✼
Το ανοίκειο και η βεβαιότητα
Ίσως να μην προφτάσουμε να γεράσουμε
Να δούμε παιδιά να παίζουν στην αυλή
Να κάνουν σκανδαλιές στο δρόμο ή
Ν’ ανεβαίνουν τις ανηφοριές με τα ποδήλατα· ένα πρωί
Ίσως να διαβάσουμε έκπληκτοι
Ακόμη και την αναγγελία τού δικού μας θανάτου·
Μπορεί να μας ξανακλέψουν τα όνειρα
Τις ήρεμες σκέψεις στο τσόφλι τού μεσημεριού
Το γέλιο στο ξεκίνημα μιας μέρας
Τα φιλιά από το στόμα των κοριτσιών
Αλλά ποτέ δε θα κλέψουν οι επιτήδειοι
Αυτή τη φωνή που τώρα σιγοτραγουδά
Στο ορθάνοιχτο μάτι μέσα τής καταιγίδας
Και μέχρι την άκρη πέρα τού αιώνα·
◇
De paradoxis II
Σφύριγμα κοφτό στο αφτί τού δάσους
Χάλκινη σάλπιγγα πέρα στο βουνό
Και νιάκαρα στη ρεματιά· ποιος ξέρει
Ν’ αφουγκραστεί σωστά αυτούς τους ήχους
Που ακούγονται από τις ράχες να κατεβαίνουν
Μήνα για γάμο κίνησαν – μήνα για χαροκόπι
Εφτά φορές μέσα στη νύχτα
Οι παιγνιδιάτορες με τα λαλούμενα
Και τύμπανα πολλά σα βράχια που κατρακυλούν
Και πάνε· – Κάποια νεράιδα θα παντρεύεται
Ίσως να ψιθύριζε η γιαγιά – και μη σιμώσεις
Γιε μου – υψώνοντας το δείκτη· – είναι
Σκληρές και γίνονται κακίστρες
Όταν χαλάσεις τη γαλήνη τους·
Τον Ασημάκη τον ζάβωσαν τον μυλωνά
Κάτι μισά σκοτάδια πριν να φέξει
Που τον γελάσανε οι πετεινοί
Και πήγε στο νερόμυλο ν’ αλέσει
Ο καψερός νωρίτερα τρεχάτος· κι έπεσαν
Πάνω του τ’ αερικά να τονέ φάνε,
Αν μπορούσαν· αλλά η πιο μικρή
Τονέ λυπήθηκε και η πιο καλή
Και μόνο τού πήραν τη μιλιά για πάντα· τώρα
Αν πας στον χαλασμένο μύλο
Ακόμη αντηχεί μες στο νερό
Η κλεμμένη του φωνή· αυτά θά ‘λεγε
Και πάλι – αν ζούσε η καημένη – μιλώντας
Για μαϊσσωμένους στις κακοτοπιές
Που τους έκρουσαν τα φανταξά και τα ντέσματα
Για ξωτικιές που κιχλίζουν στα ρέματα
Και με το λάλο τού μαύρου κόκορα χάνονται·
◇
ΝΕΚΥΙΑ (Ε’)
Ο πατέρας – γελαστός
Όπως δεν τον είδα ποτέ μου να κλωθογυρίζει
Στα βάθη τού ύπνου –
Λέγοντας
Πως αυτός ο οίκτος απέναντι στους χειρότερους
Κάποτε θα στοιχίσει
Τα λάθη που δεν κάναμε θα πληρωθούν
Και μέσα στα θα και τα θέλω τού χρόνου
Σιγά σιγά θλιμμένος θα σβήσω
Ψευτογραφιάς που πίνει μονορούφι
Ή σταγόνα τη σταγόνα
Το μέλλον
Το μελάνι
Τη μέλαινα χολή του
Απέναντι στα χάχανα
Και τις ροχάλες τού όχλου των ξεσηκωμών·
Κι εκεί το πείσμα του να επιμένει
Πως πρέπει να δραπετεύσω μαζί του
Ανοίγοντας τη μια πίσω από την άλλη
Όλες τις πόρτες μπροστά μου
Μέχρι να δείξει πρόσωπο η γαλήνη· με φίλησε
Πριν φύγει
Ίσως η μόνη φορά απ’ όταν ήμουν 5
Και – δε γελάστηκα – ξέρω καλά
Τα φιλιά των νεκρών τί σημαίνουν·
◇
©Ρογήρος Δέξτερ
φωτο: Στράτος Φουντούλης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.