ΟΙ ΟΡΚΟΙ
όταν τα αγκάθια στα πόδια μου κοιμούνται_
εγώ γλιστράω και πάω να βρω νερό
η απόσταση συνήθως είναι πάντα μεγάλη και η τοποθεσία
αμφίβολη –
κι όταν με τσακίζει η κούραση σκέφτομαι εσένα και μου σκίζεις ένα
χαμόγελο ευθεία στη μούρη
επαναλαμβάνω τους όρκους μου
να γλιστράς
να φλέγεσαι
να σκίζεις το πάγο –
στους μηρούς έχω μέλι να γλύφουν τα σκυλιά
η θλίψη μου γυαλίζει στον ήλιο
ακονίζει τα μαχαίρια της κουζίνας
σκαρώνει μυρμηγκοφωλιές
κι εγώ τραμπαλίζομαι
πέφτω
χτυπώ
πέτα χέρια _πόδια _κύματα
γίναμε μπόρα
*
ΤΙΠΟΤΑ
το γλέντι κράτησε δύο μέρες _
τα πέπλα της ήταν κεντημένα με τις πιο ροζ θηλές των πιο μικρών κοριτσιών
καθόταν σε απόσταση και κοιτούσε τα πλήθη να φτιάχνουν
σχήματα τρόμου
δύο μέρες
ακίνητη
εμείς
οι άλλοι
προσπαθούσαμε να βγει ο καθένας πιο μπροστά από τον άλλο
οι καμπάνες χτυπούσαν η μία την άλλη
η μία την άλλη
η μία με την άλλη
τα σώματα
χτυπούσαν στα πλακάκια
πετούσαν τα μάρμαρα σαν να ναι φιλιά
πονούσαν
σπρώχνανε
χτυπούσαν
μία ούρλιαζε κάτι σαν προσευχή
σαν κατάρα
κρατούσε ένα άδειο πουκάμισο
παρακαλούσε
θέε μου
και θέε μου
πονάω
έπεφτε κάτω σηκωνόταν
θεέ μου
κράτα με απ’ τα σπλάχνα
μη μ’ αφήνεις
φανερώσου
σου δίνω τα χείλη μου
να τα ρημάξεις ζωγραφιές
μη μ’ αφήνεις
έπεφτε κάτω
σηκωνόταν
που πήγες;
που να πάω;
έτρεμε
έπεφτε
έβαζε το πουκάμισο στο στόμα
το μάσαγε
το έτρεμε
το έφτυνε
έπεφτε
έπεφτε ο άγγελος
έπεφτε
χάριζε το κεφάλι της στη μουσική του πλήθους
αλλά δεν σταματούσε η φωνή
που να πάω;
οι μπότες έσπαζαν
φανέρωναν το φτωχό στρείδι τους
κάτω από ανοιγμένα σώματα
το χώμα πισίνα σφαγής
όσο περνούσε η ώρα ξεχνούσαμε τις λέξεις
σιγά σιγά σταμάταγαν οι προσευχές κι οι θρήνοι
μέναν μόνο ονόματα
έτσι ήταν η διαδικασία
ονόματα αγαπημένων σαν αριθμοί προτεραιότητας
για λίγο ακόμη θα μπορούσαμε να μιλήσουμε
μετά θα μας έραβαν το στόμα με τον μάρτη που είχαμε
στο αριστερό μας χέρι ξεχασμένο
ο καθένας ένα όνομα
ένα όνομα
ξανά και ξανά
σαν να μάθαινε να μιλάει
οι περισσότεροι διάλεγαν το όνομα της μητέρας τους
άλλοι του σκύλου τους
ή κάποιου αγαπημένου τραγουδιστή
ιερομάρτυρα
πολιτικού
δρόμου
όλα μπορούσες να τα ακούσεις
ακόμα και το όνομα τους διάλεγαν κάποιοι
ένας πήγαινε αντίθετα στη τακτική των πολλών
όλοι έτρεχαν να πάνε εμπρός αυτός ήθελε να πάει επάνω
