Έχεις προσπαθήσει να μην γκρινιάζεις μια μέρα; Nα είσαι ευδιάθετος, έτσι που να ρωτούν οι άλλοι «πές μας τι συμβαίνει σήμερα»; Έχεις προσπαθήσει να φτιάξεις ένα παζλ χωρίς να κοιτάξεις την εικόνα;
Κι όμως! Ζωγράφιζα με ευκολία στο μυαλό μου το μέρος που ήθελα διακαώς να επισκεφτώ. Τη χώρα του ανατέλλοντος Ηλίου με τους κήπους ορχιδέας, το μυθικό θαλάσσιο λέοντα, τις ήρεμες γκέισες…
Είχα ξεχάσει τα 36 φανάρια που συναντώ κάθε μέρα για να φτάσω από τον Πειραιά στην Ανθούσα, όπου βρίσκεται το υποκατάστημα που εργάζομαι. Είχα ξεχάσει πόσο κουρασμένος νιώθω, φτάνοντας εκεί ξεψυχισμένος. Είχα απωθήσει τις φορές που είχα τσακώσει τον κόπανο (εννοώ εκείνο το βρωμερό καθίκι, τον διευθυντή μου) να παρενοχλεί τη νεαρή συνάδελφο στο γωνιακό γραφείο. Πόσες φορές ήθελα να του δώσω μια μπουνιά, του γερομπισμπίκη!
Αυτό ακριβώς συνέβη εκείνη τη μέρα. Για την ακρίβεια το προηγούμενο απόγευμα, όταν το ταξιδιωτικό γραφείο με ενημέρωσε ότι θα πραγματοποιούνταν τελικά το πολυπόθητο ταξίδι στην Ιαπωνία. Το περίμενα τόσο, μα τόσο καιρό! Είχα έτοιμα τα έγγραφα αρκετούς μήνες νωρίτερα. Δεν χρειαζόταν πια βίζα όπως παλιότερα που με καθυστέρησαν οι υπηρεσίες και δεν πρόλαβα τις προθεσμίες.Το διαβατήριο με διάρκεια 10ετίας το είχα πρόσφατα παραλάβει κολλαριστό. Όλα έδειχναν ότι αυτή τη φορά το σύμπαν ήταν με το μέρος μου. Είχα έτοιμα και τα λόγια που θα έλεγα στον «αξιότιμο» Διευθυντή για την πολυήμερη άδεια. «Έχω ανάγκη να ξεκουραστώ κύριε Διευθυντά, να αλλάξω παραστάσεις. Δεν μπορώ να μετρώ κοινόχρηστα, (εννοώντας τα «νομίσματα» στο ταμείο), να τα βλέπω να περνάνε μέσα από τα χεράκια μου και να μην είναι δικά μου! Θέλω την ηρεμία της φύσης, να φορτίσω τις μπαταρίες μου. Θέλω να γαληνέψει η ψυχή μου, μακριά από δω».
Μια που το σκεφτόμουν και μια που έφαγα την απόρριψη. «Αγαπητέ μου, αναγνωρίζω την ανάγκη σου, αλλά ο αντικαταστάτης σου θα εγχειριστεί αυτές τις μέρες. Ποιος θεωρείς ότι έχει προτεραιότητα αδείας;» Με αποστόμωσε, μα δεν έχασα το θάρρος μου. «Και ο άλλος συνάδελφος που με αναπληρώνει;» ξαναρώτησα.
« Ποιον εννοείς; Τον Χρύσανθο; Μα αυτός θα λείπει δυο εβδομάδες για να μαζέψει τις ελιές. Οικογενειάρχης άνθρωπος με υποχρεώσεις…Να του αρνηθώ;»
«Μα κύριε Διευθυντά, γκρεμίζετε το όνειρό μου. Γνωρίζετε ότι προετοιμάζω στο μυαλό μου αυτό το ταξίδι χρόνια…Είχα προσπαθήσει και παλιότερα, αν θυμάστε…». «Λυπάμαι, λυπάμαι, μια άλλη φορά. Δεν χάθηκε ο κόσμος. H Ιαπωνία θα σε περιμένει», είπε και έκανε μια γκριμάτσα ωχαδελφισμού. Οι ρυτίδες φάνηκαν πιο έντονες στο σταφιδιασμένο του πρόσωπο. Ήταν κακάσχημος και σιχαμερός όσο ποτέ άλλοτε. Ήθελα να τον αρπάξω από το σβέρκο, να του δώσω ένα χαστούκι και να τον φτύσω. Θυμάμαι ότι είχα διαμορφώσει την παλάμη μου έτσι, ώστε να μαγκώσω τον λαιμό του. Τα δάχτυλα μου ήταν παρόμοια με τα γαμψά νύχια αρπακτικού. Κι εκεί που το είχα αποφασίσει, μπήκε μπροστά μου η κυρία Αναστολή. «Καλά δεν ντρέπεσαι; Τι θα πουν για σένα οι συνάδελφοί σου που σε έχουν σε υπόληψη;»
«Πρόσεξε τι πας να κάνεις!» μου ψιθύρισε στο αυτί η φωνή της μαμάς.
