Γεωργία Κανελλοπούλου: Μια πολαρόιντ για τον Αντονιόνι

Η φωτογραφία είναι του Άρθουρ Έβανς από το πλατό του Blow Up.

Ο Μικελάντζελο Αντονιόνι αγαπούσε τις τέχνες, όλες τις τέχνες, αρχής γενομένης από τη λογο-τεχνία. Έτσι, στην ταινία “Νύχτα” έβαλε τη Μόνικα Βίτι να διαβάζει καθισμένη στη σκάλα τους Υπνοβάτες του Χέρμαν Μπροχ, ενώ, λίγο πριν, ο Μαρτσέλο Μαστρογιάννι συζητούσε μ’ ένα φίλο του για τον Θίοντορ Αντόρνο. Ο Μαστρογιάννι είναι συγγραφέαςο ίδιος στην ταινία, ενώ κάνει κι ένα πέρασμα ο Ουμπέρτο Έκο αυτοπροσώπως. Συνεχίστε την ανάγνωση του «Γεωργία Κανελλοπούλου: Μια πολαρόιντ για τον Αντονιόνι»

Σοφιαλένα Ψαρρά, Ενοχή

Χτένισε τα μαλλιά της με προσοχή, έφτιαξε την περίτεχνη γαλλική πλεξούδα και την έδεσε με μια μεταξωτή πιάστρα. Το φρεσκοπλυμένο φόρεμα μοσχοβολούσε λάβδανο και γιασεμί. Καμάρωσε τις καλοσιδερωμένες πτυχώσεις του ρούχου και τον ολόλευκο κεντητό γιακά. Το φόρεσε προσεκτικά και την τοποθέτησε στη δρύινη βιτρίνα. Ήταν η αγαπημένη της κούκλα. Αντίκα από πορσελάνη Βοημίας. Την έφερε ο πατέρας της για εκείνη από κάποιο τσέχικο χωριό. «Να την προσέχεις, όπως σε προσέχω εγώ», της είπε τότε. Κι εκείνη υποσχέθηκε πως θα την είχε σαν τα μάτια της. Μετακίνησε όλα τα υπόλοιπα παιχνίδια της και την τοποθέτησε μόνη στο κεντρικό ράφι του δωματίου της. Μα σε λίγες μέρες παρατήρησε το λεπτό στρώμα σκόνης που απλωνόταν πάνω στα ρόδινα μάγουλά της. Η βιτρίνα του σαλονιού ήταν σίγουρα η κατάλληλη για εκείνη. Εξάλλου έτσι θα τη θαύμαζαν όσοι μπαινόβγαιναν στο σπίτι. Ακόμα και οι γιοι των φίλων του πατέρα, αφού ποτέ δεν έπαιζαν μαζί στο δωμάτιο. Θεέ μου, πώς την αγαπούσε ο πατέρας! Πόσο την πρόσεχε! Ήξερε πως αυτά τα αγόρια είναι ατίθασα και άμυαλα. Της έλεγε συχνά την ιστορία που ένας απ’ αυτούς -πάνω στο παιχνίδι- έσπρωξε μια συμμαθήτριά του. Τα εύθραυστα κόκκαλά της έσπασαν σε τρεις μεριές. Πόσο φοβόταν ο πατέρας για εκείνη! Πόσο την αγαπούσε! Κι ας μην την άφηνε να πηγαίνει εκδρομές με το σχολείο ούτε ταξίδια με τις φίλες της όταν ήταν φοιτήτρια. Την πίκραινε, αλλά καταλάβαινε. Τόσοι κίνδυνοι, κι εκείνη μοναχοκόρη. Τι θα γινόταν εκείνος, αν πάθαινε κάτι; Πώς να του φέρει αντίρρηση; Εκείνος ήταν πάντα το στήριγμά της, το δεκανίκι στις δυσκολίες. Εκείνος φρόντισε να της βρει δουλειά. Εκείνος τη βοήθησε οικονομικά, όταν την παράτησε. Εκείνος έφτιαξε με κόπο το διαμέρισμα πάνω από το πατρικό, για να ‘χει σπίτι να μείνει. Πόσο την αγαπούσε! Τι θυσίασε για να τη μεγαλώσει! Να μην της λείψει τίποτα! Αξαφνα το βλέμμα της στράφηκε στην κούκλα της. Διέκρινε ένα σημάδι στο πάλλευκο μέτωπο της. Άνοιξε τη βιτρίνα. Το καθαριστικό που χρησιμοποίησε – ήταν σίγουρη πως ήταν το καλύτερο. Η πορσελάνη είχε διαβρωθεί. Η όψη της ήταν τρομακτική. Βαθουλώματα και ρωγμές σε όλη την άλλοτε λεία επιδερμίδα της. Αναφώνησε. Γυαλιά εδώ κι εκεί στο καλογυαλισμένο παρκέ. Σπασμένη πια σε τρεις μεριές βρισκόταν στο πάτωμα.

Την πρόσεχε σαν τα μάτια της.

