Ανταποκρίσεις Απόστολου Θηβαίου: Universo Agrietado

 ανταποκρίσεις από τη ζωή της Μπεά. Κάποτε

Θέλει χάρη να γλιστράς μες στα στενά όρια του διαδρόμου. Η Μπεά έχει αναδείξει για παλάτι της εκείνα τα δυο δωματιάκια με την μικρή κουζίνα και το λουτρό. Και προσέχει ποτέ μα ποτέ να μην πέσει η αξιοπρέπειά της θύμα τίποτε ιστών. Και τότε το παλατάκι της θα γινόταν συντρίμμια μεμιάς και η προσπάθεια να την θαυμάζουν όλες ανεξαιρέτως οι φιλένάδες  για τη νοικοκυροσύνη της θα πήγαινε περίπατο.

Για τη χάρη της δεν θα γράψει κανείς, για την Μπεά δεν θα ‘χει φιλί πια, μόνο  βαθιά και στεγνή λύπη.

Δεν θα πει κανείς πως, πρώτα ρίχνεται σαν σταγόνα ανάμεσα στο τραπέζι και τις καρέκλες, πως αρπάζει την πετσέτα με τ’άνθη και δίχως να καεί, χωρίς κανένα να αφήσει ίχνος, δίχως κανένα λάθος συμβουλεύεται τους βαθμούς και διπλώνει μερικές χαρτοπετσέτες ακόμη σε διαφορετικά στυλ. Ας έχει μερικά ζευγάρια από αυτά και θα διαλέξει αργότερα. Αρκετή ώρα πριν φτάσει, εκείνη θα έχει αποφασίσει. Για το κρασί που θα σβήσει το βραστό, για το φουστάνι της που στεγνώνει εκεί έξω δίχως σώμα, σαν σημαία χώρας αδειανής, για το χρώμα του κεριού και τη δεμένη με φιόγκο κορδέλα. Εσείς δεν ξέρετε πόσες έχει κορφέλες, πώς τις κρατάει διπλωμένες ευγενικά μες στο παλιό κουτί των ειδών της ραφτικής. Είναι τόσα για τα οποία πρέπει να αποφασίσει και ο χρόνος τόσος λίγος.

Γίνεται απρόσεκτη και καίγεται μια στάλα στ’ακροδάχτυλο της. Αγριεύει με τον εαυτό της μα κάθε φορά που συμβαίνει κάτι παρόμοιο, φέρνει στο νου της, άγνωστο πώς κατέληξε σε μια τέτοια λύση , φέρνει στο νου της πως τάχα κάποτε δοκιμάστηκε από μια αγάπη τραγική. Πως την λένε Πασιφάη, Ελένη, Αλκμήνη ή κάτι εκκεντρικό και γοητευτικό. Και αμέσως συνέρχεται. Συμβουλεύεται το ρολόι που ποτέ δεν λέει ψέματα και η αγωνία παίρνει μπρος.

Τώρα η Μπεά διασχίζει τον διάδρομο, μην φανταστείτε δηλαδή, τρία βήματα, μα κάτι τέτοιο μπορεί καμιά φορά να φανεί μεγάλο σαν κόσμος. Τώρα ξαναπερνάει με το φουστάνι ανά χείρας, και άλλη μια φορά που το φορά μα δίχως να το ‘χει περάσει από το κεφάλι και τώρα η χύτρα σφυρίζει ρυθμικά ή άτακτα, λίγη σημασία έχει με την τροπή που πήραν τα πράγματα.

Μα παίρνει και άλλο, γιατί η Μπεά με το καλό της το φουστάνι σας θυμίζω, πάει να σβήσει δεύτερη φορά το βραστό και να’σου μια σταγόνι μερλό στον ταφτά. Άιντε πάλι διάδρομος, μικρή παράκαμψη γιατί κάπου εκεί προσμένει απειλητικό το σκρίνιο, σοβαρό και αδιαπραγμάτευτο. Λίγο Άβα και τώρα όλα γίνηκαν χειρότερα αφού άπλωσε ο λεκές.

