Αρχείο 22/09/2017
Καθώς η λέξη έφευγε
Και επέστρεφε στο παλίμψηστο
Δέχτηκε λάκτισμα βαρύ
Από έλληνα μισθοφόρο -ξέρεις από αυτούς
Που ξέμειναν στα υψίπεδα της Καθόδου των Μυρίων-
Κι ένα κομμάτι θαρρώ το θάλ-
Εξέπεμψε λάθρα σήματα φρυκτωρίας
Ότι τάχα κινδυνεύει η τιμή μας εν μέση Ασία
Και τι θα κάνουμε οι δύσμοιροι
Έτσι που χάσαμε τους στρατηγούς μας εν μία νυκτί
Αύριο θα γράψουμε σε όλους τους πρέσβεις
Να φορέσουν επωμίδες με χρυσά σιρίτια
Να περιέλθουν αγορές πορνεία εκδοτικούς οίκους
Να ξορκίσουν το κακό
Άλλωστε αυτοί ξέρουν
Τη γλώσσα την αποπλανούν αιώνες τώρα
Μα επείγει που τα σήματα είναι ασαφή
Κι ίσως το βράδυ βρέξει οπότε χαθήκαμε αύτανδροι
Μες στα περίχωρα της αγωνίας μας
με τους ελληνίζοντες να μας χλευάζουν
Παράδειγμα ο περιώνυμος Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης
Τριγυρνά στην Αλεξάνδρεια ο ανεκδιήγητος
Αγορεύει συζητά κι όλος υπεροψία ζητά να μάθει
Πού άραγε να ζει ο μονήρης ποιητής
Καβάφης
Όταν γράφεις ποίηση στα σκοτεινά
Φορτωμένος μεγαβάτ
Όταν βρυχάσαι κι ανελέητος ο πόνος
Σου νυχιάζει τα σπλάχνα
Τότες οι λέξεις αιμάσσουν
Κι ο λόγος αμφίστομος σε διαπερνά
Οπότε ιχνηλατείς επιφωνήματα τριγμούς
Και μικρές παιδίσκες που θαμπίζουν στο φως
Τερπνού ποδηλάτου και λες να πάμε αλλού
Σε κάμπους πρωτόγνωρους μα κι εκεί
Τί άραγε θά ‘χει απομείνει
Έτσι που λεηλατήσαμε τα τοπία μας
Που αποκεφαλίσαμε τις γυναίκες μας
Με τη παμπάλαια έγνοια
Τότες όλα ακινητούν
Τα χείλη άλαλα κι οι ασεβείς μας πόθοι
Επίκληση στο έλεος μιας μνημοσύνης
Επιτέλους γενηθήτω μια λέξη
Ή μιας εικόνας απείκασμα
Σαν άλλοθι
*
©Μάριος Μιχαηλίδης, από τη συλλογή “Σαν άλλοθι οι λέξεις”, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2003
φωτο: Στράτος Φουντούλης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.