είχε μείνει τελευταίος στην σειρά και
μάζευε πτώματα
τα στοίχιζε το ένα πάνω στο άλλο κι έφτιαχνε σκάλα κι ανέβαινε
όλο και πιο ψηλά
και φώναζε τιμώρησέ με
κοίτα τι κάνω
τιμώρησέ με
σφάζω, μακελεύω, συλλέγω, στοιχίζω, χτίζω
δες με εγώ ξέρω ακόμα λέξεις
ξέρω ρήματα
και τα κάνω ένα ένα
Δες με
κόβω, ράβω, κεντάω, αδημονώ να μάθω τη τύχη μου και το χέρι μου τρέμει λαχτάρες
τίποτα
κι έσφαζε και μάζευε κι άλλους κι ανέβαινε
τίποτα
τίποτα
τίποτα
τίποτα
δεν έχει τιμωρία
δεν έχει
τίποτα
έχει τίποτα
τίποτα έχει
θέλεις λίγο τίποτα ;
πάρε
σου δίνω ένα τίποτα
είμαι
είμαι είμαι είμαι
μετανιώνω
ξεχνάω
κάνω πράγματα και τα ξεχνάω
και τα θυμάμαι
και τα ξεχνάω
και τα κάνω
και τα ξεχνάω γιατί πονάει η ντροπή
και μετά
τίποτα
τίποτα
γιατί δε νιώθω τίποτα
για αυτό τα κάνω όλα
για αυτό το τίποτα
για να σταματήσει
να το βιάσω
να το κάνω να ουρλιάξει
να κάνει κάτι
να πάθει κάτι
κι αυτό δεν κάνει τίποτα όσο κι αν χτυπάω
όσο κι αν σφάζω
όσο κι αν αγκαλιάζω
όσο κι αν δίνομαι
όσο κι αν εξευτελίζομαι
όσο κι αν αγαπώ
τίποτα
το τίποτα μένει στη θέση του
είναι σίγουρο για τον εαυτό του
δεν αλλάζει
κάποια στιγμή πέφτω κάτω τύφλα στο μεθύσι
αποκαμωμένος με το μαχαίρι στο στόμα
όταν ξημερώνει _
την άλλη μέρα ντρέπομαι
και την παράλλη πάλι τίποτα
διάλειμμα στο τίποτα είναι μόνο ο ύπνος
δες με
μπορώ ακόμη και μιλάω
δεν είναι τυχαίο
κάτι θα σημαίνει
κάτι θα πρέπει να σημαίνει
κάτι πρέπει κάτι να σημαίνει
να βρω κάτι που να σημαίνει κάτι
καταλαβαίνεις;
που να πάω;
φανερώσου
είσαι ένα τίποτα
κι εσύ
κι εσύ είσαι τίποτα;
αποκλείεται
δε μπορεί
εσύ θα έπρεπε να το πάρεις το τίποτα και να το κλειδώσεις μέχρι να μετανιώσει
μέχρι να γίνει κάτι
να πει κάτι
να πει συγγνώμη ήμουν ένα τίποτα
τώρα θα γίνω μαρμελάδα
και θα κάνω έρωτα στα ψωμιά όλη μέρα
θα γίνω τσεκούρι και θα σκίζω όμορφα δεντράκια
θα γίνω χαρτάκι να γράφουν
θα γίνω κορδέλα να πνίγονται
θα γίνω
θα γίνω
θα
θα
θα
θλα
θλαψ
τίποτα
δεν έγινε τίποτα _
τι έγινε ;
τίποτα
δεν κατάλαβα τίποτα
*
ΘΕΡΙΝΕΣ ΚΑΤΟΙΚΙΕΣ
πάσχω από μια ανεξήγητη
αρρώστια
ξεκινάει ακριβώς στα γεννητικά μου όργανα
και απλώνεται μέχρι το χώμα
είναι φορές που ξυπνάω
με τρομερούς πόνους
και μόλις που προλαβαίνω
– αγουροξυπνημένη όπως είμαι –
να κρύψω τα νεκρά μωρά μου
