Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: La mort blonde

Μαύρη κωμωδία

[Διάδρομος πολύβουου νοσοκομείου. Κόσμος που πηγαινοέρχεται, πόρτες που ανοίγουν και κλείνουν ασταμάτητα, ήχοι από τακούνια στις σκάλες, ένα ηχηρό γέλιο, βογγητά από εκείνους που παλεύουν για τη ζωή του ή αναρρώνουν από ένα φριχτό ατύχημα. Ανάμεσα στο πλήθος οι λευκοντυμένες νοσοκόμες. Κουβαλούν πάντα κάτι παράξενες, τροχήλατες κατασκευές, μιλούν χαμηλόφωνα μεταξύ τους, ανοίγουν μια κλειστή πόρτα και χάνονται. Όταν θα ξαναφανούν, ντυμένες τα πολιτικά τους στη λήξη πια της βάρδιας, έχουν γεράσει πολύ. Ο διάδρομος είναι κατάμεστος από εξωτερικά κρεβάτια. Το σκηνικό θυμίζει εμπόλεμη ζώνη. Στο βάθος αυτού του διαδρόμου – στο βάθος της σκηνής – δεσπόζουν δυο ολομόναχα κρεβάτια. Έχουν ανάμεσά τους το δειλό φωτισμό ενός μικρού αμπαζούρ. Στέκουν με τις ράχες τους στα μαξιλάρια. Φορούν εκείνες τις νυχτικιές που συνηθίζουν οι άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας. Ο ένας ονομάζεται Γκιγιόμ, ο άλλος Ρενάν. Αυτός ο δεύτερος φορά το παράσημο της δημοκρατίας πάνω στη νυχτικιά του. Μιλούν.]

Κος Γκιγιόμ: (ψηλαφίζει το παράσημο, γέρνει με κόπο) Φίνο το σιδερικό σας, Ρενάν!

Κος Ρενάν: (ενοχλημένα) Ε, όχι και σιδερικό! Μετάλλιο γενναιότητας, τι νομίσατε;

Κος Γκιγιόμ: (απολογητικά) Έλα βρε αδερφέ! Τι σημασία έχει εδώ που φτάσαμε; 

Κος Ρενάν: Πού φτάσαμε; (κοιτάζει το διάδρομο) 

Κος Γκιγιόμ: (εμπιστευτικά) Στο τέλος, τι νομίσατε; (ξεσπά σε γέλια, μια νοσοκόμα περνά, σχολιάζει πονηρά, “έχουν κέφι τα αγόρια Γκιγιόμ;” και χάνεται) 

Κος Ρενάν: (συγκινημένος) Δεν ξέρω για εσάς, μα εγώ θα ήθελα να του δίνω από δω μέσα. Ωστόσο…

Κος Γκιγιόμ:… πεθαίνουμε. Δεν είναι κρίμα Ρενάν; Τώρα, απάνω στα καλύτερά μας, να το βάζουμε στα πόδια, λέει! Κρίμα!

Κος Ρενάν: Βέβαια, όσο να πεις επέρασε ο καιρός. Φαντάσου συνωστισμός αν τάχα μέναμε όλοι εδώ κάτω. Τα μουστάκια μας, Γκιγιόμ, τα μουστάκια μας θα τα τρώγαμε (δαγκώνει με μια αστεία γκριμάτσα το πάνω του χείλος, γελούν)

Κος Γκιγιόμ: Και μάλιστα οφείλουμε να βιαστούμε! Άκουσον! Όμως η αιτία…

Κος Ρενάν: Σύνελθεν μεν, πάταξον δε. Τι ‘μαστε εμείς κύριε Γκιγιόμ να πούμε όχι στον πρόεδρο; Αν φανεί άρρωστος, θα γλιτώσει το κελί. Μα σώπασε, και οι τοίχοι έχουν αυτιά, να κοίτα (παριστάνει πως του δείχνει τα αυτιά του τοίχου, γελούν συγκαταβατικά). 

