Σωτήρης Παστάκας -Αποκαΐδια: Η λογοτεχνική καταξίωση του ψευδούς και του ψεύδους

Αρχείο 28/04/2017

Ψέματα: η δουλειά των μεγάλων συγγραφέων σύμφωνα με τον Χέμινγουεϊ, είναι τα ψέματα. Ο Γιάννης Ρίτσος, στη μεταθανάτια έκδοση των τελευταίων του (;) ποιητικών συλλογών, έρχεται να μας δείξει το “κρυφό του μπάλωμα”, πορφυρό και τετράγωνο στο αριστερό μανίκι, το πορφυρό του ψέμα, που δεν είναι άλλο από το μέγιστο ψέμα που επινόησε ο αιώνας, κερδίζοντας έτσι τη θέση του στον Παράδεισο.

Αν η φυσική παρουσία των δημιουργών αποτελεί πολλές φορές ανασχετική δύναμη, ως προς τη διάδοση και την κατανόηση του έργου τους, ο Γιάννης Ρίτσος πιστεύουμε πως ένα μόλις χρόνο από το θάνατό του δείχνει να κερδίζει σε μέγεθος, γίνεται ακόμη πιο μεγάλος, ή απλώς μεγάλος (για τους ανά την επικράτεια ανυποψίαστους). Το έργο του Ουνγκαρέτι, που το επέβαλε και ο ίδιος με την τρανταχτή του φυσιογνωμία, και το αδιαμφισβήτητο κύρος της “εικόνας του ποιητή” που καλλιέργησε, μετά το θάνατό του άρχισε να πέφτει σε λήθαργο. Λες και η φυσική απουσία του δημιουργού, στέρησε από τους στίχους την κοινωνική εμβέλεια που όλοι αναγνώριζαν όσο εκείνος ήταν εν ζωή, και τους αποδυνάμωσε όσον αφορά την επιτυχή κι απρόσκοπτη επικοινωνία με τους αποδέκτες τους. Άλλοι πάλι, λειτουργούν ανασχετικώς εν ζωή ως προς το έργο τους: η λοιπή φυσιογνωμική τους έκφραση, κάποια ενδόμυχα κι αστάθμητα χαρακτηριστικά της συνήθως φυγάνθρωπης προσωπικότητάς τους, ρίχνουν μια πελώρια σκιά πάνω στους στίχους τους, ώστε να τους καθιστούν αόρατους και στους πιο οξυδερκείς, γινόμενοι οι ίδιοι ανυπέρβλητο εμπόδιο για την αναγνώριση του έργου τους. Για να αναφερθούμε και πάλι στον ιταλικό χώρο: η περίπτωση του Σάντρο Πέννα αποτελεί, κατά κοινή ομολογία, χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Η ανάσταση των στίχων που συμβαίνει πολλές φορές, με την αποδημία του δημιουργού τους, ίσως μας φαντάζει αυτονόητη για τους μονομανείς συγγραφείς, για εκείνους που γράφουν και ξαναγράφουν ζηλότυπα, μια ολόκληρη ζωή, το ίδιο πάντα ποίημα, πιστοί στις προσταγές του Μαλλαρμέ πως η ζωή έχει σκοπό ένα και μοναδικό βιβλίο, παίζοντας έτσι την υστεροφημία τους κορώνα-γράμματα. Τι γίνεται όμως με τους συγγραφείς που δοκιμάζονται και μας δοκιμάζουν με μια ατέρμονη σειρά ποιημάτων και πολλαπλών βιβλίων; Ο Καβάφης καταθέτει ελάχιστα στην τράπεζα του μέλλοντος και εισπράττει πολλαπλάσια. Ο Παλαμάς καταθέτοντας πάμπολλα, απολαμβάνει τα ελάχιστα. Τι τον σώζει τελικώς, ο “Δωδεκάλογος του Γύφτου” ή τα λυρικά;

