Τζίνα Μουκριώτη, 4 ποιήματα

Αρχείο 23/12/2011

 

Επιλογές από τη συλλογή «Του Έρωτα και του Πηλού»

Στο χαρτοδρόμο 

Ω, πόσα ρολόγια σπάζουν το είδωλό σου
στων ματιών μου τα δάκτυλα, αγαπημένε.
Μορφή διάφανη με λόγο πορφύρας ντυμένη
και στων χεριών τα μάτια ανέγγιχτη,
διάφανη άμμος μέσα στον καθρέφτη
στο τζάμι και κάτω
το τσιμέντο

Αυτήν την Άνοιξη
τα δάκτυλα δεν τρέχουν σε λιβάδια
καπνίζοντας χόρτο μεθυσμένα
τον Μάρτη – αχ! τώρα, τον Μάρτη
η γλώσσα μου πνίγει
κρεμασμένη στα πόδια της νύχτας.
Στάζει αθόρυβα στην άμμο του καθρέφτη
στο τζάμι και κάτω
το τσιμέντο

Περπατούν στο χαρτί τα δάκτυλα
στο δρόμο,
το χαρτοδρόμο

Πηλός
τα χέρια – να πλάθουν
τα χέρια – είδωλα
ακατέργαστα
στο τζάμι και κάτω
το τσιμέντο

***

Χειρουργείο

Πιο αληθινό κι από σένα
είναι το εμβρυϊκό σου ψέμα,
διχάζει ουράνια χρώματα
ερήμων αντικατοπτρισμών
με το πηλίκιο της διαταγής
ώρες που στα μάτια σου
το θαυμαστικό ξεραίνεται
τυφλώνοντάς με μ’ απορία

Κι είναι το Τίποτα
πιο αληθινό κι από εμένα,
ένα πηλίκο μιας διαίρεσης
σώματος μηδενικών χρωμάτων
απόψε που σκληραίνει ρίζα,
η αγωνία που τα μάτια μου
επί ώρες χειρουργεί

***

Προσευχή

Κύριε
θα μου δανείσεις ένα σου μάτι;
Πώς να χωρέσουν τόσες βουνοκορφές
μες τα μικρά – μικρά δικά μου;
Κι ένα μονάχα αυτί, κοχύλι ας κυλήσει
αντάμα με της θάλασσας το κύμα
στα βράχια πάνω του Χειμώνα
πέρα για πέρα τσακισμένο

Μα το φεγγάρι,
πώς μπορώ να ζωγραφίζω χωρίς
το χέρι σου, Κύριε, ένα φεγγάρι;
Κι αν ταξιδεύω νύχτα παγωμένη
με ποιο μου πόδι το κορμί
δέντρο στο χώμα θα στεριώνω
σα μου τελειώσουν τα δικά μου;

Μονάχα, Κύριε
αν λιγωμένη μου προσφέρεις
μια στάλα γλύκα της καρδιάς σου
μην την αφήσεις, Θεέ μου, όχι,
στο μέτωπό μου να χυθεί ιδρώτας.
Δυο χείλη φύσηξέ μου, Κύριε
μ’ ένα κομμάτι φλέβα δίπλα να χτυπά
της Άνοιξης σαν τραγουδώ τα βράδια

………………………………………………….

Κύριε
έτσι που τόσο, λέω, μοιάζουμε
και μέσα μου σ’ έχω τώρα, άκουσέ με.
Ρίξε μου βόλι ένα στεγνό φιλί
στο χώμα όρθια να πεθάνω
και με γαλάζια φλόγα ύστερα
τη θλίψη μου ν’ ανάψεις, Κύριε,
ποτέ ξανά, ποτέ να μην αναστηθεί

***



Απολογισμός

Αφού την Άνοιξη άντεξες να πιεις,
από φωνές των αηδονιών να ξεδιψάσεις
με τη θηλιά στα χέρια σου πλεγμένη
σ’ αλλοτινού καλοκαιριού άσπρο λαιμό

κι αφού τόσο αρκετό φαινότανε το λίγο,
το προεόρτιο ενός μέλλοντος διδύμου
μες του Ναρκίσσου κρυστάλλινη πηγή

για πες μου, τώρα
εσύ, που γιασεμιών αρώματα
συμπύκνωνες σ’ ανάσα πέτρα

ποιος απ’ τους παιδεμούς απέμεινε
μες το κορμί σου φλέβα να κυλά,
ούτε ένας στίχος, μια μουσική

– βρε, αδερφέ! μια, έστω, φωνή –

μήτε ένα χέρι τη θηλιά να σφίξει
το καλοκαίρι που μαράθηκε
ένα πρωί του Μάη να σβήσει

***

Copyright© Τζίνα Μουκριώτη