Λίλια Τσούβα, Γοβάκια από πάγο ―από την Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Λίλια Τσούβα, Γοβάκια από πάγο, Η Σακατζαγουία και άλλες γυναίκες, εκδόσεις κουκκίδα

Mετά την τελευταία της συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο «Το τραγούδι των Ινουίτ» από τις εκδόσεις Βακχικόν το 2021, η Λίλια Τσούβα, επανέρχεται με μία νέα, η οποία ξεχωρίζει και πάλι για την θεματική της αλλά και για την ιδιαίτερη ματιά της, αφού καταφέρνει να συμπεριλάβει στα κείμενά της ποικίλες αρετές. Η μυθιστορηματική πλοκή συναντά τη μικρή φόρμα, αλλά και την αγάπη τής συγγραφέως για την τέχνη, την οποία και προβάλλει και μέσω των εικόνων που περιέχονται στην έκδοση, ενώ η πένα της δεν στέκεται στα στενά όρια της πατρίδας της, αλλά μας ταξιδεύει και πάλι, όχι μόνο στον κόσμο, αλλά και στον χρόνο. Η κυριότερη αρετή της συλλογής, ωστόσο, είναι, όπως αναφέρει και η ίδια στον πρόλογο, «…η ιδέα της μυθιστορηματικής παρουσίασης του βίου εμβληματικών γυναικών. […] Σε μια εποχή που το γυναικείο ζήτημα έχει έντονα αναδυθεί…». Το ποιητικό ύφος της αφήγησης πέρα από τη λογοτεχνική αξία που προσδίδει στον πεζό λόγο προσφέρει και την ανάλογη αναγνωστική απόλαυση, η οποία πρέπει να σημειωθεί είναι αξιοσημείωτη. Οι βιογραφίες που παρατίθενται στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, αλλά και το πλήθος των βιβλιογραφικών αναφορών προσδίδουν στη συλλογή, επιπλέον και εκπαιδευτική αξία, μπορεί θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και πηγή ιστορικής και λογοτεχνικής μελέτης στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

Η Λίλια Τσούβα αφηγείται τις ιστορίες της Θεοδώρας, της Σαπφώς, της Σακατζαγουία, της Ασπασίας, της Μπουντίκα, της Ροσβίτα, της Τρουθ, της Υπατίας, της Σούρμαν, της Ιουδίθ, της Θεοφανώς. Οι προσωπικότητές τους ξετυλίγονται μυθοπλαστικά, χωρίς να απομακρύνονται από την ιστορική τους οντότητα, περπατώντας τον χρόνο ανάδρομα, πάνω σε γοβάκια από πάγο. Όπως γράφει και η Χλόη Κουτσουμπέλη στην ποιητική της συλλογή «Γυναίκα-ψάρι» (2006), και η ιστορία κάθε γυναίκας, «της Μαρίας, της Άννας, της Ελένης, της Φρίντας, της Σύλβιας, της Ιωάννας και όλων των άλλων γυναικών. Αθόρυβα αφήνουν πίσω τους τα χνάρια από μικρά παπούτσια.»

Ο τίτλος ισορροπεί συμβολικά τα βήματα όλων αυτών των γυναικών επάνω σε γοβάκια φτιαγμένα από νερό. Διάφανα σαν την ψυχή τους, λαμπερά σαν τα όνειρά τους και εφήμερα σαν την ευτυχία τους. Είναι εκείνα τα γοβάκια που κυρίως καθόρισαν τον έμφυλο ρόλο της πριγκίπισσας του παραμυθιού, της femme fatale, της ιδιόκτητης γυναίκας, της γυναίκας στολίδι, της γυναίκας ευχαρίστησης. Είναι τα παπούτσια που χάθηκαν μια νύχτα πριν εμφανιστεί ο πρίγκιπας, που έλιωσαν ως να φτάσουν στην άκρη της γραμμής, εκεί όπου η σκληρότητα της πατριαρχίας χαράζει αιμάτινα ποτάμια στη ράχη τους, γκρεμίζει τα οράματά τους.