Κος Γκιγιόμ: Δεν λέω, είναι κομμάτι δύσκολο. Να σε κοιτάζει  με αυτά τα βουρκωμένα, γέρικα μάτια. Σου σφάζει την καρδιά, βαθύτατα. Τίποτε το λυρικό, στεγνή δυστυχία ο δόλιος.

Κος Ρενάν: Μόνο βαθύτατα; Η ζημιά είναι ανεπανόρθωτη.  

Κος Γκιγιόμ: Και σας λέω, (σοβαρότερα δήθεν), έκανα τα πάντα διά να επιταχύνω τα πράματα. Σύχνασα στην ταβέρνα, έμπλεξα σε καυγάδες, έπειτα στα λιβάδια. Αλήθεια θυμάσαι πόσοι φίλοι χάθηκαν; 

Κος Ρενάν: Είναι κρίμα. Άρα είμαστε τυχεροί, κύριε Γκιγιόμ! Κατάληξης, στοπ! 

Κος Γκιγιόμ: Δεν είναι καθόλου ώρα για τηλεγραφήματα. Πρέπει να προσπαθήσουμε, να υπερβάλλουμε εαυτούς. (εδώ από τη σκηνή περνάνε δυο κορίτσια σαν εκείνα που ενημερώνουν πως αλλάξαμε γύρο. Κρατούν μια χαρτονένια επιγραφή, περνούν και χάνονται, γελώντας μια στιγμή μόνο.)

Κος Ρενάν: (κοιτάζει επίμονα τα κορίτσια που ξεμακραίνουν με το χαρτόνι) Πρέπει ο ένας από τους δυο μας να πεθάνει απόψε. Φαντάσου τι μας επιφύλασσε η μοίρα! Καθήκον που λένε, υψηλότατο!

Κος Γκιγιόμ: Ανατριχιάζω!

Κος Ρενάν: Αν είναι να γλιτώσει ο πρόεδρος της φυλακής, αν είναι με ένα ψέμα να σωθεί η δημοκρατία από βέβαιο τέλος, τι ‘μαστε εμείς να τ’αρνηθούμε; 

Κος Γκιγιόμ: (με καμάρι) “Διότι ο πατριωτισμός είναι έκφρασης χρηματοοικονομική πλέον και ουχί φιλοσοφική ή εθνική. Η αλλαγή επιβλήθηκε στα λεξικά πρωτίστως, μες στις φανταστικές ζωολογίες κυρίως. Διότι εμπερδεύτηκε το εθνικό με το αληθές και διά της μεθόδου της παρεξηγήσεως κατά την οποία δεσπόζουν οι δυνάμεις μας, οδηγηθήκαμε σε τέλμα και αδιέξοδο και μη παραπέρα που θα ‘λεγε και ο Μποστ, μα με άλλη χάρη” 

Κος Ρενάν: Εγώ θα τα καταφέρω. Το αποφάσισα.  

Κος Γκιγιόμ: Τι μεταστροφή είναι ετούτη; Είστε άξιος θαυμασμού Ρενάν. Το έθνος – και ο πρόεδρος δηλαδή – σε ευγνωμονούν. Πας για επιπλέον σιδερικό, με πάσα βεβαιότητα! 

Κος Ρενάν: Εκτός και αν πεθάνω σήμερα. Ο καιρός είναι καλός, η ζέστη υποχώρησε, την είδες που υποχώρησε; Πήρε μια ανάσα ο κόσμος. Χρειάζεται κουράγιο με τη ζέστη. Απόψε, το φεγγάρι θα είναι ωραίο, θα έχει μια ωραία δροσιά, να θυμάσαι. 

Κος Γκιγιόμ: Δίκιο έχεις, έκτακτη που ‘ναι η νύχτα. Μια χαρά είναι για να πεθάνουμε. Μόλις λέει του στρίβουμε θα έρθει ο πρόεδρος, κάμερες, δημοσιογράφοι, θα παριστάνει τον ετοιμοθάνατο. Θα πεθάνει ίσαμε τ’απόγευμα, αλλά στ’αλήθεια θα φυγαδευτεί. Είναι όλα κανονισμένα.