Πώς μπόρεσε να της κάνει κακό;

*

©Σοφιαλένα Ψαρρά 

✳︎

Μαίρη Γουέμπ, Νοέμβρης ―μετάφραση Ασημίνα Λαμπράκου

Μαίρη Γουέμπ, Νοέμβρης

Στη φίλη Γεωργία Νόνα η μετάφραση
Ότι εκείνη με συνέδεσε με το έργο της Mary Webb

Όταν ψυχρές ομίχλες στον χαρωπό μου τον κήπο ευδοκιμούν
Κι άνθη από τούτα τα δέντρα πέφτουν, τα χρυσά·
Όταν στους ψεύτικα χρωματισμένους ουρανούς του πρωινού
Γλυκά πουλιά δεν κελαηδούνε πια·
Όταν πεθαίνει η μουσική, σκοτεινό το χρώμα θολώνει,
Και μ’ έναν λυγμό το γέλιο γλιστρά, αστοχεί·
Όταν όλη των ονείρων μου η παρέα, γαλήνια και ζωηρή, Συνεχίστε την ανάγνωση του «Μαίρη Γουέμπ, Νοέμβρης ―μετάφραση Ασημίνα Λαμπράκου»

Ανταποκρίσεις Απόστολου Θηβαίου: Εν δυο, εν δυο

[…ο μαθητής Βλαστός σκοτώθηκε στα Δολιανά. Ήταν το πρώτο θύμα του έπους του ‘40. Την επόμενη μέρα άλλοι τριακόσιοι εκτελέστηκαν. Ο μαθητής Βλαστός δεν παρέλασε ποτέ και πάει καιρός που άκουσε το όνομά του στο βραδινό το προσκλητήριο…]

Εμπρός μαθητική νεολαία μου, εσύ κρατάς το ίσο, εσύ μας τραβάς πιο πέρα και ας έχεις κιόλας δαπανηθεί. Εμπρός παιδιά, εν δυο, ένα αριστερό και δώσ’ του τα λευκά τα πουκαμισάκια που διαβαίνουν μέσα από όλα τα φθινόπωρα της ζωής μας. Συνεχίστε την ανάγνωση του «Ανταποκρίσεις Απόστολου Θηβαίου: Εν δυο, εν δυο»

Κώστας Μόντης, Το φθινόπωρο και το καλοκαίρι

Το καλοκαίρι εκείνο το φοβήθηκε το φθινόπωρο,
το κύτταζε και δίσταζε:
Ν’ αποπειραθεί, να μην αποπειραθή;
Έχουν ένα όνομα, ξέρετε, οι εποχές,
έχουν μια παράδοση,
έχουν μια ιστορία,
έχουν μια αξιοπρέπεια,
είναι επιτέλους ελέω Θεού,
και δεν μπορούν εύκολα να το διακινδυνεύσουν.
Εμείς αφ’ ετέρου, βουτηγμένοι ως τα μπούνια
στη ζέστη του,
το ενθαρρύναμε ανευθύνως.
Εμείς αφ’ ετέρου, βουτηγμένοι ως τα μπούνια
στη ζέστη του,
το ενθαρρύναμε ανευθύνως στην ανυπακοή.
το ενθαρρύναμε ανευθύνως στην ανταρσία.

*

[από «Ως εν κατακλείδι». Λευκωσία 1984

✳︎

 

Ambrose Bierce, Ένας αγώνας που δεν τελείωσε ποτέ

Ο Τζέιμς Μπερν Γουόρσον ήταν υποδηματοποιός και ζούσε στο Λίμινγκτον του Γουόρκσιαα της Αγγλίας. Είχε ένα μικρό κατάστημα σε μία από τις παρόδους που οδηγούσαν στο Γουόρκ. Στους ταπεινούς του κύκλους θεωρούνταν έντιμος άνθρωπος, αν και, όπως και πολλοί άλλοι της τάξης του στις αγγλικές πόλεις, ήταν κάπως εθισμένος στπ ποτό. Όταν έπινε, έβαζε ανόητα στοιχήματα. Σε μία από αυτές τις πολύ συχνές περιπτώσεις, καυχιόταν για τις ικανότητές του στο βάδισμα και το τρέξιμο, και το αποτέλεσμα ήταν ένας αγώνας. Συνεχίστε την ανάγνωση του «Ambrose Bierce, Ένας αγώνας που δεν τελείωσε ποτέ»

Μανόλης Aναγνωστάκης, το τελευταίο σου γράμμα

Τώρα εἶναι ἁπλὸς θεατής…

Τώρα εἶναι ἁπλὸς θεατὴς
Ἀσήμαντος ἀνθρωπάκος μέσα στὸ πλῆθος
Τώρα πιὰ δὲ χειροκροτεῖ δὲ χειροκροτεῖται
Ξένος περιφέρεται στῶν ὁδῶν τὸ κάλεσμα-

Ἔρχονται ἀπὸ μακριὰ οἱ νέοι σαλπιγκτὲς
Τῶν ἐπίλεκτων κλάσεων τοῦ μέλλοντος
Οἱ κραυγὲς τοὺς γκρεμίζουν τὰ σαθρὰ τείχη
Τήκουν τὴ λάσπη σὲ φωτεινοὺς ρύακες Συνεχίστε την ανάγνωση του «Μανόλης Aναγνωστάκης, το τελευταίο σου γράμμα»