Στέλλα Τενεκετζή, Λάθος [1]

Μία στις τρεις γυναίκες το παθαίνει.

Μέχρι να σταματήσει να ρίχνει όλη την ευθύνη πάνω της
και να ζητήσει βοήθεια περνάνε, κατά μέσο όρο, γύρω στα δέκα χρόνια.

Συμβαίνει σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, σε κάθε μορφωτικό επίπεδο,
κάθε εθνικότητα.

Κοίταξε τον ουρανό, τον δικό της ουρανό, που άρχιζε και τέλειωνε στο ταβάνι. Το μάτι της στο ταβάνι, το μυαλό της στο πουλί. Απ’ το πρωί, με το που βγήκε ο Μάρκος απ’ το σπίτι, δεν έχασε λεπτό. Πήγε μπροστά στο κλουβί, του μίλησε, του έβαλε φρέσκο νερό, τροφή, καθάρισε τις κουτσουλιές κι αμέσως εκείνο της γλυκοκελάηδησε. Το καναρίνι της ήταν σπάνιο. Της το είχε φέρει δώρο μετά από ένα επεισόδιο μεταξύ τους, έχουν περάσει χρόνια από τότε. Της είπε ότι συμβολίζει ένα ευτυχισμένο σπίτι και ότι, από εδώ και πέρα, ευτυχισμένοι θα είναι και αυτοί στο σπίτι τους. Την εποχή εκείνη, όταν της έδωσε το πουλί, ήταν λες και μόλις πρωτογνωριστήκανε. Κάτι μέρες αργότερα, βρέθηκε με την φίλη της στο καφέ.

«Ρίτα, το ξέρω, ήταν απαίσιος τις προάλλες, απαράδεκτος όταν σ’ έσπρωξε έξω απ’ την πόρτα, κι είχες δίκιο που τον έβρισες και που τον έφτυσες όταν πέταξε την τσάντα σου στις σκάλες, το ξέρω, Ρίτα, φέρθηκε σαν κακομαθημένο, κι εγώ, μη νομίζεις, τον σιχάθηκα και δεν ήθελα καθόλου να τον δω μπροστά μου, πραγματικά δε γινόταν άλλο, του τα πα όλα, πρώτη φορά, κι εκείνος ζήτησε χίλιες φορές συγνώμη και μου υποσχέθηκε, μου το υποσχέθηκε, Ρίτα, γονατιστός, θα σου ζητήσει κι εσένα μια, το ξέρω, ακούγεται απίστευτο, αλλά είμαστε πια άλλοι άνθρωποι, έχουμε ένα πουλί, είναι λες και μόλις γνωριστήκαμε.

Αλλά δεν άργησε, ξέφτισε και αυτή η γνωριμία. Κι όταν η Ρίτα άρχισε τις ερωτήσεις, εκείνη έπιασε να ράβει διάφανο ράμμα γύρω απ’ τα χείλη της κι έγινε αδύνατο οι δυο φίλες να ξαναβρεθούν. Δεν ήθελε να το παραδεχτεί, έκανε πως δεν καταλάβαινε, δεν άκουγε δεν έβλεπε, σαν να μην την άγγιζε τίποτα κι άρχισε να περνάει την ώρα της με το ταβάνι. Τότε ήταν η εποχή που συνέχεια γινόταν πέντε χρονών. Ξανά και ξανά η εικόνα της μάνας της, η πλαστική τσάντα στα χέρια τους όταν περνούσανε τα σύνορα, οι αχτίνες του ήλιου που άρχισαν να μην ακουμπούν σαν ξυράφια πάνω της αλλά να διαχέονται, να θερμαίνουν την ατμόσφαιρα και εκείνη, μέσα σ’ αυτήν την αίγλη, να κουρνιάζει. Τον Μάρκο τον γνώρισε αργότερα, μόλις τελείωσε τη Φιλοσοφική, και τον άφησε να την εξερευνήσει. Βύθισε τα μάτια του στα μάτια της, έγλυψε σαν μωρό τις ρώγες της και στην απουσία του δεν ήξερε πως να βολέψει το κορμί της. Η οικογένειά του δεν δέχτηκε τον γάμο τους όμως οι δυο τους τα κατάφεραν. Άνοιξαν φροντιστήριο, χάραξαν μια περίμετρο, έγιναν εκεί μέσα κάποιοι. Αλλά το αίσχος της ανασφάλειας που ψάχνει επιβεβαίωση, η διαστρέβλωση του ερωτισμού, της θηλυκότητας ή όποια άλλη διαστρέβλωση, έβαλε και τη ζήλια του μέσα στον κοινό τους κύκλο. Άρχισε τότε το πρόσωπό της να παραμορφώνεται, οι σκέψεις της μία προς μια διαδήλωναν στην κεντρική πλατεία του μυαλού, έψαχναν απαντήσεις.

