Διαβάστε το 1ο μέρος »
Από τη στιγμή που γύρισαν από το νοσοκομείο, ο Μάρκος κλείδωσε. Τηλέφωνο υπολογιστής κομμένα και τα απογεύματα, εκείνος επιστρέφει, εκείνη στη θέση της. Στην αρχή την παρακαλούσε, ζητούσε συγνώμες, έκλεγε. Τώρα όχι. Τη ντουλάπα της βέβαια δεν την άνοιξε ακόμα αλλά από χτες τον αισθάνεται, βράζει. Πέρασαν και δύο μήνες από τότε, από το νοσοκομείο δηλαδή, και μάλλον κάπου εδώ τελειώνει με την ανοχή του. «Θέλω χρόνο», του είχε πει μόλις μπήκανε στο σπίτι. «Ότι θέλεις, ότι θέλεις», της απάντησε. «Θέλω χρόνο», του είπε ξανά όταν την ακριβώς επόμενη άπλωσε τα χέρια του στα πόδια της. Τραβήχτηκε, σηκώθηκε από τον καναπέ, εκείνος ακολούθησε. Εκείνη, όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς το υπνοδωμάτιο, εκείνος από πίσω. Αλαφιασμένη άνοιξε τη ντουλάπα, μπήκε κι έμεινε. Στο σκοτάδι, μέσα. Κι η ένταση μέχρι τις ρίζες των μαλλιών, σαν ηλεκτρισμός η ένταση κι έτσι την άφησε, έκανε τη ντουλάπα όλη δική της. Όποτε φεύγει, το ξέρει, βγαίνει η σαύρα από εκεί –τι κάνει;- περιφέρεται. Την ίδια, το τελευταίο που την απασχολεί είναι η σφραγισμένη πόρτα. Κυρίως εστιάζει στην ακαριαία διαστολή του προσωπικού της χώρου. Από το ένα τετραγωνικό της ντουλάπας στα ενενήντα τετραγωνικά του σπιτιού, το βλέπει, της είναι όλο και πιο δύσκολο να το διαχειριστεί.
Τα χέρια της τώρα στο κλουβί. Ειδικά σήμερα δεν μπορεί να το βγάλει απ’ το μυαλό. Το είδε το βράδυ στον ύπνο της σαστισμένο. Φτερούγιζε κι αντί για κελάιδισμα έβγαζε έναν βουβό θρήνο. Κι όσο τον συνέχιζε, το κλουβί στένευε. Μέχρι που το έπνιξε. Μόνο ένα πούπουλο έμεινε απ’ τη σύνθλιψη κι έπεσε στο μωσαϊκό του μπαλκονιού. Κι ήρθε ένα αεράκι και το σήκωσε, άρχισε να στριφογυρνά μπροστά στα μάτια της. Και στ’ αυτιά της έφτασε κάτι σαν κελάιδισμα. Μα, κελαηδάει ένα πούπουλο;
Σσσσσ, κλειδί στην πόρτα: αυτός.
Έφυγε από το κλουβί, έτρεξε γρήγορα, τελευταία στιγμή χώθηκε στη ντουλάπα. Τέντωσε τ’ αφτιά της, τίποτα διαφορετικό. Μέχρι που η νύχτα χώθηκε στο σπίτι από τα παράθυρα και φούντωσε ο Μάρκος -έτσι τον είπαμε αλλά καθόλου με Μάρκος δεν έμοιαζε- κι αυτή, με τα βλέφαρα κλειστά, τον έβλεπε να βαράει τα έπιπλα στο σαλόνι, να γυρνάει το μεγαλόσωμο κορμί του εδώ κι εκεί, όλα να τα έχει κατακτήσει, ακόμη και ο αέρας στη ντουλάπα της μύριζε τ’ όνομά του.
«Θα σε σκοτώσω», φώναξε.
«Αν το συνεχίσεις αυτό θα σε σκοτώσω», χτύπησε την πόρτα, βγήκε.
Τον ένιωθε. Δεν είχε κατέβει τις σκάλες της οικοδομής, ούτε καλούσε ασανσέρ. Στεκόταν ακριβώς έξω απ’ την πόρτα και με έναν ασυνήθιστο τρόπο έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά. Ίσως ο τρόπος ο δικός του να ήταν ακριβώς ίδιος, ίσως σε εκείνη να είχε συμβεί κάτι διαφορετικό. Άκουγε εξαιρετικά όλους τους θορύβους, ακόμη και πράγματα που δεν παράγουν ήχο όταν κινούνται. Τους κόκκους της σκόνης που τινάζονταν με κάθε του πατημασιά: πλησίαζε. Το δεξί του γόνατο που σηκωνόταν πιο ψηλά από το αριστερό: πλησίαζε. Τον κοφτό ρυθμό των εκπνοών του: σταμάτησε. Έβριζε αλλά ίσως και να μην έλεγε τίποτα. Δεν γινόταν πια να ακούσει, ξαφνικά, δίπλα στα γυμνά της δάχτυλα, μια φαινόταν μια κρυβόταν το δερμάτινο δεξί παπούτσι του που ξεχαρβάλωνε τη ντουλάπα της.