«Καλά όλοι τώρα θα έρθετε να μου βάλετε φρένο; Πού είστε όλοι εσείς και ο κόσμος σας, όταν εγώ υποφέρω στο ταμείο; Έχετε ιδέα τι άγχος και τη ευθύνη κουβαλώ;» Μόνο την τελευταία στιγμή κατόρθωσα να απομακρύνω το χέρι μου από τον σβέρκο του κυρίου διευθυντού, κάνοντας δήθεν έναν ελιγμό αβροφροσύνης, επενδυμένο με ψεύτικο χαμόγελο. Ναι το ομολογώ. Ντρεπόμουν τους συναδέλφους μου και κυρίως τη νεαρή συνάδελφο, την Καλλίτσα. Έτσι την έλεγαν. Ακόμα και αν με συμπαθούσε λίγο, θα με σιχαινόταν αν παραφερόμουν στον διευθυντή. Όχι ότι θα έκανα κάτι μαζί της. Δεν μου αρέσουν οι άνθρωποι που δεν βάζουν όρια, όταν οι άλλοι παρεκτρέπονται. Όμως, είναι και μερικοί ή μάλλον μερικές που έχουν συνηθίσει να είναι «τα καλά παιδιά» απέναντι στους εκπροσώπους της εξουσίας…
Η αλήθεια πάντως είναι ότι θα ευχαριστιόμουν αν τον κλωτσούσα και στα αχαμνά. Έτσι, για να πάρει ένα μάθημα και να ταρακουνηθεί, όπως γίνεται στο σεισμό. Δεν θυμάμαι σε τι κατάσταση έφυγα από μπροστά του. Τρέχοντας ή παραπατώντας; Μάλλον κάθιδρος και ολοκόκκινος, από πίεση και απόγνωση. Δεν θυμάμαι πόσες κατάρες και βλαστήμιες ψιθύρισα. Τόση σύγχυση είχα που σκόρπιες, άλογες σκέψεις έκαναν παρέλαση στο κεφάλι μου. Μέχρι που ήθελα να πάω να βρω τον επόπτη εργασίας! Σκεφτόμουν μέχρι και να παραιτηθώ…
Θυμάμαι ότι έκλαιγα όλο το βράδυ και μούσκεψα με τα δάκρυά μου το μαξιλάρι. Ήταν από ματαίωση; Ήταν από την αδικία που ένιωσα; Γιατί δεν κατάλαβε ο «χαμένος» ότι είχα φτάσει στο χείλος της κατάθλιψης; Tο ταξίδι αυτό στην Άπω Ανατολή ήταν ένα είδος θεραπείας. «Α τον ελεεινό και τρισάθλιο, α τον αφιλότιμο, α τον αδικοθάνατο!…» έλεγα και ξανάλεγα.
Έκλαιγα και συνάμα πενθούσα. Βαριά η απώλεια του ονείρου μου. Την πρώτη φορά που επιχείρησα να πάω εκεί, ακυρώθηκε η εκδρομή. «Δεν είχε μαζευτεί κόσμος» μου είχαν πει από το τουριστικό γραφείο. Τώρα όμως; Μέχρι και εσωτερικό δάνειο από την τράπεζα είχα πάρει αυτή τη φορά, για να κάνω το ταξίδι. Είχαν προχωρήσει τα μαθήματα Ιαπωνικών μου καθώς και της γραφής με σινική μελάνη. Μήπως τελικά έπρεπε να είχα πιέσει περισσότερο τον διευθύνταρο, ώστε να πάρω άδεια, πάση θυσία; Μήπως να ζητούσα άδεια για άλλο σκοπό, λ.χ. για υγεία; Βογκούσα με σπασμούς από πόνο στο στήθος. Αν ήμουν καμιά ξανθιά που πάνω της θα άπλωνε «τα ξερά του», θα μου έδινε άραγε την άδεια; Αν ήμουν κανένας γιος κολλητού του, θα τολμούσε να φέρει αντίρρηση; Αν είχα οικογένεια και σύζυγο και του έλεγα ότι η γυναίκα μου θα με χώριζε, αν δεν την πήγαινα ταξίδι; Όμως, τίποτα από αυτά δεν ίσχυε. Ήταν σενάρια και εικασίες. Πολλοί έσπειραν το ΑΝ, αλλά δεν φύτρωσε!
Το πρωί ξύπνησα με πρησμένα τα μάτια από την έλλειψη ύπνου. Τηλεφωνικώς δήλωσα αναρρωτική άδεια και ας έκοβαν το λαιμό τους στην τράπεζα. Τι θα μου έκαναν: Το πολύ πολύ να μου τηλεφωνούσαν, για να βεβαιωθούν ότι δεν θα έκανα καμιά απέλπιδα προσπάθεια και ότι αύριο θα ήμουν στο πόστο μου.
Σας βεβαιώνω, όμως, ότι όταν ο νους έχει ένα συγκεκριμένο στόχο, μπορεί να εστιάσει σε αυτόν και να ανακατευθύνει την ενέργειά του μέχρι να φτάσει στον τελικό σκοπό. Αλλιώς η ενέργεια αυτή πάει στράφι. Έπεισα λοιπόν τον εαυτό μου ότι θα προσπαθούσα ξανά να τεντωθώ, να φτάσω λίγο ψηλότερα! Είπα, έκλεισα τα μάτια και ονειρεύτηκα τις ανθισμένες κερασιές και τις γκέισες στον δρόμο με τις ρομαντικές ομπρελίτσες τους και τα ξύλινα τσόκαρα. Χαμογελούσαν με ηρεμία! Η Ιαπωνία με περίμενε!
*
©Ειρήνη Δ. Θυμιατζή, 20.1.2023
φωτο: Στράτος Φουντούλης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.