Πάντως η γυναίκα της εφημερίδας είχε μιλήσει γι’ αυτήν τη σπείρα, το θυμήθηκε. Ήταν στο νοσοκομείο όταν το διάβασε. Είχε έρθει η νοσοκόμα, στην αλλαγή της βάρδιας και κρατούσε παραμάσχαλα την εφημερίδα. Ο Μάρκος είχε πάει να ξεπροβοδίσει την μάνα του και να κάψει ένα τσιγάρο. «Τι λες;» της έγνεψε η νοσοκόμα και μεμιάς συμπλήρωσε: «δεν θα μπει μέχρι να σου αλλάξω τον ορό, να θερμομετρήσω, να σου πάρω πίεση, είναι αδύνατο να μπει, είναι απ’ έξω οι γιατροί, κράτα τη μέχρι να φύγω». Έγνεψε τότε και εκείνη θετικά όσο η νοσοκόμα έσιαζε μηχανικά την πικέ στο κρεβάτι της. Πέντε Ζωές. Αυτός ήταν ο τίτλος της συνέντευξης. Η γυναίκα έφτιαχνε τσάντες από ανακυκλώσιμα και δεν το πίστευε. Έπιανε τα πενήντα και τα είχε καταφέρει. Ανεξάρτητη με δική της δουλειά, δικά της λεφτά, ήταν, έλεγε, σαν να είχε ζήσει πέντε ζωές. Μια, αυτό το δώρο, η τωρινή. Μια, πιο πριν, με τις καλόγριες, εκεί ανακάλυψε και την τέχνη της. Άλλη μια, όταν προσπαθούσε να σταθεί μόνη της στο πεζοδρόμιο. Μια ακόμη, τότε που ήταν τακτοποιημένη στο καλύτερο σπίτι, με τα χαρτιά της, την προστασία της για περίπου μια δεκαετία. Και τέλος, η πρώτη η ζωή, η πιο δύσκολη, όσο μεγάλωνε χωρίς ανθρώπους χωρίς τίποτα. Ποτέ δεν μπόρεσε να φανταστεί τη συνέχεια και πριν τα καταφέρει έβλεπε μόνο λάθη. Έτσι έλεγε. Πολλές φορές ένιωθε ότι δεν είχε πια αίμα μέσα της. Έσκιζαν με κοπίδι το δέρμα της, άνοιγαν με σφυρί και καλέμι το κρανίο, μπαινόβγαιναν χωρίς όρια στη σκέψη και στο σώμα, της το έπαιρναν. «Έπαιρναν αίμα, άφηναν κατακάθι, οι βρωμιάρηδες, κι όλα αυτά για κάτι κουρελοχιλιάρικα». Έλεγε ότι κάποια στιγμή, τόσο είχε τυφλωθεί απ’ τα λάθη της, που σκόνταφτε στο ισιάδι. Και ότι μόνη της, χωρίς κανένα στήριγμα, μέσα στο κατάμαυρο σκοτάδι, μπόρεσε και ξανάδε. Πώς έγινε αυτό, ακόμη δεν είχε εξήγηση.

Άφησε το ταβάνι, σηκώθηκε από τον καναπέ. Αίμα ή κατακάθι; σκέφτηκε και πήγε προς την εξώπορτα: κλειδωμένη. Ύστερα, μπροστά στο πουλί. Το κοίταξε.

*

Αύριο το 2ο μέρος »»»

Από τη συλλογή διηγημάτων Του επαγγέλματός της,
©Στέλλα Τενεκετζή, εκδόσεις Απόπειρα, 2019