Μαίρη Κατσανίδου, Το κόκκινο κρασί

Κανείς δεν γνωρίζει καλύτερα από την ίδια, ότι δεν μπορεί να κοιμάται τα βράδια δίχως το ποτήρι της, που είναι γεμάτο με  κόκκινο κρασί. Ναι το κρασί, το κόκκινο αυτό κρασί. Πάντα ξεχώριζε από τις άλλες που την περιτριγύριζαν κάνοντάς την πότε να αισθάνεται ασήμαντη και πότε υπεροπτική και απλησίαστη. Κρατά σφικτά το ποτήρι της. Ναι, το ποτήρι αυτό με το κόκκινο κατακόκκινο κρασί, ένα ποτήρι κρασί που την συντροφεύει κάθε μα κάθε βράδυ.

Αυτό το ποτήρι με το κόκκινο κρασί είναι η μόνη συντροφιά της. Του μιλά με τρυφερότητα, πάντα ήταν τρυφερή με όποιον βρίσκονταν  κοντά της, μα τώρα, τα τελευταία χρόνια έχει συντροφιά της  μόνο ένα ποτήρι κρασί, αυτό το υπέροχο κόκκινο κρασί.

Έφυγαν όλοι, εξαφανίστηκαν, ή καλύτερα απομακρύνθηκαν διακριτικά και έμεινε σαν απόκοσμη ηχώ η φωνή της, να μιλά σε αυτό  το ποτήρι το κρασί. Τι του λέει τι του εξομολογείται!  Θα μπορούσε να του μιλά ατέλειωτες ώρες, μέρες, για  τόσα που την βαραίνουν.  Κάποτε είχε την αφέλεια να πιστεύει πως  τους ήταν συμπαθής λόγω του χαρακτήρα της και μόνο, διέθετε το προνόμιο να μπορεί να τους εξυπηρετεί  με τον οποιοδήποτε τρόπο, και όλοι απολάμβαναν ό,τι από καρδιάς τους πρόσφερε και χωρίς ανταλλάγματα, ήταν αφελής τελικά, αυτό ήταν, μία αφελής, πίνει πάλι από το κόκκινο κρασί, κρατά σφικτά το ποτήρι και πίνει πίνει.

Εκμετάλλευση έμαθε το λένε, το έμαθε αργά όταν πλέον δεν τους ήταν απαραίτητη, είχε μάθει να λέει πλέον την λέξη όχι.

Αφελής, καλοκάγαθη, ευγενική, πάντα με καλούς τρόπους κυρία μα υπερβολικά αφελής, που  ποτέ δεν κατάλαβε την κακεντρέχεια που διακατέχει τους ανθρώπους, μάλλον τα ανθρωπάκια που σέρνονται μέχρι να  βρεθούν κοντά σου και μετά, όταν δεν μπορούν να ταυτιστούν σε ότι κάνεις, γίνονται ζηλόφθονοι, και αποχωρούν.

Έτσι έφυγαν οι δήθεν φίλοι μετά  τα αρχικά όχι, έγιναν καπνός, δήθεν άνθρωποι με αισθήματα  και τι κέρδισε; Τι ήθελε να κερδίσει; Ναι βέβαια είχε τρομερό κέρδος, ένα ποτήρι υπέροχο κόκκινο κρασί.

Πόσες φορές δεν σκέφτηκε να δώσει μια και να το σπάσει, να σπάσει αυτό το ποτήρι με το κόκκινο υγρό που θα μπορούσε να είναι το αίμα της, να σπάσει το ποτήρι, μα σπάζοντάς το θα έσπαζε  την καρδιά της, και μετά θα έχανε το αίμα της καρδιάς της,  μα ήταν το αίμα της; Η ένα ποτήρι κόκκινο κρασί ;

Ναι ένα ποτήρι κόκκινο κρασί κατακόκκινο, πίνει αλλά ποτέ δεν είναι άδειο και πίνει και πίνει μόνο πίνει.