Κος Ρενάν: Εμάς εκείνη την ώρα θα μας καταγράφουν στους ευεργέτες της πατρίδος.

Κος Γκιγιόμ: “Διότι υπήρξαν θαυμάσια δείγματα της ανταποδόσεως προς της πατρίδος την προσφορά, δείγματα λέγω, που διεκοσμούν σήμερον τις ζωές μας και τις στερεώνουν όπως μήτε η τροφή, μηδέ το νερό μπορεί να κατορθώσει. Διότι ενώπιόν σας ετούτη την ώρα ευρίσκονται αθώοι και αιώνιοι, οι ήρωες. Έρως συνδέει την πατρίδα μετ’αυτών”. 

Κος Ρενάν: (χειροκροτεί) Ωραία που διασκεδάζουμε! Θα ‘λεγε κανείς πως δεν περιμένουμε να πεθάνουμε. Ωστόσο, πρέπει. (σοβαρεύει) Πάντως με κλονίσατε με το λόγο σας. Λέτε να τα καταφέρουμε; Λέτε; 

[…Οι δυο ηλικιωμένοι σωπαίνουν. Κοιτάζονται και ύστερα καρφώνουν το βλέμμα τους στην προοπτική του διαδρόμου. Στην αρχή αδιάφορα μα έπειτα με έκπληξη ολοφάνερη. Ένα κορίτσι κατάξανθο, μια Μέριλυν, με κατακόκκινα χείλη και κάπως ατημέλητο το φέρσιμό της, διαβαίνει τους θαλάμους , τον κόσμο χαλνά. Τώρα απέχει μονάχα δυο βήματα από εκείνους. Τους χαμογελά. Στο πέρασμά της ορισμένοι αναρρώνουν πλήρως, οι γυναίκες τους που αντιλαμβάνονται την αιτία της πρόσκαιρης επανόδου, τους ξυλοκοπούν ανηλεώς. Και αυτοί πεθαίνουν ή επιστρέφουν στη συνήθεια του παρατεταμένου, του δυστυχισμένου βόγκου). 

Κος Γκιγιόμ: Η ώρα ήρθε, φίλε μου Ρενάν (εμπιστευτικά) 

Κος Ρενάν: Το διαισθάνομαι. Τι το διαισθάνομαι; Το βλέπω!

Κος Γκιγιόμ: Βουλωμένο γράμμα διαβάζετε κύριε, τς, τς, τς. 

[Το κορίτσι τους γνέφει να σηκωθούν. Τώρα φαντάζουν κοντά στα τριάντα, όμορφοι και γεμάτοι θέληση. Και οι τρεις τους, με την Μέριλυν στη μέση, διασχίζουν τον διάδρομο, στρίβουν και χάνονται. Μετά από λίγη ώρα, εκεί που’ταν τα κρεβάτια τους, μια νοσοκόμα αφαιρεί τους ορθοστάτες και τους ορούς, σαν τίποτε να μην συνέβη εκεί. Το φως του δειλινού πέφτει απάνω στο παράθυρο του νοσοκομείου. Όσο και αν παρακαλάς να μην πνιγεί ο ήλιος, άλλο δρόμο δεν έχει ο κόσμος για να περάσει. Εκείνοι οι τρεις, με το κορίτσι μάλαμα στη μέση της συντροφιάς τους, πίνουν και μεθούν στα τραπεζάκια της αιωνιότητας. Ο πρόεδρος ήδη τους μνημόνευσε στις διατυπώσεις του, ανατέθη σε γλύπτη η προετοιμασία ενός ανδριάντα. Οι εκατό λίρες ως αντίδωρο στην προσφορά εξανεμίστηκαν. Για την ακρίβεια επιστώθησαν μα δεν παρεδόθησαν και έτσι καταναλώθηκαν, τουτ’έστιν, κατασπαταλήθηκαν.  Και το παραμύθι τέλειωσε. Καληνύχτα)

✳︎

©Απόστολος Θηβαίος

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→

photo: Creative Commons