Άκανθος, Έξι ποιήματα

Αρχείο 03/12/2011

Το επίσημο αίμα
Μην ανάψεις το φώς
σου είπα ένα βράδυ,
και θα χαθούν τα μυστικά μας,
Μα άκουγες μόνο τη φωνή σου.
Τα δάκρυα πάνω στο λατρεμένο πρόσωπο
εγείρουν το θυμό του αυτοδίδακτου εραστή,
κι΄οι σκέψεις οι προστατευμένες
κατατρώνε την ψυχή.
Μνήμες απλωμένες μεσ’ το τεράστιο
κυλάνε αργά πρός τα νερά
με τον βαθύ πόθο του περιπατητή της ερήμου
να εξαργυρώση την ψυχή του
με λίγα μέτρα υγρασίας.
Λέξεις που φτώχυναν με τα χρόνια,
κι άλλες που χάθηκαν,
κι άλλες που ξέφυγαν και βγήκαν στους δρόμους
μισοφαγωμένες, σημαδεμένες
απ ΄τ άγρια δόντια,στων Κυκλώπων τα γεύματα.
Το επίσημο αίμα
το ακριβό αλκοόλ,
ο κύκλος του γνωστού

***

Ο κύκλος της φωτιάς
Οι φωτιές ανάψανε εκείνο το βράδυ
απόμερα,
κι όχι σαν κάθε χρόνο μεσ΄ της γιορτής το ξέσπασμα.
Χαμηλό πέταγμα των πουλιών
σα μήνυμα βροχής
μεσ΄την καρδιά του καλοκαιριού.
Το σκισμένο κόκκινο φόρεμα
πάνω στα βράχια
σημάδι χωρισμού.
Κι η πόλη ανύσηχη κάτω απ το χώμα.
Θέαμα του χειμώνα μπροστά στα μάτια του θεατή,
κι έστρεψες το κεφάλι σου αλλού
όταν βγήκε στο φώς το εξαίσιο σώμα.
Σαν τους χωρικούς που πουλήσαν τη ματιά τους
για λίγη άχρηστη συγχώρεση,
καλύπτωντας το ωραίο βλέμμα πίσω απ τα βάρβαρα χέρια.
Ζωές κρυμμένες που περπάτησαν σαν τους τυφλούς
πάνω στον άγονο τόπο.
Άσπρος ήταν ο κόσμος , μόνο και μόνο
για ν αφήσει να φανείς εσύ
στου πρωινού το φώς.
Ο ευγενικός θάνατος, ο κατεστραμένος κήπος
κι η πικρή γεύση της στάχτης
μέσα στον κύκλο της φωτιάς

 

***
Σταγόνες στον κύκλο του νερού
Δυό μέρες που άφησα τη ζωή μου
σαυτή τη στενή πλατεία του άλλου κόσμου.
Ο θολός ήλιος του Αυγούστου,
η κάψα του μεσημεριού,
κι εσύ
που μ έδιωξες απ τις φωτιές που κοίταζα πάνω σου.
Δεν είναι η νύχτα, δεν είν΄η μουσική,
δεν είμ΄εγώ
πίσω απ΄το τζάμι.
Μη μου πετάξεις άλλο χρώμα,
μη μου μιλήσεις όπως πρίν,
μη με κοιτάξεις σαν τους άλλους,
κι αν στο ζητήσουν
μη χορέψεις μαζί μου στη νύχτα με τις φωτιές.
Με στένεψαν τα λόγια κι΄οι χαρές
κι οι πράξεις των καιρών,
κι είπα να πλύνω τη ζωή μου μεσ το κύμα,
μα η θάλασσα είναι πάντα αλλού,
κι ο αέρας του νησιού χαμένος.
Δρόμοι και λόγια των κοριτσιών που ξεχάστηκαν
σαν τις πρώτες μέρες του χρόνου.
Κι εδώ σ αυτό το παράθυρο, που κάποτε ήταν σπίτι
συνωστίζονται τώρα τα χαμένα φεγγάρια του Αυγούστου
ζητώντας πίσω το αίμα τους.
Σταγόνες στον κύκλο του νερού,
στο κύμα ,
στα άγρυπνα μάτια
Όγκοι του χρόνου βυθισμένοι.
στην ένοχη θάλασσα
γυρίζουν πάλι στην επιφάνεια
Τα μεσάνυχτα θα σε συναντήσω
στην αγριεμένη νύχτα.