Στιγμές στιγμές φιλάει το ποτήρι, του μιλάει, του λέει γλυκόλογα σαν αυτά που έλεγε κάποτε η ίδια , που λαχταρά όμως τώρα να ακούσει, μιλά και θυμώνει που δεν παίρνει ούτε μια απάντηση, υψώνει την φωνή και λέει για όσα την θυμώνουν, λέει λόγια βρώμικα, άσχημα, βρισιές που ποτέ της δεν ξεστόμιζε, ενώ θα έπρεπε.

Θέλει   να απελευθερώσει αυτή της την ενέργεια που ήταν μόνιμα  φυλακισμένη στο μυαλό, σε όλο της το είναι, μα και πάλι δεν παίρνει απάντηση. Φιλά το ποτήρι, φιλήδονη κίνηση ,ερωτική, σαν τον εραστή, που τον θέλει δικό της, εγωιστικά  μόνο για κείνη και τρέμει, τρέμει από την σκέψη και μόνο για την ερωτική συνεύρεση που σαν οπτασία και μόνο της φέρνει ρίγος.

Μοιάζει να έχει χάσει τα λογικά της, μα να μιλάει σε ένα ποτήρι;

Φορά μια αέρινη άσπρη εσάρπα, βγαίνει στην εξώπορτα.  Πόρτα είναι την ανοίγεις και χάνεσαι στο πουθενά, περισσότερο από το τίποτα το πουθενά, ναι το πουθενά αυτό θα την λυτρώσει, πίνει από το κρασί  πατάει στο πλακόστρωτο, μπροστά της  μια θλιβερή αυλή, μπερδεμένα κλαδιά σαν δίχτυα, ουρλιάζει μα φωνή  δεν βγαίνει, μόνο μια κοφτή ανάσα.  Πως   να δρασκελίσει με δυο βήματα και να χαθεί από όλα;

Ξάφνου όλα αδειάζουν από μπροστά της, κενό μόνο κενό, φεύγει, όμως δεν θα πάρει τίποτα μαζί της; Τίποτα  δεν θα πάρει;

Από τις αναμνήσεις θέλει να ξεφύγει , όμως τί να πάρει; Κάτι  θέλει, να ξέρει πως είναι ζωντανή, πως δεν έσπασε η καρδιά της, ώ ναι το ποτήρι της αυτό με το κόκκινο κρασί, αυτό μόνο θέλει .

Παραπατάει,  νομίζει πως χορεύει, λικνίζεται, ανοίγει τα χέρια σαν σε βαλς,  ακούει μουσική, ή το κεφάλι της βουίζει;  Όχι  δεν είναι μουσική είναι βουητό, το ποτήρι, που είναι το ποτήρι; Και  το κρασί; Που  είναι το δικό της κόκκινο κρασί;

Άσπρη εσάρπα φορούσε όχι κόκκινη, το θυμάται καλά μα πως κοκκίνισε; Είναι  κανείς κοντά της; Ποιος της πήρε το ποτήρι; Πώς χάθηκε; Το δικό της ποτήρι με το κατακόκκινο κρασί, μόνο αυτό έμεινε δικό της, όλα έχουν φύγει από δίπλα της.

Χάνει την ισορροπία της.

Πεσμένη κατάχαμα, ερωτοτροπεί με το πλακόστρωτο, μπροστά στην εξώπορτα κυλιέται, προσπαθεί  να σηκωθεί, δεν τα καταφέρνει, θέλει να πιάσει το ποτήρι, νοιώθει να χάνει την ανάσα της. Όλα γύρω θολά.

Δεν υπάρχει τίποτα, ούτε ποτήρι, ούτε κατακόκκινο κρασί, χωρίς αυτό δεν μπορεί, είναι ο σύντροφός της.  Η σκέψη την εγκαταλείπει, και παρακαλεί για μια αναπνοή,  ακόμη μια ανάσα, ας προλάβει, μόνο το ποτήρι θέλει.

Τα χέρια της μάτωσαν κομμάτια από θρύψαλα γυαλιά αγγίζει, τα  χαϊδεύει, και πονά, πόσο πονά!!

*

©Μαίρη Κατσανίδου

φωτο: Στράτος Φουντούλης

❇︎