Σαν μια άλλη Σεχραζάτ, η Λίλια Τσουβά, με όχημα τον ποιητικό λόγο και την παραμυθία αφηγείται την δόξα των γυναικών αυτών που χάραξαν δρόμο, ανάμεσα σε έμφυλα στερεότυπα, κερδίζοντας χρόνο για χάρη τους, πριν λησμονηθούν. Χρόνο ιστορικό. Δημιουργεί ένα λογοτεχνικό monumentum προς τιμήν τους, υπενθυμίζοντας στις γενιές που θα έρθουν την αξία της ελευθερίας και της

αυτοδιαχείρισης. Της αξίας της ανθρώπινης ζωής σε όποιο φύλο, φυλή ή χρώμα και να αναφέρεται. Ταυτόχρονα, η βαθιά λαογραφική και η ιστορική της μελέτη μεταδίδεται με εξαιρετικές περιγραφές, καθώς η μυθοπλασία δημιουργεί την αίσθηση της virtual ιστορικής περιπλάνησης.

Από την αρχαία Λέσβο έως το Βυζάντιο, ακολουθεί τα ίχνη σπουδαίων γυναικών, αφουγκράζεται τη φωνή τους, αφήνοντας στην ενσυναίσθηση χώρο για να αναπτυχθεί η μυθοπλασία, χαράζοντας ευρηματικά δρόμους των «αετών», όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. Έτσι όπως χάραξε τον δικό της δρόμο η Σακατζαγουία, αφού την έζωσε στο άλογο σαν πραμάτεια, σαν λάφυρο, εκείνος, ο λευκός έποικος, όπου «πεζοπορώντας εκατοντάδες μίλια εκείνη, με ελάχιστο νερό και φαγητό, άκουγε στη διαδρομή τους αρουραίους να τραγουδούν το τραγούδι της σκλαβιάς.» (σελ.31). Αυτή, η εξερευνήτρια, που κράτησε το κεφάλι ψηλά, που επιβίωσε, χαράζοντας δρόμους σε νέους χάρτες της πατρίδας της που κατέλαβαν οι έποικοι – κατακτητές, για να ξαναδεί τη φάλαινα, στον τόπο που την ανάθρεψε, αυτή που «Το όνομά της χάρισαν οι Αμερικανοί και με αγάλματα στόλισαν τις πλατείες τους. Μια νεαρή Ινδιάνα μ’ ένα μωρό στην πλάτη που δείχνει προς τα δυτικά. Ακόμα και σήμερα διαδίδουν πως στα μέρη της τα βράδια σιγανή η φωνή της αγαπημένης της γιαγιάς να λέει πως δικαιώθηκε στην προφητεία της.»

Γιατί οι φωνές των ανθρώπων που αδικήθηκαν, που άξιζαν μια καλύτερη τύχη, των ικανών ανθρώπων, ανεξαρτήτως φυλής και φύλου, βιολογικού ή κοινωνικά κατασκευασμένου, όποιας θρησκείας ή κοινωνικής καταγωγής, δεν χάνονται. Ηχούν όπως η ποίησης της Σαπφούς, οι ικανότητες της Υπατίας, η σοφία της Ασπασίας και της Θεοδώρας, το δίκιο και η δύναμη της Σότζερνερ Τρου, το ταλέντο της Ροσβίτα και της Σούρμαν, οι ηγετικές ικανότητες της Θεοφανώς, η υπερηφάνεια της Μπουτίκα, το θάρρος και η στρατηγική της Ιουδήθ.

Γιατί όπως θα απαντούσε η ΝΟΡΑ στον ΧΕΛΜΕΡ στο κουκλόσπιτο του Ίψεν, απόσπασμα του οποίου παρατίθεται ως εισαγωγή στην ιστορία της μοναχής Ροσβίτα, σχετικά με την κατασκευασμένη θηλυκή της ταυτότητα:

[ΝΟΡΑ:] Έχω κι άλλο χρέος, εξίσου ιερό. …[…]Πιστεύω πως πάνω απ’ όλα είμαι άνθρωπος, όπως εσύ… Ή τουλάχιστον, θα προσπαθήσω να γίνω. Ξέρω καλά πως ο κόσμος θα δώσει δίκιο σ’ σένα, Τόβαλντ, όπως ξέρω πως και τα βιβλία αυτό γράφουν. Όμως εμένα δεν μου αρκούν πια ούτε τα λόγια του κόσμου ούτε οι σοφίες των βιβλίων.»._

*

©Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου