Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Μετοχικό Ταμείο

Φάρσα, όπως η ζωή
Ενός ποιητή 

κηνικό παλιού γραφείου. Όπως εκείνα στο κέντρο της πόλης, τα πανομοιότυπα, στα παλιά μέγαρα. Δικαστικοί επιμελητές, δικηγόροι, μεταφρασταί, ερευνητές, συμβολαιογραφεία, ένας ολόκληρος κόσμος. Και από πόρτα σε πόρτα η παράξενη πελατεία που γυρεύει εκδούλευση. Που περνά σκεπτική από όροφο σε όροφο, που αφήνει τα στοιχεία της στο θυρωρείο και ζητά μια ενημέρωση όταν θα είναι εφικτό, όταν θα είναι εφικτό. Το μέγαρο βρίσκεται στον δρόμο με τα τετζερέδια.Έτσι ονομάστηκε πριν από χρόνια ο δρόμος επειδή λίγο πιο κάτω υπήρχαν μαζεμένα μικρά, σκοτεινά σιδηρουργεία με λογιών καθήκοντα, με λογιών μικροδουλειές δίχως κέρδος υπολογίσιμο. Μα έπειτα είναι και εκείνη η ζωή που πρέπει να την βγάλει πέρα κανείς. Τώρα οι γανωτές έχουν μετακομίσει, οι σπίθες στην πόλη δεν γεννούν άντρες έτοιμους για την φωτιά όπως τότε στην πλατεία του Μαγιού.

Κάποιος δειλά δειλά εμφανίζεται στο μέγαρο. Γυρεύει με την σειρά του κάποιον άλλον, ο θυρωρός του υποδεικνύει τον τελευταίο όροφο και έπειτα τον καθοδηγεί προς το κλιμακοστάσιο. Ο άνδρας ανεβαίνει, στρίβει στο βάθος του διαδρόμου. Εκεί βρίσκεται το γραφείο που γυρεύει. Στον τελευταίο όροφο δεν υπάρχει κανείς, για την ακρίβεια μήτε η ελάχιστη κίνηση δεν παρατηρείται στον τελευταίο όροφο. Ο επισκέπτης στέκει απέξω, χτυπά και μπαίνει.

Απέναντί του ένα μεσήλικας άνδρας με τριμμένο κοστούμι και χονδρά γυαλιά μυωπίας. Η διακόσμηση του γραφείου είναι εκτός μόδας, ένας χαμηλός φωτισμός κάνει τις σκιές των πραγμάτων να δείχνουν μεγαλύτερες. Ο επισκέπτης μπαίνει, ο άνδρας σηκώνεται, τον χαιρετά ευγενικά και έπειτα ένα λεπτό σιωπής. Το τηλέφωνο χτυπά, παλιό, ρυθμικό κουδούνισμα. Ο άνδρας παραγγέλνει καφέδες, δεν νοιάζεται καθόλου για την ευγενική άρνηση του επισκέπτη του.]

Μεσήλικας Άνδρας (ας πούμε πως λέγεται Μάρκος και πως έχει κάποτε κάνει όλες τις δουλειές του κόσμου. Σήμερα δηλώνει προπαγανδιστής) Καλημέρα σας…

Επισκέπτης: (βγάζει το καπέλο του και απλώνει το χέρι) Και σε εσάς. Ευχαριστώ κύριε που με δεχτήκατε εκτάκτως.

Μεσήλικας: Μα αλίμονο! Είμεθα εδώ διά την εξυπηρέτηση του κοινού. Εσείς θα πρέπει να μου συγχωρέσετε την ακαταστασία, μα οι δουλειές και το αντριλίκι βλέπετε δεν μ ΄αφήνουν καθόλου χρόνο.

Επισκέπτης: Καταλαβαίνω, βέβαια, ναι, έχετε δίκιο.

Μεσήλικας: Λοιπόν, στο τηλέφωνο μου είπατε πως θα μπορούσατε να αναλάβετε την μετάφραση των εγγράφων. Η αμοιβή δεν είναι σπουδαία μα είναι κάτι, είναι κάτι, δεν το νομίζετε;

Επισκέπτης: Ναι, βέβαια, είναι κάτι.

Μεσήλικας: Θα έρχεστε κάθε πρωί στις εννέα. Θα σας χρειαστώ για λίγες ώρες, τηλέφωνα, μερικά ραντεβού, δεν είναι τίποτε σπουδαίο. Δεν χρειάζεται να αγωνιάτε, ελάχιστοι πια γυρεύουν ακόμη ανθρώπους σαν και το λόγου μου.

