Τάσος Ψαρράς, Πορεία στο νότο, παρέα μ’ ένα νέγρο θερμαστή

Γνώριζα την ποίηση του Καββαδία από τα γυμνασιακά μου χρόνια, μέσα από τις συλλογές «Μαραμπού» και «Πούσι» από τις εκδόσεις -αν θυμάμαι καλά- «Γαλαξίας». Ήταν μαζί με τον Καβάφη και τον Καρυωτάκη οι ποιητές που με είχαν επηρεάσει περισσότερο απ’ όλους τους άλλους. Και με ταξίδεψαν ακόμη περισσότερο. Ιδίως ο Καββαδίας. Διαβάζοντας τα ποιήματά του ξανοιγόταν μπροστά μου ένας κόσμος άγνωστος, γοητευτικός, περιπετειώδης, μεθυστικός, με παράξενους τόπους, αλλόκοτους ανθρώπους, κοινές γυναίκες, ποτά, ναρκωτικά, μπαρ, καυγάδες, μαχαιρώματα, αλμύρα, πίκρα, προσδοκία.

Και όλα αυτά με μια γλώσσα γεμάτη μουσική, ήχους, ρυθμό, ανάκατη με ναυτικά παραγγέλματα, ντόπια στοιχεία, εξελληνισμέvους διεθνείς όρους, κι ακόμη παραθέματα από την ιστορία, την παράδοση, τον πολιτισμό. Μια γλώσσα απλή, καθημερινή, άμεση, που πλάθει εικόνες, ζωντανεύει μνήμες, κινητοποιεί τις αισθήσεις. Λίγο ακόμη διαβάζοντας και νιώθεις το κύμα να σκάει κάτω απ’ την κουπαστή και να σε λούζει, το κουδουνάκι να χτυπά περιοδικά, το αμπάρι να τρίζει, ο μονότονος ήχος της μηχανής να χαμηλώνει και ν’ αυξάνει καθώς παλεύει με τον άνεμο… Και μόνος ο μαρκόνης σκυμμένος στο χειριστήριο να δίνει θέσεις, να στέλνει μηνύματα, να παίρνει μηνύματα. Τότε δεν είχα διαβάσει ακόμη το «Τραβέρσο», που κυκλοφόρησε το 1975, ούτε και τη «Βάρδια». Ούτε φυσικά την εκπληκτική «Λι», ούτε «Του πολέμου» και «Στο άλογό μου», κείμενα που ανακάλυψα αρκετά αργότερα.
  Bρισκόμαστε στα χρόνια της μεταπολίτευσης, όταν γύρω στο 1977 ο Γιώργος Παπαλιός, παραγωγός της πρώτης μου ταινίας μεγάλου μήκους «Δι’ ασήμαντον αφορμήν», μου πρότεινε να γυρίσουμε ένα σίριαλ γύρω απ’ τη ζωή των ναυτικών. Μέχρι τότε δεν ήξερα πολλά για τους ναυτικούς, πέρα από τα ποιήματα του Καββαδία και κάποιες σκόρπιες διηγήσεις από δω κι από κει. Άρχισα να διαβάζω ο,τιδήποτε είχε σχέση με τη θάλασσα. Έτσι έπεσα πάνω στη «Βάρδια», που μου τη δάνεισε ένας καπετάνιος, γιατί η παλιά έκδοση είχε εξαντληθεί, στη συλλογή «Τραβέρσο» και στη «Λυσικόμο Εκάβη» του άλλου μεγάλου παιδιού της θάλασσας, του Β. Λούλη.
  Αλλά δεν έφταναν μόνο τα διαβάσματα. Αποφασίσαμε να μπαρκάρω σ’ ένα πλοίο της εταιρείας του πατέρα του, που ήταν εφοπλιστής, για να ’χω τη γνώση από πρώτο χέρι. Κι ακόμα για να σημειώνω και να ηχογραφώ τις διηγήσεις των ναυτικών που θα αποτελούσαν το πρώτο υλικό του σεναρίου.
Το πρώτο λοιπόν ταξίδι μου με το φορτηγό «Αιγίς Σόνικ» δεν ήταν “…για το Νότο”. Ήταν για το Ρότερνταμ. Πήρα το πλοίο από το Πόρτ Σάϊντ, που έκανε “μπάνκερ”, περάσαμε τη Μεσόγειο με γαλήνιο καιρό και φθάσαμε στην Ολλανδία διασχίζοντας έναν ανταριασμένο Βισκαϊκό που έδινε έντεκα δύναμη. Έζησα λοιπόν τη ζωή των ναυτικών, κατέγραφα τις κουβέντες τους, τις αφηγήσεις, και μέσα απ’ το λυρισμό που κρύβουν αυτές οι ιστορίες κρατούσα ζωντανή την ανάμνηση του Καββαδία. Κι όταν κάποιες στιγμές “…προς την γαλάζια έκσταση εκοιτούσα”, θαρρούσα από κάπου επρόκειτο να προβάλλει ο Γουίλλυ, ο μαύρος θερμαστής από το Τζιμπουτί, είτε ο Νάγκελ Χάρμπορ,
ο Νορβηγός πιλότος απ’ το Κολόμπο, ή ο Γερμανός πλοίαρχος Φλέστερ, ή έστω ο πονηρός Κάπταιν Τζίμμυ.