Για να επανέλθουμε στον Γιάννη Ρίτσο (όνομα απλό κι ευκολοπρόφερτο), ή μάλλον στην εικόνα που μας παρέδωσε ο Γιάννης Ρίτσος, δεν μπορούμε παρά να κάνουμε την αρχική και προσωρινή διαπίστωση ότι ο θάνατος τον ωφέλησε. Έχοντας την τύχη στην δημιουργία του προσωπικού του έργου να συνδεθεί με την αυγή, την επικράτηση και την πτώση του πανανθρώπινου οράματος ενός καλύτερου κόσμου, όπου η ισότητα, η ελευθερία και η αδελφοσύνη θα μας χάριζαν τον επίγειο παράδεισο, κατάφερε να εγκαταστήσει τον κοινωνικό μύθο της επανάστασης ως εσωτερική πηγή του έργου του. Τι μας νοιάζει το κοινωνικό (και δικό του όσο ζούσε) δράμα που ζούμε στις μέρες μας; Η αποτυχία, η συντριβή, η πτώση των κοινωνικών ιδεολογιών και ειδώλων, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αγγίξει την λογοτεχνία.

Ας πούμε, πως η επανάσταση, ο μύθος της επανάστασης, δεν είναι παρά ένα λογοτέχνημα. Μία αφαίρεση, μία αναίρεση του υπαρκτού (όσο κι αν μας πονάει αυτή η αναίρεση σε ατομικό επίπεδο), που είναι η ψυχή και ο μόνος λόγος ύπαρξης της λογοτεχνίας, από την εποχή της ανακαλύψεώς της.

Το λογοτέχνημα, δεν χρειάζεται πρόσκαιρους κι ευκαιριακούς προστάτες. Αφομοιώνει τα υλικά της εποχής του, αλλά σε ουδεμία περίπτωση μπορεί να ταυτισθεί μαζί τους. Όποιος εξακολουθεί να διαπράττει το ασυγχώρητο και μυωπικό λάθος της ταύτισης υλικού και λογοτεχνήματος, δεν έχει καταλάβει τίποτα από την αυθυπαρξία της λογοτεχνίας.

Ο Γιάννης Ρίτσος, τώρα μπορούμε να το πούμε, δημιούργησε την επανάσταση μέσα στο έργο του. Οι διαρκείς συνομιλίες του από ποίημα σε ποίημα, έχουν ως σημείο αναφοράς την ίδια του την ποίηση. Στερεώνοντας ένα μοναδικό για τα λογοτεχνικά δεδομένα σύστημα αυτοαναφορικότητας, ο ποιητής συνδιαλέγεται με παλαιότερα ποιήματά του, έτσι ώστε να υποθάλπει στον τυχόν αναγνώστη του συνολικού ποιητικού του έργου, την αδυσώπητη κι ενδόμυχη πεποίθηση ότι δεν διαβάζει έναν ποιητή “σχεδίου” και “ιδεολογικής προθέσεως”, όπως θέλουν να μας τον παρουσιάζουν. Καταργώντας την επίπλαστη αντίθεση “δημόσιου και ιδιωτικού”, τον βλέπουμε να ξεπερνάει με μοναδική μαεστρία τα ιδεολογικά κατασκευάσματα, αποκαλύπτοντάς μας έναν ολόκληρο ιδιωτικό χώρο, που κατορθώνει να υπερβαίνει με θαυμαστή ομοιοπαθητική ικανότητα (: απ’ την πληγή μου κοίταξα του κόσμου την πληγή) τα στοιχεία της πραγματικότητάς του.

