Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Turkish delight powder

Έργο με μια
ολομόναχη σκηνή

κύριος Γουντ πιάνει το κεφάλι του. Η κυρία τον συντρέχει μα δεν μπορεί να κάνει κάτι. Τα χαρτιά που κραδαίνει εκείνος είναι αδιάψευστοι μάρτυρες. Βρισκόμαστε στην Αμβέρσα του 1928 και απ’έξω ακούγεται ο θόρυβος της αγοράς και του λιμανιού. Ο κύριος Γουντ σχεδόν έχει βάλει τα κλάματα ή βλαστημάει την ώρα και τη στιγμή που διάλεξε να παριστάνει τον επί γης Αρχάγγελο. Η κυρία Γουντ κρατά το χαρτί, βάζει το χέρι με έκπληξη εμπρός στο στόμα της, μοιάζει σοκαρισμένη. Ο κύριος Γουντ της αρπάζει το χαρτί από τα χέρια, σηκώνεται από τη θέση του και κλείνει τα παντζούρια, ανάβει το κερί και λέει στην κυρά να καθίσει.)

Κύριος Γουντ: Το σκέφτηκα γυναίκα. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Τώρα θα το κάνουμε.

Κυρία Γουντ : Απάτη; (ξανά το στόμα στο χέρι ή τ’αντίθετο, όλα μπορεί να συμβούν, και τα κανονικά και τα μη)

Κύριος Γουντ: Αμάν Κλαιρ με αυτό σου το συνήθειο! Είναι ανάγκη να βλέπω την κουφάλα; Ω θεέ μου πώς χάσκει! Σκέτο τέλμα!

Κυρία Γουντ: Φαντάσου πως και εγώ την ίδια κουφάλα βλέπω μα δεν χρειάζεται να ανοίξεις το στόμα σου, ακριβέ μου.

Κύριος Γουντ: Θα σε έστελνα εδώ πιο κάτω, μα η κόλαση μας βρήκε, γυναίκα! Είναι εδώ και έχει το πρόσωπο του κυρίου Σόιλ. 

Κυρία Γουντ: Δεν τη λες και άσκημη, τότε!

Κύριος Γουντ: Παλιογυναίκα!

Κυρία Γουντ: Λίγο κρασί αγάπη μου; 

Κύριος Γουντ: Άστο το κρασί. Μα δεν έχεις συναίσθηση; Ο κύριος Σόιλ θα έρθει εδώ και θα τα πάρει όλα. Για εκατό λίρες, όχι πως είναι ευτελές το ποσό δηλαδή, μα πώς πάει καρδιά στον άνθρωπο να καταστρέψει κάποιον για εκατό λίρες; (τσαλακώνει το χαρτί, θυμώνει)

Κυρία Γουντ: Α, εγώ ευχαρίστως. 

Κύριος Γουντ: Ώστε έτσι, λοιπόν. 

Κυρία Γουντ: Ναι, έτσι (θυμωμένα) Συγυρίζει αμήχανα το τραπεζομάντιλο, τακτοποιεί κάτι χαρτιά, όλα φαντάζουν μελαγχολικά) Και τι με αυτόν τον κύριο Σόιλ;

Κύριος Γουντ: Αμ, έτσι σε θέλω. Αυτός λοιπόν περιμένει τον πεθερό του. Λένε πως τώρα δα τον κοινώνησε ο πάστορας και πάει να βρει την αιωνιότητα.

Κυρία Γουντ: Θεός χωρέσ’τον. (σταυροκοπιέται)

Κύριος Γουντ: (το ίδιο, συνεχίζει) Ε, λοιπόν, ξέρεις τι αγάπη του ‘χε. Την υπολογίζουν σε τετρακόσια στρέμματα σταφύλι, σπάνια ποικιλία και τριακόσιες χιλιάδες λίρες. Ούτε μια λιγότερη. Θα πρέπει λοιπόν να μην την τσιγκουνευτεί την αγάπη και εκείνος. Θα θελήσει όλες τις διακοσμήσεις. Ίσως να πρέπει και εσύ να διακοσμηθείς μια στάλα.

Κυρία Γουντ: Θα το κάνω. Αύριο κιόλας θα πάω από το σαλόνι της μαντάμ Άμπι και αν το θέλει ο Θεός θα κάνω μια περιποίηση άλλο   πράγμα.

Κύριος Γουντ: Για τον Θεό! Κλαιρ, εκεί πηγαίνουν κορίτσια, να πούμε, ελαφριά.

Κυρία Γουντ: Αλίμονο, αν ήταν διαφορετικά δεν θα πατούσα το πόδι μου. Κοίτα με (κάνει στροφές, όλο και πιο γρήγορα, ο κύριος Γουντ τη διακόπτει. Εκείνη ζαλίζεται, πέφτει στην αγκαλιά του.)