  Το ταξίδι ήταν συναρπαστικό και οι διηγήσεις των ναυτικών μου έδωσαν το υλικό των πρώτων επεισοδίων. Μετά ακολούθησαν και δυο τρία άλλα ταξίδια προετοιμασίας, πήγα στο νότο στην τροπική ζώνη, στη Βραζιλία, στην Αρζεντίνα, στην Ιαπωνία, στην Καραϊβική Κουρασάο και Αρούμπα, στην Αφρική, στο Κάιρο, στη Βηρυτό και στο Αλγέρι, σε χώρες για τις οποίες οι ναυτικοί έχουν πάντα κάτι να αφηγηθούνε… Και μαζί με το “τσούρμο”, όταν έβγαινα στα λιμάνια, συναντούσαμε την ενθουσιώδη υποδοχή των κοινών γυναικών που τρελαίνονταν να βρεθούν με Έλληνες ναυτικούς. Γιατί οι Έλληνες ποτέ δεν τις αντιμετώπιζαν σαν πόρνες. Τις αντιμετώπιζαν σαν ερωμένες, φίλες, γνωστές. Τις κερνούσαν, έτρωγαν παρέα και το βράδυ πλάγιαζαν μαζί τους όπως θα πλάγιαζαν με το κορίτσι τους. Έτσι εξηγείται γιατί οι γυναίκες των λιμανιών στο Ρεσίφε στο Σαλβαδόρ, στο Πόρτο Αλέγκρε, στο Μπουένος Άιρες, στο Ρίο, στη Γιοκοχάμα, σχεδόν παντού, όλο και ξέρουν κάποιες λέξεις ελληνικές, τραγουδούν τα τραγούδια μας, χορεύουν τους χορούς μας και -γιατί όχι- σηκώνουν ελληνικές σημαίες. Είναι γνωστό άλλωστε το ανέκδοτο του Καββαδία με το Σεφέρη στη Βηρυτό, όταν ο δεύτερος ήταν εκεί πρεσβευτής. Βρέθηκαν κάποια εθνική γιορτή μας μαζί και, καθώς με το ίδιο αυτοκίνητο πήγαιναν στην πρεσβεία για τα σχετικά, ο Σεφέρης παρατήρησε σ’ ένα σημείο του λιμανιού ελληνικές σημαίες. “Δεν ήξερα”, είπε στον Καββαδία, “πως έχουμε τόσο μεγάλη παροικία”.
  “Δεν κατάλαβες”, του είπε ο Καββαδίας. “Είναι οι πουτάνες των λιμανιών και πανηγυρίζουν που έπιασε ελληνικό πλοίο”. Σοκαρισμένος ο Σεφέρης, ούτε ξανακοίταξε τον Καββαδία σ’ όλη τη διαδρομή.
  Καταγράφονται κι άλλα ανέκδοτα κι άλλα περιστατικά με το Σεφέρη, αλλά και άλλους εκπροσώπους της γενιάς του ’30, και τον Καββαδία. Δεν ξέρω πόσα απ’ αυτά είναι πραγματικά, αλλά σίγουρα αποδίδουν τη ρήξη της ζώσας ποίησης του Καββαδία με τη λόγια μοντέρνα λογοτεχνία “της συν-κουμπωμένης” και “συν-γραβατωμένης” γενιάς, κατά το χαρακτηρισμό του Σκαρίμπα.
Πάντως πρέπει να είναι μάλλον πραγματικό το περιστατικό με τον Κατσίμπαλη. Όταν σε μια σύναξη με το Σεφέρη και άλλους ο Κατσίμπαλης ζήτησε από τον Καββαδία να τους διαβάσει ποιήματά του, ο Καββαδίας προφασίστηκε πως είχε τα χειρόγραφα κρεμασμένα στην καμπαρντίνα του στο χωλ. Την πήρε, έφυγε, και άφησε τους άλλους να τον περιμένουν.
Όταν ολοκληρώθηκε το σενάριο του σίριαλ με τον ναυτικό τίτλο «Πορεία 090» -δηλαδή πορεία στο Νότο- ζήτησα από τον Γιώργο Παπαλιό να πάρει τα δικαιώματα των ποιημάτων του Καββαδία για να μελοποιηθούν και να ενταχθούν στη δραματουργία. Έτσι και έγινε. Τότε κάναμε ιδιαίτερη παρέα με το Μάνο Λοΐζο και τον Χρήστο Λεοντή. Ο Μάνος δεν μπορούσε να αναλάβει το σίριαλ, γιατί ήταν απασχολημένος με τη σύνθεση ενός καινούργιου έργου τότε, και πρότεινα το Λεοντή. Έναν συνθέτη που εκτιμούσα και συνεχίζω να εκτιμώ απεριόριστα, όχι μόνο για τη μουσική του αλλά και για το ήθος του και τη γενική του στάση στα πολιτιστικά, ακόμη και σήμερα, που πολλοί δείχνουν να ακολουθούν τον δρόμο της έκπτωσης σε μια απο-πολιτικοποιημένη κοινωνική ζωή και απο-πολιτισμένη καλλιτεχνική παραγωγή. Ο Λεοντής, που δεν είχε κάνει τηλεόραση, αιφνιδιάστηκε με την πρόταση και στις ερωτήσεις του Παπαλιού για το κόστος, αλλά και το χρόνο παράδοσης, επιφυλάχθηκε να απαντήσει θέλοντας να κάνει μια διερεύνηση της αγοράς. Καθυστερούσε να δώσει μια συγκεκριμένη απάντηση, ίσως και να μην ήθελε να μπλέξει με την τηλεόραση…
  Στο μεταξύ, διάφοροι συνθέτες που είχαν μάθει για το εγχείρημα επιδίωκαν να πάρουν την ανάθεση. Έτσι άκουγα διάφορες μελωδίες, που καμιά όμως δεν με ταρακούνησε. Μια μέρα, μου λέει ο Παπαλιός, “ξέρεις, η γυναίκα μου (η γνωστή ντοκιμαντερίστα Μαίρη Παπαλιού) γνωρίζει έναν νέο συνθέτη, το Θάνο Μικρούτσικο και έχει γράψει κάποια μοτίβα πάνω σε ποιήματα του Καββαδία. Δεν πας να τα ακούσεις κάποια στιγμή; Δεν πιστεύω πως θα ’ναι κάτι σημαντικό, αλλά ανάμεσα στα άλλα άκουσε κι αυτά. Και, μεταξύ μας, είναι και πολύ οικονομικός”.
  Τον Μικρούτσικο τον γνώριζα από τα πολιτικά του τραγούδια και τις επιρροές που είχε από τον Άισλερ, τον Κουρτ Βάϊλ και άλλους Γερμανούς του μεσοπολέμου. Μου άρεζε. Έγραφε καλή μουσική, αλλά κάπως μαθηματική, κάπως ψυχρή. Είχα πολλές αμφιβολίες αν ταίριαζε με το πνεύμα του Καββαδία. Έτσι, πήγα στο σπίτι του στην οδό Ζαν Μωρεάς στο Χαλάνδρι, κυρίως για να κάνω το χατίρι του Παπαλιού… Κάθισε αμέσως στο πιάνο. Έπαιζε και τραγουδούσε τους στίχους από τα ποιήματα του Καββαδία.
  Έμεινα ακίνητος στη θέση μου. Η μουσική δεν έβγαινε μόνη από το πιάνο. Μαζί της ξεπηδούσαν θεόρατα κύματα, καταιγίδες, βαπόρια με σκουριασμένες λαμαρίνες κι άλλα πειρατικά με φανάρια στην πρύμνη, λιμάνια, αρμύρα, γυναίκες, φάτσες ναυτικών, η φύση όλη αλλά και η μεταφυσική του Καββαδία. Τηλεφώνησα στον Παπαλιό. “Κλείσ’ τον αμέσως. Βρήκαμε συνθέτη”. Φεύγοντας ο Θάνος μου ’δωσε μια κασέτα. Το βράδυ όλη η παρέα στην ταβέρνα τραγουδούσαμε “το πειρατικό του Κάπταιν Τζίμμυ”. Έτσι προέκυψε ο «Σταυρός του Νότου».
  Ξανασυναντήθηκα με τον Καββαδία όταν έκανα -στην εκπομπή «Εποχές και συγγραφείς» της ΕΤ 1- το πορτρέτο του.
  Όλα τα θέματα της πολύ πετυχημένης και χρήσιμης αυτής εκπομπής, τα ζητάvε πολιτιστικοί σύλλογοι, σχολεία, πανεπιστήμια, στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό. Το πορτρέτο του Καββαδία έχει σταλεί κι έχει παιχθεί παντού. Με αφορμή αυτό το κείμενο έριξα μια ματιά στο αρχείο μου. Δεν μου είχε απομείνει ούτε ένα αντίγραφο …
Copyright©Τάσος Ψαρράς/Περιοδικό Heteron ½. – Στάχτες αρχείο