Υποψιασμένοι ήδη από το καίριο άρθρο του Νίκου Λάζαρη (Πλανόδιον) για τις εκδοχές του άδειου στη σύγχρονη λογοτεχνία (Μπάμπελ, Αλεξάνδρου, Σεφέρης), μας ξενίζει και μας προκαλεί η παραπομπή της Χρύσας Προκοπάκη περί “αδειασμένου”. Αυτή η ιδεολογικής αποκλίσεως-σύμφωνη με τα πρόσφατα πολιτικά δεδομένα-ανάγνωση του Γιάννη Ρίτσου (και τι άλλο είναι η επίσημη πολιτική πρακτική του ΚΚΕ;), του προσφέρει για άλλη μια φορά, όπως ταλαιπωρήθηκε και στο παρελθόν για άλλους λόγους αλλά με το ίδιο αποτέλεσμα, μια άδικη και ιστορικά ξεπερασμένη τοποθέτηση στην εγχώρια και παγκόσμια λογοτεχνία. Την ευχαριστούμε για την επιμέλεια, αλλά θα την παρακαλούσαμε να μας απαλλάξει από παρόμοια “ιδεολογικά άλλοθι” στο μέλλον.

Από την άλλη, στο νωπό ακόμη κενοτάφιο που έσκαψε ο Λεωνίδας Ζενάκος σε πρόσφατη επιφυλλίδα του στο “Βήμα” για τους λογοτέχνες της αριστεράς, ποιους θα στοιβάξουμε κάτω από την επιτύμβια στήλη “για ένα πουκάμισο αδειανό”; Ο ίδιος, σοφά πράττοντας αποφεύγει να τους ονομάσει. Τον Βάρναλη; Τον Αλεξάνδρου; Τον Δούκαρη; Τον Λειβαδίτη; Τον Νεγρεπόντη; (θέλουμε να πιστεύουμε πως δεν βιάστηκε να θάψει και τους επιζώντες!). Οπωσδήποτε, δεν μπορούμε να θάψουμε (και μάλιστα κάτω από σεφερικό απόφθεγμα!!) τον Γιάννη Ρίτσο.

Το όποιο λογοτεχνικό μεγαλείο του δεν είναι το “διαρκές κενό”. Ακόμη και στη μέγιστη απόγνωσή του, όταν το οικοδόμημα του σοσιαλισμού καταρρέει μπροστά στα μάτια του, καταφέρνει (στις τελευταίες του συλλογές), να αντιτάξει απλές και καθημερινές εικόνες, μια πληθώρα θετικοτήτων: ένα μάτσο λουλούδια, πολυφορεμένα ενδύματα, ευτελή οικιακά σκεύη, το ελληνικό καλοκαίρι στο απόγειο του. Οσμές και χρώματα ενός ταπεινού κι αδικαίωτου κόσμου, που όσο κι αν διακρίνει το ψεύδος (ποτέ όμως το ψευδές), χάριν του οποίου αναλώθηκε, δεν παύει ούτε για μια στιγμή, να διεκδικεί το μερτικό του στην αθανασία. Άνθρωποι που πίστεψαν στην υπέρβαση της πραγματικότητας, στο ψέμα του αιώνα. Ο Ρίτσος στο μεταθανάτιο βιβλίο του αποδέχεται το ψεύδος (είπε, κανένας τίποτα για ψευδές;), και το υπερασπίζεται, όπως μόνον οι μεγάλοι δημιουργοί ξέρουν να ομολογούν τα λάθη τους και να τα διακηρύσσουν.

Η επανάσταση μπορεί να αποτελεί προς το παρόν (για την επόμενη εκατονταετία;) παρωχημένο κοινωνικό ιδεώδες, στο έργο όμως του Γιάννη Ρίτσου λαμβάνει αυθύπαρκτη λογοτεχνική υπόσταση. Η επανάσταση δεν δικαιώθηκε, αλλά η ποίησή του οπωσδήποτε.

Αν στους χαλεπούς καιρούς που έρχονται, θα είναι ολοένα και πιο ουσιαστική η προσφυγή μας στα ψέματα, θα καταφεύγουμε πάντα στα “μεγάλα ψέματα” και σους “μικρούς συγγραφείς” που τα ανάθρεψαν.

©Σωτήρης Παστάκας (Αντί ημερομηνίας: Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα)

φωτο©Στράτος Φουντούλης

vintage_under2