***
Η ΕΛΕΝΗ ΤΟΥ ΘΡΥΜΜΑΤΙΣΜΕΝΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Θα περιμένω χρόνια
εκείνους τους ανθρώπους που μ΄άρεσαν,
που μ άφησαν να περάσω αναμεσά τους
έστω κι άν ήταν νύχτα
και τα νερά ήταν βρώμικα
μου είπε,μιά άλλη φορά.
Και ήταν πάλι εκεί στην άκρη του δρόμου
μ ένα γκρίζο κίνδυνο στα μάτια
κι ένα κόκκινο σκισμένο φόρεμα.
Σκονισμένη
σαν τα δέντρα αυτής της πόλης.
Δέ με θυμάται πια
δεν ξέρει πώς μπορεί κανείς να θυμάται
μα ούτε με ξέχασε
κι ας ήξερε πως.. μπορεί κανείς να ξεχνά.
‘Αναψα μερικές φωτιές γύρω
για να διώξω τους αδιάφορους περαστικούς
και μόνο τα πουλιά του νεκροταφείου
είδαν τους καπνούς.
Υγρασία, και οι φωτιές να σβήνουν μία μία,
ανίκανες να υπάρξουν εδώ
σ΄αυτό το διάλειμα του κόσμου.
Κι ύστερα κοίταξα την ώρα κι ήταν αργά,
μόνο αργά ήξερα πως είναι κι όχι για τι?
Πήγα στο απέναντι πεζοδρόμιο
της φώναξα ..Αντιγόνη εσύ είσαι?
Οι περαστικοί δεν βλέπουν τις φωτιές ούτε τη στάχτη.
Και πώς βρεθήκαν τόσοι πολλοί εδώ, σ΄ ετούτη
τη στιγμή του χρόνου?
Και τι είναι ετούτοι οι περιπατητές που μου πετάνε
κατάμουτρα τα περισσευούμενα μάτια τους ?
Άλαξα θέσεις, πήγα πιο κεί, πιο δω,….πάτησα στις μύτες των
ποδιών για να ψηλώσω.
Έβγαλα τα μάτια για να δώ.
Μόνο να γυρίσω εκεί ήθελα,
σ αυτό το κοντά με την άπειρη όψι
στο απέναντι απο μένα
σ αυτή την Ελένη του κόσμου .

***
Η Ελένη της πόλης
Τώρα σε βλέπω
όπως ήσουν πρίν χρόνια
εδώ.
Εσύ με τα σκούρα μαλιά πάνω στο πρόσωπο,
με τη σκέψη στο μετά .
Άλαξες τόσες όψεις ,
τώρα θυμάμαι οτι η πρώτη εικόνα μένει πάντα
βαθειά χαραγμένη στην ψυχή,
και το πρώτο φιλί που έψαχνε πάντα τη δική του ώρα.
Βροχερές μέρες που μ έσπρωξαν, να δω
με μισόκλειστα μάτια
καινούργιες στιγμές που πέρασαν απαρατήρητες.
Σκοτεινός έμπορος του χρόνου η ψυχή,
και η ώρα,
και το μέρος,
κι οι αποφάσεις οι ξοδεμένες σε μιά δύσκολη στιγμή
γυρίζουν πάλι, με ρούχα σιδερωμένα
Σ αυτή τη γωνία του χρόνου
προσπάθησα να δω το πρόσωπο που βρήκα
μια μέρα στα ανοιχτά του κόσμου.
Ατέλειωτα πηγαινέλα στη Μουσούρου,στην Υμηττού,
λέξεις που έχασαν τη ζωή τους
κλεισμένες σ ένα διαμέρισμα.
Όργια της νύχτας με τη μνήμη.
Σκληρές στιγμές
κι ένα κόκκινο λουλούδι ν΄ανθίζει.
Τώρα σχεδιάζω ένα νόημα στην ανορθόγραφη ζωή μας

***
Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΟΥ ΑΚΡΩΤΗΡΙΟΥ
Χάθηκαν οι χρυσές πέρλες
πάνω στο ματωμένο ρούχο
κι οι βροχές δεν ξεπλένουν πια….
Οι αδηφάγες κόκκινες μέρες
ανοίγουν πάλι τα μάτια
προς τον ήλιο,
ασήμαντες λέξεις στήνουν χορούς
στις πλατείες,
βουβές συναυλίες
με μόνο ήχο το χειροκρότημα .
Συμφωνίες του άδειου,
σύρε με εκεί στην άκρη της στέρεας γης
και σπρώξε με στα βάθη του νερού
που ειναι το σπίτι σου….
Κι άσε με να ταράξω τη θάλασσα
για ν’ ακουστεί ο ήχος της.
Τα τρομακτικά γκλισάντα των κυμάτων
κι ο έρωτας με τους βράχους
κι οι δενδρισμοί των κυκλάμινων,
ήχοι της αγωνίας,
στην άκρη των χεριών,
στα άγρυπνα μάτια
στον απενοχοποιημένο θάνατο

……….
http://akanthoss.blogspot.com/
http://www.wix.com/akanthos/to-dakrysmeno-hamogelo-ths-antigonhs

[poien]