πριν με δουν όλοι
και με σκοτώσουν
άλλες πάλι
μου φαίνεται
πως όλα μου τα δάκρυά
ξεψυχάνε
και
ξεφεύγουν
από κεί μέσα
μια
ανεξάντλητη
πηγή
που ξαφρίζει
ψόφια ψάρια
ψάρια
και σάλια
παλιών εραστών
γέφυρες
εκδρομές στη θάλασσα
είναι λέω κάποιου είδους
αυτοάνοση πληγή
που όλο κι ανεβαίνει
που ανοίγει
και κλείνει
κατά παραγγελία άλλου
κι αν πράγματι
έτσι έπρεπε να γίνεται
ας καταφέρει κάποιος
να αρθρώσει
το όνομά της
_ οξεία μόλυνση _
το στήθος
το συκώτι
οι πνεύμονες
το σπίτι
οι θερινές κατοικίες _
όλα μαζί φτιάχνουν εμένα
κι αν δεν μπορώ να κάνω τίποτα
είναι επειδή βάζεις λάθος τα κομμάτια
μην μου τραγουδάτε πριν κοιμηθώ
αν ζητήσω συγχώρεση
άφεση
όπλο
δεν σκέφτομαι λογικά
*
ΧΕΡΙΑ
είχαν σπάσει οι βράχοι είχαν σπάσει τα βάζα κι όλα τα θρύψαλα τα έσερνα στα δάχτυλά μου_ με έναν τρόπο σε εμπεριείχα
έπλεκα τους ιστούς κι έδινα στον ωκεανό το μάθημά του _ να κρατά αυτός το βιβλίο _ κι επαναλάμβανα _ και τι με νοιάζει
ο έρωτας μου με κρατάει απασχολημένη_
και με χέρια τέτοια ήθελα να γράψω
κι έλεγα δε γίνεται
δε γίνεται
θα τελείωσει
που θα πάει
θα ξαναγίνουνε
θα ξαναγίνουν τα χέρια χέρια
και δικά μου και_
το σώμα δεν είχε πια βάρος
αφρός ήταν
είχε ξεμείνει μέσα μου ένα μικρότατο στόμα _
αγρός στο άγγιγμα ήταν και στους λόφους να
διανυκτερεύει ο αυχένας
_ σημείο άπιαστο
ο ορίζοντας
η σκέψη
εσύ
_
χτυπάω τις πόρτες με χέρια τέτοια
χέρια που φοβήθηκαν να πιάσουν τον πηλό
και μια λέξη δεν έπλασαν
και δεν έφτιαξαν
κι αγκάλιαζαν για να χάσουν
αγκάλιαζαν με την απώλεια καρφωμένη στο δείκτη να στάζει και να λερώνει τις αγκαλιές ζήτημα_
Τι ζήτημα να ζητάς ! Μη βλέπεις! Σκύψε. Σ’έπιασα.
Ζήτημα να ζητάς νερό από κει που κατοικούν οι νεκροί
Απελπισία
Εσύ
Όσο κι αν σε κρατώ φεύγεις κι επανέρχεσαι
Πάντα ακατάδεκτη στις προσταγές
Χέρια
Χέρια
γεμίσανε χέρια τα οστά μου
Μόνο χέρια και φιλιά
_ μανταρίνια και μούρα μου έβαλες στα μάτια γι’ αυτό μπορώ και μένω μετέωρη στο πάτημα
στην τόση απόσταση θα εκφυλιστεί κι ο ήλιος
κι ούτε που πρόλαβα μαντήλι να κουνήσω
_
τα μαργαριτάρια τα ξέπλεκα είναι στο λαιμό μου αγχόνη κι εγώ πάντα θα γελάω το κενό της γεμίζοντας λέξεις κι αναστεναγμούς_
*
©Εύη Χρόνη
φωτο: Στράτος Φουντούλης
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.