«Και Σύ; Εσύ, γλυκειά και Μεγαλόχαρη, μέσα στο χέρι σου, κρατούσες την καρδιά μου»
Γεννήθηκες με το σημάδι στο δεξί μάγουλο, έναν λεκέ. Το σήμα του διαβόλου, είπε η γιαγιά. Το φιλί του Θεού, επέμενε ο παππούς. Στο σχολείο σε απέφευγαν. Στο σπίτι δεν σε είπε όμορφη κανείς. Στα γλυκά, χαριτωμένα σου δεκαέξι γνωρίζεις τον νέο με το ίδιο σημάδι-λεκέ στο αριστερό μάγουλο. Βύρωνας, σου είπε. Παγκράτι απάντησες γελώντας. Μοιράστηκες μαζί του ειδυλλιακούς απογευματινούς, βραδινούς και κυριακάτικους ρομαντικούς περιπάτους. Ερωτεύτηκες. Ένα βράδυ τ’ αστέρια αναβόσβηναν αχνά, σιωπηλά• σε άρπαξε, σε έσφιξε τυλίγοντάς σε στην αγκαλιά του. Εσύ, στις μύτες των ποδιών σου, κόλλησες το φλεγόμενο μάγουλό σου στο δικό του. Δύο μάγουλα -σημαδεμένα- φλέγονταν, το ένιωσες. Συνάντησέ με εδώ αύριο βράδυ, σου είπε, θα έρθω απάντησες• κι ήρθε το επόμενο πρωινό όλο φως, ο λεκές στο μάγουλό σου δεν υπήρχε πια• μη πιστεύοντας το ακατανόητο, γύρισες ταραγμένη όλους τους καθρέπτες του σπιτιού, όλες τις γυαλιστερές του επιφάνειες παρατηρώντας με προσοχή το πρόσωπό σου ξανά και ξανά• ο λεκές στο δεξί σου μάγουλο απουσίαζε, κι ήρθε το βραδινό ραντεβού, κι έσπευσες, κόλλησες επάνω του• σε ρώτησε με μάτια γκρίζα και θαμπά: Που είναι. Πάει; Όχι! Σκέφτηκες αίφνης τον εαυτό σου μόνο, ελεύθερο. Έφυγες. Δεν ξαναγύρισες ποτέ.
«Μια γυναίκα, καθισμένη σε σκαμνί, ρεμβάζει στο κατάστρωμα, με ένα μωρό στην αγκαλιά της.»
©Αγριμολόγος
Το κείμενο αρχίζει και τελειώνει με δάνεια του Ανδρέα Εμπειρίκου από τα «Γραπτά ή Προσωπική μυθολογία», εκδ. Άγρα, 1988