Κύριος Γουντ: (αμήχανος) Το λοιπόν, θα του πούμε πως θα τον κάνουμε να φαίνεται ζωντανός.

Κυρία Γουντ: Πέθανε κανείς; Ποιον από όλους τους νεκρούς αγάπη μου, ποιον;

Κύριος Γουντ: Κανέναν ακόμη. Όμως ο κύριος Σόιλ, θυμάστε αγαπητή μου Κλαιρ; Είστε μαζί μου;

Κυρία Γουντ: Πώς, ναι, εδώ μαζί είμεθα. Ο κύριος Σόιλ, ο ωραίος ντε, έπειτα οι στροφές και μετά (αηδιασμένη) η αγκαλιά σου.(γυρνά σε έναν καθρέφτη θολό και βρώμικο και κοιτάζει τη μορφή της, αργά διαβάζει τις ρωγμές της. 

Ο χρόνος κάνει τη δουλειά του όσο εμείς γελούμε με τις καρδιές μας.)

Κύριος Γουντ: Έχω κλείσει έναν ηθοποιό πρώτης τάξεως. Μένει είκοσι μίλια από εδώ. Και ο κύριος Σόιλ ποτέ δεν έχει ξεμυτίσει. Τα πλούτη του βλέπεις. Φαντάσου πως δεν θέλησε αμοιβή, μόνο λουκούμια. Το πιστεύεις; Δεν θα τον έχει ξαναδεί ποτέ του και έτσι το κόλπο δεν θα στραβώσει.

Κυρία Γουντ: Ω, τι γλυκός που θα’ναι!

(Η πόρτα χτυπάει, ο κύριος Σόιλ, ατυχία σοβαρή. Πίσω του φουριόζος ο μελλοντικός πεθαμένος, ο ηθοποιός ντε, με το πάθος για τα λουκούμια. Κρατεί μια χάρτινη συσκευασία, η πόρτα ανοίγει, ο νεαρός πέφτει πάνω στον κύριο Σόιλ, ο τόπος γεμίζει λουκουμόσκονη, οι κύριοι βγάζουν τα μαντίλια τους, η κυρία Γουντ γελά υστερικά προφέροντας τη λέξη «ψιμύθιο», ο κύριος Σόιλ σηκώνει το μπαστούνι του, ο ηθοποιός χαμογελά, η σκηνή παγώνει. Συστήνεται.)

Ηθοποιός: Μπεν. Χάρηκα και συγνώμη κύριε, ειλικρινώς συγνώμη. 

Κύριος Σόιλ: (μέσα από τα δόντια του) Στραβάδι (τινάζει το σακάκι του, ο κύριος Γουντ ιδρωμένος από την αγωνία ανάμεσα στους δυο άνδρες)

Ηθοποιός: Όχι, όχι, δεν θα παριστάνω το στραβάδι. Τον πεθαμένο, αυτόν θα κάνω. Για να κλείσουμε μια δουλειά.

Κύριος Σόιλ: Ώστε έτσι. Κύριε Γουντ, προσλαμβάνετε; (ειρωνικά)

(Σκοτάδι στη σκηνή και λίγο φως μονάχα στο πρόσωπο του κυρίου Γουντ. Όλα είναι μελαγχολικά, τόσο μελαγχολικά. Ο κύριος Γουντ ανοίγει την χάρτινη συσκευασία και τρώει το ένα λουκούμι μετά το άλλο, όσο ακούγονται τα γέλια της κυρία Γουντ που λέει «αμάν κύριε Σόιλ, δεν κρατιέστε πια» και ο ήχος από τις εκατό λίρες που πέφτουν χάμω, πιο βαριές από την κάθε μας ντροπή. Το φως στη σκηνή επανέρχεται και ο κύριος Γουντ, κάτασπρος από τη λουκουμόσκονη, στέκει στο μέσον του κελιού του. 

Το κόλπο δεν έπιασε και τώρα μες στη δημοτική φυλακή έχει όλο τον καιρό να σκεφτεί ο κύριος Γουντ και να γνωρίσει από την καλή και από την ανάποδη την ιερή μυρωδιά της πιο σκληρής ζωής. Όλα τόσο μελαγχολικά τριγύρω ή αμήχανα σαν να χρειάζονταν όλοι ένα τέλος ευτυχισμένο, όμως δεν κατορθώνεται πάντα και χρειάζεται να προσπαθήσει κανείς αρκετά κόντρα στις αναποδιές.)

*

©Απόστολος Θηβαίος

Διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→