Ιστορίες της Πέμπτης -Μαρίας Πετρίτση: Να μην ξεχνώ

Αρχείο 27/04/2017

Ένα βράδυ, αργά, τότε που θα έχει μπει για τα καλά η άνοιξη, θέλω να πάω στο Au Revoir, στην Πατησίων. Να διασχίσω με τα πόδια την Αθήνα με κίνηση, καυσαέριο, σκουπίδια κι αστέρια, μέχρι να βρεθώ μέσα στη στοργή των ξύλινων τοίχων αυτού του κρησφύγετου. Να ακούω Μυτιληναίο, Κέηβ και Σινάτρα και να πίνω Ballantines – ή ό, τι πιο δραματικά 80′ s υπάρχει –  τρώγοντας σοκολατάκια βιολέτα με τους φίλους μου. Όχι πατατάκια, στραγάλια ή φυστίκι αράπικο: σοκολατάκια βιολέτα. Από κείνα που τρώνε τα παιδιά μετά το σχολείο στη στάση, όρθια στο πεζοδρόμιο, από το σακουλάκι, με τις μωβ ανθισμένες κουκίδες και την ψευδή αίσθηση αλκοόλ.

Θα συζητάμε πολλά και διάφορα: για τις καλύτερες καντίνες στις εθνικές οδούς, για τους έρωτές μας που κάναμε βλακείες και τους χάσαμε, για τα πιο παλιά αγαπημένα μας τραγούδια και όλα όσα σήμαιναν, για τις πιο χύμα νύχτες μας στο κέντρο των πόλεων της ζωής μας και για όλα αυτά που ο άνθρωπος δεν εξομολογείται εύκολα πριν από το τέταρτο μισογεμάτο του ποτήρι. Γύρω μας θα φτερουγίζουν τα λαϊκά χερουβείμ από τους πίνακες του Τσαρούχη, τους στίχους του Παζολίνι ή του Ιωάννου και τα καρέ της Πάολα, του Γκορίτσα και του Βούλγαρη. Σε μορφή σάρκινου ανθρώπου, με βλέμμα αληθινό. Σαν το δικό μας. Βλέμμα χειροπιαστό. Μυρωδιά. Άρθρωση. Απλή και διάφανη ζωή. Μια νύχτα ελεύθερη και ωραία.

Εκείνο το βράδυ δεν θα μιλάμε για την Ελλάδα που πεθαίνει, για τον Μπάουι που πέθανε, για το θάνατο ως φόβητρο ή ως ιδέα. Το σκοτάδι γύρω μας θα είναι φωτεινό. Όλοι έχουμε ανάγκη, πού και πού, από λίγη πρόσκαιρη, ευγενή παραμυθία. Θα ταϊζόμαστε στο στόμα βιολέτες, θα ξεδιψάμε με ουίσκι, νερό και κοσμητικά επίθετα. Θα αφηνόμαστε στα οικεία βλέμματα και στις συμμαχικές φωνές και λίγο πριν το χάραμα θα κάνουμε σπονδή στον σεκλετισμένο Ηλία που αυτή τη φορά δεν θα το ρίξει το μαγαζί. Δεν θα καταστρέψει. Θα χορέψει μαζί μας ένα εφηβικό μπλουζ και θα αφήσει για λίγο κατά μέρους τις φωτιές και τα γκρεμίσματα, δίνοντας επιτέλους λίγη σημασία στον εξαγνισμό που φέρνουν στην ψυχή τα ωραία μας φετίχ και αυτές οι νυχτερινές εικόνες. Έστω και ρομαντικά – έστω και ονειροπαρμένα. Η ελπίδα είναι το μόνο συναίσθημα που μπορεί να νικήσει το φόβο.

Μετά θα γυρίσω στο σπίτι μου, και θα είναι μια καινούρια μέρα. Θα ξαναγίνω κανονικός άνθρωπος, με κανονική ζωή, κανονικούς φόβους, κανονικές ορέξεις, κανονικές αισθήσεις, κανονικά προβλήματα.

Και θα βάλω τον εαυτό μου να τα κάνει όλα σωστά. Να μην ξεχάσει τίποτα – να τα θυμηθεί όλα.

Να αδειάσω το στεγνωτήριο. Να πάρω σαμπουάν. Να πω του Αντρέα πως και σήμερα κανείς δεν είναι Ωραίος σαν εκείνον. Να τηλεφωνήσω στη Φιλομένα. Να γράψω το παλιό μου όνειρο πριν μου φύγει απ’ τα μάτια. Να τσακωθώ με τα ενοχικά μου. Να ξαναγράψω το κεφάλαιο με τα άδεια παπούτσια και το σιδερωμένο πουκάμισο του Τσε. Να μην θυμώνω με τους δυστυχείς που πάνε να με κοροϊδέψουν. Να αλλάξω μπαταρίες στο βιολογικό μου ρολόι. Να βάλω προτεραιότητες που δεν πρόκειται να τηρήσω. Να κάνω αυτό που πρέπει για να γίνω λιγάκι πιο καλή. Να μην ξεχνώ τις αγάπες μου. Τον πατέρα μου. Τους στόχους μου. Τις υποσχέσεις μου. Τον παλιό καλό μου εαυτό. Να μην ξεχνώ.

*

©Μαρίας Πετρίτση

φωτο©Στράτος Φουντούλης

vintage_under2