ανάμνηση όμως πρέπει να πέρασε και απο κείνη και την τελευταία στιγμή την έβγαλε και την πέταξε στο πάτωμα δίπλα της.
Τον προσπέρασε και πήγε στο σαλόνι για να πάρει μερικά τελευταία πράγματα όταν ο καφές άρχισε να χύνεται απο το μπρίκι.
Κοίταξαν ο ένας τον άλλον, λες και περίμεναν ποιος θα έκανε την πρώτη κίνηση να πάει να μαζέψει το χάλι που είχε δημιουργηθεί.
Το θες ακόμα; τον ρώτησε δείχνοντας του μια γυάλινη χιονόμπαλα που είχε κλεισμένη μέσα της την Αθήνα.
Εκείνος έφυγε τότε τρέχοντας στην κουζίνα για να σηκώσει το μπρίκι. Όμως κόλλησε. Κοίταζε τον καφέ που χύνονταν ακόμα στο πάτωμα πλησιάζοντας τον. Για ποιο πράγμα τον είχε ρωτήσει;
Όχι, απάντησε χωρίς να ήταν σίγουρος για τι το έλεγε. Μια καμπάνα χτύπησε τρεις φορές.
Κάθισε σε μια καρέκλα και σηκώθηκε να καθαρίσει όταν άκουσε την εξώπορτα να κλείνει.
Άνοιξε ασυναίσθητα τη βρύση, έχοντας ενα βετέξ στα χέρια του, και έκπληκτος διαπίστωσε
πως η διακοπή είχε τελειώσει. Το νερό έτρεχε, ξανά, κανονικά.
Καθάρισε το πάτωμα, άφησε το νερό να τρέχει και πήγε στην κρεβατοκάμαρα.
Στάθηκε γι’ ακόμα μια φορά στο παράθυρο. Τα παντζούρια παρέμεναν κλειστά. Αισθάνθηκε αποκλεισμένος. Δεν τον πείραξε και τόσο πολύ όμως γιατί του φάνηκε πως ο κόσμος θα ήταν πλέον ασφυκτικά γεμάτος απο την παρουσία της και έναν τέτοιο κόσμο, ήξερε πως δεν θα τον άντεχε.
Πίσω του, απλώνονταν μια άγνωστη μέχρι τώρα χώρα που τον περίμενε να την ανακαλύψει.
Το κρεβάτι φάνταζε σαν εν’ ακατοίκητο νησί με τέσσερα πόδια. Η δική της, άδεια πια, μεριά αποτελούσε πάντα για εκείνον ενα σύνορο απαράβατο. Κρατώντας στα χέρια του την τσαλακωμένη μπλούζα σαν διαβατήριο, ξάπλωσε εκεί κι άφησε τον ήλιο να του κλείσει τα μάτια.
Θα μείνω εδώ να την περιμένω, σκέφτηκε. Ίσως κάποτε, όταν χορτάσει τον κόσμο, βρει τον δρόμο και γυρίσει πίσω.
Τ’ άνοιξε όμως όταν άκουσε ξανά τα λόγια του παλιατζή και την φαντάστηκε να φεύγει μαζί του. Θα ήταν όρθια πάνω στην καρότσα, με την βαλίτσα δίπλα στα πόδια της, ξέχωροι απο τα άλλα πράγματα. Ήξερε όμως επίσης πως εκείνης τα μάτια δεν θα της τα έκλεινε ο ήλιος. Θα τα κρατούσε ανοιχτά κάνοντας ενα σκίαστρο με το χέρι της, και θα συνέχιζε να κοιτάει μπροστά.
*
©Χρήστος Παππάς
φωτο: Στράτος Φουντούλης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.