Επισκέπτης: Ναι, βέβαια, καταλαβαίνω. Μα γιατί;

Μεσήλικας: Κανόνας πρώτος. Δεν θα υποβάλλετε καμία ερώτηση. Σύμφωνοι;

Επισκέπτης: Ναι, βέβαια, σύμφωνοι. Μα γιατί;

Μεσήλικας: (ανάβει ένα τσιγάρο, δείχνει νευρικός) Κάνετε πολλές ερωτήσεις. Δεν σας πληρώνω για αυτό. Αντιθέτως ας δούμε πόση ώρα σας παίρνει να δακτυλογραφήσετε μια εμπορική επιστολή, τι λέτε;

Επισκέπτης: Ναι, βέβαια, παρακαλώ.

Μεσήλικας : «Τα εμπορεύματα θα σας αποσταλούν εντός του προσεχούς μηνός. Μεταφέρονται με το εμπορικό της εταιρείας, διαθέτουν άριστη ποιότητα. Παρακαλώ αναζητήστε τις υποσχετικές. Δεν είναι καιρός να χαρίζει κανείς το κέρδος του. Παρακαλώ επιβεβαιώσατε την παραλαβή. Η συνεργασία μαζί σας υπήρξε υποδειγματική. Σας ευχαριστώ. Τελεία.» Ελπίζω να το γράψατε.

Επισκέπτης: Ναι, βέβαια, υπήρξε υποδειγματική, σας ευχαριστώ, τελεία, ορίστε.

Μεσήλικας: Εξαιρετικά! Τώρα μεταφράστε παρακαλώ!

(Ο επισκέπτης μεταφράζει εις την αγγλική. Ο μεσήλικας διαβάζει, γελά και τσακίζει εκείνο το χαρτί μ την δοκιμή του νέου υπαλλήλου. Τον διακόπτει απότομα.)

Μεσήλικας: (διαβάζει μες στους καπνούς του τσιγάρου του, κοιτάζει τον επισκέπτη και το χαμόγελό του παγώνει) Ξέρετε, το ζήτημα της μετάφρασης παραμένει εξόχως υποκειμενικό. Όμως όταν κανείς έχει να κάνει με το εμπόριο και την προπαγάνδα θα πρέπει να είναι ακριβής. Παρακαλώ. Επαναλάβετε.

Επισκέπτης: Δεν γνωρίζω τίποτε άλλο, κύριε, λυπάμαι. Τα πράγματα που με διώχνουν μου δείχνουν τον δρόμο, καταλαβαίνετε;

Μεσήλικας: (σηκώνεται από την θέση του, φέρνει μια βόλτα στο γραφείο. Έξω σειρήνες και φασαρία, ο άνδρας σφραγίζει τα παράθυρα και διαβάζει) ακούστε την εκδοχή σας, κύριε, ακούστε και πείτε μου εσείς ο ίδιος, με το χέρι στην καρδιά αν τάχα βγάζετε νόημα. «Τα εμπορεύματα περιλάμβαναν παγώνια, αστραπές και άγριους αποχαιρετισμούς. Πρόκειται για άγρια ζώα και τα συνεργεία πρέπει να προσέχουν για την ζωή τους. Σας ευχαριστώ θερμά για την συνεργασία, μα πρέπει κανείς να προσέχει το παγωμένο αλουμίνιο του φεγγαριού που σαν με κοιτάζει τις νύχτες ριγάω.» Καταλαβαίνετε κύριε, το εμπόριο γυρεύει ρεαλισμό, εδώ δεν χωρούν οι φαντασίες σας, καταλαβαίνετε;

Επισκέπτης: Ναι, βέβαια, καταλαβαίνω.

Μεσήλικας : (επιστρέφει στα χαρτιά του. Δίχως να κοιτάζει λέει στον επισκέπτη να τραβήξει την πόρτα καθώς θα φεύγει.) Έπρεπε να είχατε εξηγηθεί, πηγαίνετε.

(Ο άνδρας κάνει ένα βήμα, έξω στον σκοτεινό διάδρομο, πιο σκοτεινό από ποτέ. Την κρισιμότερη ώρα γυρνά και μιλά.)

Επισκέπτης: Ξέρετε, εγώ είμαι ποιητής.

Μεσήλικας: Πάει να πει μια χαμένη ευκαιρία. Νόμιζα πως σας είχαν διώξει από τούτα τα μέρη.

Επισκέπτης: Ναι, μα εμείς όλο γυρνούμε. Είμαστε ο λυχνοστάτης, κύριε για τα μεγάλα σκοτάδια του κόσμου.

Μεσήλικας: Μάλιστα! Αυτό και αν είναι!

Επισκέπτης: Ναι, αυτό και αν είναι δαπάνη, κύριε. Καλημέρα σας.

Μεσήλικας: Στα τσακίδια!

(Θόρυβοι, πόρτες, χαιρετούρες, τροχοφόρα, σαλεπιτζήδες, τραμ, μοτοσικλέτες. Όλα τα άγρια ζώα γυροφέρνουν την πολιτεία. Ανάμεσά τους και ο ποιητής.)

Τέλος

*

©Απόστολος Θηβαίος

φωτο: Στράτος Φουντούλης

διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→