«Αν το συνεχίσεις αυτό θα σε σκοτώσω, μόνο και συνεχίσεις, μαλακισμένη, φεύγω για να μην σε σκοτώσω, ακούς, έχεις μια ώρα για να βγεις, να το σκεφτείς, ότι στο διάολο θέλεις, ακούς, θα έρθω σπίτι, θα ‘ρθεις γονατιστή, θα μου τα γλύψεις και θα ‘μαστε μαζί όπως παλιά, ακούς, μόνο και δε το κάνεις».
Είπε κλείδωσε έφυγε.
Αυτή ακίνητη.
Παραλογισμός μοναξιά χνώτο. Πώς να φύγει από τη ζωή της; αναρωτήθηκε, βγήκε απ’ την ντουλάπα. Μα, πόση κούραση! Οριζοντιώθηκε στον καναπέ. Θα έμενε εκεί, το αποφάσισε. Όμως τινάχτηκε. Ένας θόρυβος, κάπου στο βάθος μια σκιά. Πάγωσε. Άκουσε; Μουσκεμένη από φόβο όπως ήταν ούτε ήξερε τι άκουγε. Όμως ξανά. Κρότος της φάνηκε, απειλή. Ερχόταν από την κουζίνα. Αθόρυβα περπάτησε, σταμάτησε μισό μέτρο πριν. Έσυρε τις παντόφλες της μέχρι το κούφωμα της πόρτας, γαντζώθηκε, σε κίνηση μόνο ο αυχένας. Εστίαση του φακού, κοντινό, μια πλάτη. Γυναικεία. Με όλους τους σπονδύλους και τα πλευρά κι όλα τα κόκαλα να κινούνται με μανία. Ανακάτευε το ντουλάπι κάτω απ’ τον νιπτήρα, κάτι έψαχνε. Αχ, η μάνα της. Θα της χαμογελάσει, μ’ ένα βλέμμα θα της δείξει ότι είναι εκεί, μαζί θα το αντιμετωπίσουν. Αλλά όχι, το σουλούπι του κορμιού τής ήταν άγνωστο. Χαμήλωσε την αναπνοή, περίμενε, μέχρι που η πλάτη γύρισε. Η γυναίκα της εφημερίδας. Απίστευτο, εκείνη που είχε ζήσει πέντε ζωές. Κοιτάχτηκαν. Καλά, πώς βρέθηκε μες στο σπίτι της; Και το πρόσωπο της γυναίκας άλλο, όπως στα όνειρα. Αλλά εδώ δεν ήταν όνειρο. Η γυναίκα, παρόλο που είχε στ’ αλήθεια άλλο πρόσωπο, ήταν πραγματική. Και αυτή, το ήξερε, ήταν ξύπνια με όλες τις αισθήσεις της κανονικές.
«Τι στο διάολο, εσύ είσαι αλλά πιο νέα», ψιθύρισε σοκαρισμένη.
«Σόνια!» είπε η γυναίκα.
«Σόνια;» απόρησε εκείνη προσπαθώντας να θυμηθεί από πότε είχε να ακούσει το όνομά της.
«Kουνήσου», της φώναξε με μια φωνή που δεν έβγαινε μόνο από το στόμα. Η γυναίκα φώναζε με τα χέρια, το στήθος, με την κοιλιά, ενώ η λύσσα της μεγάλωνε. Άνοιξε συρτάρια, κουτιά, τυφώνας μες στο σπίτι. Σήκωσε στρώματα, βαλίτσες, μπαούλα και… Κοίτα, της έκανε νόημα και της έδωσε την τσάντα που μόλις βρήκε.
Πλαστική με φερμουάρ, τετράγωνη σαν μεγάλο μαξιλάρι. Την είδε και θυμήθηκε τη λάσπη. Βήμα προς βήμα το ατελείωτο περπάτημα. Θυμήθηκε το λουρί που για χρόνια είχε το αποτύπωμά του στην παλάμη της.
Τώρα, της έγνεψε η γυναίκα της εφημερίδας. Την άρπαξε, την έβγαλε απ’ το σπίτι.
Και πέταξαν τα μάτια της φωτιές κι έκαψαν τα δάχτυλα της Σόνιας. Κι έσκουξε εκείνη σαν ζώο καταπληγωμένο κι ένιωσε. Μέσα στις παντόφλες της το ένιωσε κι άρχισε να τρέχει. Κουτρουβαλιάστηκε στις σκάλες, κόντεψε να σκοτωθεί, κατέβηκε στον δρόμο. Πρόλαβε; Σήκωσε τα μάτια προς το μπαλκόνι του σπιτιού. Ψηλά, μέσα στο πηχτό σκοτάδι, ένα πούπουλο. Κίτρινο κατακίτρινο, πανάλαφρο. Το ακολούθησε κι έγινε στιγμιαία ασφαλής, όπως μια πρωτάρα αφήγηση που ψάχνει ένα αρχικό, οικείο σημείο για να κλείσει.
*
Από τη συλλογή διηγημάτων Του επαγγέλματός της,
©Στέλλα Τενεκετζή, εκδόσεις Απόπειρα, 2019
✼
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.