Αχ, πάνε όλα και τώρα αυτός έρχεται, φτάνει, πλησιάζει, θα τα λέει με τον περιπτερά, έχουν απάνω κάτω την ίδια ηλικία και τους αρέσει η καλοθοσφαίριση. Έπειτα θα χαϊδέψει τις τριανταφυλλιές, έτσι μπορεί να πάρει κάτι από το χρώμα τους νομίζει. Μπορεί αν το θέλει να γίνει πολύ ρομαντικός, μα και η ευτυχία μπορεί αν το θελήσει, να γίνει τραγική. Αυτές οι περιπτώσεις αρέσουν περισσότερο, ίσως γιατί ακουμπούν στην επιθυμία της καρδιάς για δυστυχία και ακραίες λύπες.

Τέλος πάντων, όπου να ‘ναι φτάνει, τώρα ανεβαίνει τη σκάλα, εκείνος δεν έχει τίποτε για να αποφύγει. Και το σκρίνιο θαρρείς και υποχωρεί σαν τ’άγριο ζώο που νιώθει τη θέση του και λουφάζει ηττημένο. Είναι ο κόσμος έτσι Ιφιγένεια.

Τότε ήταν που ακούστηκε ένα εκκωφαντικός θόρυβος από την κουζίνα. Έπειτα άλλος ένας, σαν να πετάς χάμω κομμάτια σίδερο. Το νερό, λέει μονάχη της μες σε απόλυτο πανικό μα είναι τώρα πια αργά και η κουζίνα θυμίζει βομβαρδισμένο τοπίο. Το φουστάνι της είναι χάλια και έχει στη θέση της καρδιάς της ένα μεγάλο κόκκινο σημάδι όπως αυτό που μένει όταν κάποιος πεθάνει από πυροβολισμό.

Καθόλου δεν του αρέσει εκείνου  έτσι όπως εξελίχθηκε το πράγμα. Να επιστρέφει λέει τόσο κουρασμένος, σχεδόν να αδυνατεί να ορίσει το σώμα, τη δύναμή του. Να πρέπει να υπομείνει ετούτο το πεδίο βολής. Βεβαίως και έχει σημασία η αγάπη μα ένα καθώς πρέπει σαλονάκι και λίγη θαλπωρή και ένας καλοσαπουνισμένος έρωτας, όλα αυτά έχουν μια ειδική σημασία.

Την κοιτάζει με γκρεμισμένα όνειρα και διαλυμένο μακιγιάζ. Έπειτα ανοίγει την πόρτα και φεύγει, δίχως να κάνει θόρυβο, δίχως να αφήσει κάτι δικό του. Όταν θα επιστρέψει εκείνη δεν θα βρίσκεται εκεί. Το σπίτι θα είναι σε μαύρα χάλια, η κουζίνα γεμάτη σάλτσες και κομμάτια από σίδερο. Μα η Μπεά πουθενά, η Μπεά που απόψε τα πίνει μαζί με ένα τσούρμο ναύτες στο ταβερνάκι του λιμανιού. Μες στο μεθύσι της λέει πως προτιμά να ζήσει λίγο καιρό ακόμη, μα στην κόψη του ξυραφιού. Πως το προτιμά αυτό από να ζήσει κάμποσες δεκαετίες ακόμη όπως η Ζαν η τρελή του Καμύ σε ένα μικρό δωμάτιο, χωρίς παράθυρο που φωτιζόταν νύχτα μέρα από μια λάμπα. Έτσι θα έμοιαζε η ζωή της.

Και κάπως έτσι, μωρό μου, τα κορίτσια βρίσκουν τον τρόπο να κλείσουν πίσω τους μια πόρτα, να τα βγάλουν, καθώς λένε πέρα, δίχως να νιώθουν συμπόνοια για τίποτε.

✳︎

©Απόστολος Θηβαίος

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→

φωτο: Στράτος Φουντούλης

❀