Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Μεκόνγκ Ρίβερ

με τα μέσα του φωτός

ύλινη προβλήτα χαμένη μες στην ομίχλη. Αχνοφαίνεται το φανάρι για τα πλοία που εισέρχονται και πιο φανερά στη σκηνή, ένας φανοστάτης με ιαμβικά τεχνάσματα και το αδύναμο φως του. Κάθε τόσο ακούγονται τα μεγάλα πλοία που κορνάρουν, θαρρείς και κανείς δεν προσέχει πως λείπουν πια από το πόστο τους. Ένας νεαρός στέκεται εκεί στην άκρη. Η αγωνία του είναι φανερή. Τριγύρω και άλλοι, σκιές ακροβολισμένες, ψυχές σε άτακτη υποχώρηση. Για ευκολία θα λέγονται σκιές, ένα, δύο και τα λοιπά. Μόνον ο νέος θα έχει ένα όνομα, ας πούμε Τζόζι. Τον φωνάζουν Τζόζι και ίσως μας φανερώσει παρακάτω τι περιμένει μες στην θολή νυχτιά. Λοιπόν, Τζόζι;)

 Τζόζι: (μονάχος του, οι άλλοι μένουν κρυμμένοι, μόνο υποψίες τους έχει, επειδή πηγαίνει κάθε νύχτα) Είναι ώρα. Πάντα, τέτοια ώρα. Συνεχίστε την ανάγνωση του «Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Μεκόνγκ Ρίβερ»

Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Άλμα

μικρό θεατρικό σε μια
μεγάλη σκληρή σκηνή

λαμπ Σόλιντορ. Παρίσι, Πορτ ντ’Ιταλί, συνοικία κακόφημη με αερογέφυρες και αυτοσχέδιες σόμπες με βαρέλια των καινούριων αθλίων. Το μαγαζί δεν δίνει σημάδια για την ύπαρξή του. Μονάχα μια επιγραφή με σβησμένα όλα τα γράμματα εκτός από το «ρ» της μυστηριώδους λέξεως Σόλιντορ. Οι μύστες ξέρουν και στη σκηνή μες στο μισοσκόταδο, με ένα φανάρι του δρόμου μόνο και την είσοδο εκείνου του μαγαζιού κάτι σκιές περνούν και χάνονται πίσω από τα σκηνικά, επαναλαμβανόμενα, έρχονται και φεύγουν όπως οι σκιές στις ζωές μας, ακριβώς έτσι. Αργά πέφτει σκοτάδι, τώρα ακούγονται μόνο τα βήματα και αχνοφέγγει το φανάρι του δρόμου, χαμηλωμένο και αυτό, κίτρινο, όλο ντροπή. Συνεχίστε την ανάγνωση του «Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Άλμα»

Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Ιχθυέλαιο

Έργο βασισμένο στις θαυματουργές ιδιότητες γνωστού σκευάσματος
που μνημονεύει με στυλ τον Κανάρη, τον μπουρλοτιέρη, ντε.

νακριτικό γραφείο. Καθόλου μακριά από την πόλη καθώς ακούγονται κάθε τόσο καζανάκια, βλαστήμιες, ρεψίματα, γέλια και κλάματα. Το σκηνικό έχει ένα τραπέζι με το φωτιστικό του, έναν πίνακα φελλού με την κάρτα ενός κλειδαρά και κάτι σκισμένα γκοφρέ. Το όλο πράγμα αναδύει ερημιά και εγκατάλειψη μα ταιριάζει απολύτως στο ρόλο ενός ανακριτικού δωματίου, κάπου μες στην καρδιά της πόλης. Καθώς πού να τρέχουμε τώρα;

 Ο ένας καλοντυμένος, ο άλλος με τις πυτζάμες του, κακοχτενισμένος, δεμένος με τις χειροπέδες. Κρατούμενος με όλη τη σημασία της λέξης. Στο μπαλκόνι έρχεται και φεύγει ένας τρίτος που όλο μιλά στο τηλέφωνο και κάτι κανονίζει διαρκώς.)

Ανακριτής: Να το πάρουμε απ’ την αρχή. Συνεχίστε την ανάγνωση του «Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Ιχθυέλαιο»

Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Το λάλο το νερό[¹]

έκκρουσον στυγεράν εκ κραδίας οδύναν
Μελέαγρος

Έργο σε τρεις σκηνές

 τοιμόρροπο αρχοντικό στο κέντρο της πόλης. Δίπατο με σαθρές ξύλινες κολόνες, φαγωμένες από τον καιρό. Μια σκεπή μισογερμένη, με μπαλώματα εδώ και εκεί. Και ακριβώς πάνω από την είσοδο που υπακούει σε κάποιον αρχαιοελληνικό τάχα ρυθμό, με τη βαριά ξύλινη πόρτα και το εντυπωσιακό ρόπτρο με το μισάνοιχτο στόμα του γρύπα, η επιγραφή. «Το Μαντείο». Δίπλα από το οίκημα ξεχωρίζει ένα μικρό περιβόλι, με λίγες νεραντζιές και κάτι βρώμικες θημωνιές. Το σπίτι περιβάλλει μια μάντρα, με κακοκομμένους λίθους και το περίσσευμα της λάσπης στερεωμένο πια, ξεχασμένο από τον αδέξιο χτίστη, τον κακοπληρωμένο. Μια άλλη πόρτα πλάι σε εκείνη τη μεγάλη, την κλειστή στέκει μισάνοιχτη. Και πηγαινοέρχεται το βουβό πλήθος, μαυροφορεμένο, με τα γυαλιά για την αντηλιά φορεμένα. Και κάποιοι συνομιλούν, χαμηλόφωνα πάντα, σφίγγουν τα χέρια και αποχαιρετιούνται. Ένας που φεύγει σκοντάφτει σε ένα φαράσι, κάνει να πέσει μα κρατιέται. Και ύστερα, φωνάζει ένα μεγαλοπρεπέστατο «άει σιχτίρ». Στρίβει στη μάντρα, φτιάχνει το καπέλο του. Ένας από την αυλή φωνάζει. Το έργο αρχίζει.] Συνεχίστε την ανάγνωση του «Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Το λάλο το νερό[¹]»

Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Turkish delight powder

Έργο με μια
ολομόναχη σκηνή

κύριος Γουντ πιάνει το κεφάλι του. Η κυρία τον συντρέχει μα δεν μπορεί να κάνει κάτι. Τα χαρτιά που κραδαίνει εκείνος είναι αδιάψευστοι μάρτυρες. Βρισκόμαστε στην Αμβέρσα του 1928 και απ’έξω ακούγεται ο θόρυβος της αγοράς και του λιμανιού. Ο κύριος Γουντ σχεδόν έχει βάλει τα κλάματα ή βλαστημάει την ώρα και τη στιγμή που διάλεξε να παριστάνει τον επί γης Αρχάγγελο. Η κυρία Γουντ κρατά το χαρτί, βάζει το χέρι με έκπληξη εμπρός στο στόμα της, μοιάζει σοκαρισμένη. Ο κύριος Γουντ της αρπάζει το χαρτί από τα χέρια, σηκώνεται από τη θέση του και κλείνει τα παντζούρια, ανάβει το κερί και λέει στην κυρά να καθίσει.)

Κύριος Γουντ: Το σκέφτηκα γυναίκα. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Τώρα θα το κάνουμε.

Κυρία Γουντ : Απάτη; (ξανά το στόμα στο χέρι ή τ’αντίθετο, όλα μπορεί να συμβούν, και τα κανονικά και τα μη) Συνεχίστε την ανάγνωση του «Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Turkish delight powder»

Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Τζίνα, να μία σωστική φωτοβολίδα

Έργο με καταρρεύσεις
 και με συντριβές

κηνικό τραπεζαρίας με ένα σωρό εδέσματα, πιατέλες, καράφες παραγεμισμένες με κρασί. Οι καρέκλες βρίσκονται σε απόλυτη στοίχιση και έχουν πλεγμένα ξύλινα ρόδα στις πλάτες τους. Στην μια πλευρά του τραπεζιού βρίσκονται όλα τα κάδρα των προγόνων. Φέρουν στο ύψος των ματιών τους μια κατάμαυρη λωρίδα χρώμα, σαν κάποιος που ‘χει σφραγίσει το βλέμμα τους για πάντα. Στον άλλον τοίχο κεφαλές θηραμάτων βαλσαμωμένες, τίγρεις, αρσενικά λιοντάρια, βίσονες και θηρία ασυνήθιστα που μόνον κάποιος θαρραλέος θα μπορούσε να κυνηγήσει. Πάνω από το τραπέζι φέγγει ένας πολυέλαιος, ενώ στο ταβάνι μπορεί να δει κανείς ζωγραφισμένη σε κακή αντιγραφή μάλλον , δίχως προοπτική, την Ανάληψη της Μαρίας του Κορέτζιο. Μάλλον ετούτη η Μαρία δεν θα φτάσει πουθενά.)  Συνεχίστε την ανάγνωση του «Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Τζίνα, να μία σωστική φωτοβολίδα»

Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Ο ωραίος Άλεξ

εργάκι από το λαϊκό ρεπερτόριο
που χωρεί μια δυο αλήθειες

κηνικό γιορτινού τραπεζιού. Εδέσματα, πιατέλες και γύρω ευτυχισμένοι οι καλεσμένοι. Οι κυρίες χαμογελούν και δοκιμάζουν με τρόπο το κρασί. Και οι άνδρες καθισμένοι όπως στο φρέσκο του μοναστηριού του Μιλάνου με το κέντρο να κυριαρχείται από τον πιο όμορφο, τον πιο λαμπερό από όλους τους παρευρισκόμενους. Γύρω του η οικογένεια και εκείνος ευτυχισμένος, σαν Ερωτόκριτος έξω από το δράμα του. Σε κάποιο άλλο δωμάτιο με το οποίο έχουμε οπτική επαφή ως θεατές μια γυναίκα στέκει εμπρός από τα σκεύη της που αφήνουν βρυχηθμούς ατμού. Θεέ μου, με τι θηρία θα πρέπει κανείς να τα βάλει μες στην κουζίνα που δουλεύει ακατάπαυστα στο όνομα της γεύσης.) Συνεχίστε την ανάγνωση του «Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Ο ωραίος Άλεξ»

Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Τα προπλάσματα

αρχίατρος. Μεσήλικας, ασκεπής, με ατσαλάκωτο κοστούμι γυαλιστερής υφής με λεπτό κόψιμο. Βρίσκεται στην αρχή του διαδρόμου. Πλάι του οι στρατηγοί. Ασκεπείς και εκείνοι. Ένα βήμα όπισθεν, παρά πόδα, επ’ώμου με τραβηγμένο το ου σαν αστείο. Κατά μήκος όρθιες, ακίνητες φιγούρες, ντυμένες με γύψο από την κορφή ως τα νύχια. Ας πούμε πως θυμίζουν ανθρώπινα αγάλματα. Ένας ντυμένος με μεσαιωνική στολή χωρικού, τύπου Ρομπέν των Δασών εμφανίζεται, παίζει τρεις φορές ένα μοτίβο στην τρομπέτα του και εξαφανίζεται. Συνεχίστε την ανάγνωση του «Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Τα προπλάσματα»