Λουκάς Λιάκος, Έρμαιο ―κυκλοφορεί [αποσπάσματα]

Από τις εκδόσεις Κουκκίδα

 

Υπήρχα για ένα πρωί παρατεταμένης δροσιάς
Όταν το γρασίδι δεν ήταν τόσο ξερό στη σκιά
Και τα λουλούδια ήταν φορτωμένα
Με μικρές τελείες και παύλες νερού
Σε κάθε κίνηση του αέρα κρέμεται παντού το νερό
Σαν μικρό ασημένιο φρούτο
Σαν νήμα αράχνης υφαίνεται λεπτό το νερό
Έχει μακριά πόδια κι ανοίγει το βήμα

*

Τα μάτια της δυο σφαίρες στοργής στο δρόμο για το σπίτι
Πολύ κοντά αγγίζοντας το πίσω μέρος του κορμιού της
Πολύ κοντά για να είμαι σίγουρος πως είμαι κοντά της
Αυτό είναι ένα από τα στεφάνια μου αυτό είναι ένα
Από τα δικά μου στεφάνια και αυτό και αυτό και όλα αυτά είναι ένα
Γιατί όλα αυτά που είναι μέσα μου είναι ένα και φτάνει
Είπα κι έσκυψα να τη φιλήσω
Βάζοντας το στόμα μου πάνω στο στόμα της
Η συμπίεση του στόματος πάνω στα χείλη
Ένα συνηθισμένο στόμα με χείλη κοινά
Μια μύτη κανονικού σχήματος και μεγέθους
Ένα συνηθισμένο πηγούνι ένας συνηθισμένος λαιμός
Με συνηθισμένους ώμους
Μα αυτό που την αποτελούσε ήταν αθάνατο
Της έδινε μια τιτάνια σκιά
Συμπάσχουμε αδελφικά
Εσύ κι εγώ
Άντε γαμήσου

*

Κάθε σούρουπο το βράδυ της ημέρας
Ουσίες άχρωμες υποθέτουν τον τόνο των αντικειμένων γύρω
Το χέρι κάποιου είχε περάσει απαλά πάνω στο χαρτί
Στην αντίστροφη κατεύθυνση που πέφτει το χιόνι
Σέρνοντας όλη τη σάρκα της γλώσσας
Υπήρχαν οι λέξεις
Ψωμί πάνω στο τραπέζι το κρέας ίσιο πάνω στο ψωμί
Κόβοντάς το κάθετα με ένα μεγάλο μαχαίρι
Τα μάτια ήταν το βλέμμα ψηλά την ίδια στιγμή
Ήταν εκείνη τη στιγμή κοιμισμένη
Το στόμα της το κάτω χείλος έτρεμε τώρα
Το χέρι της ακίνητο καθώς χτυπάμε το χέρι
Τα μαύρα μαλλιά το προφίλ του προσώπου το πρόσωπο
Πρόσωπο σε γραμμές και με ραγίσματα
Το πλάι των βλεφάρων η στρογγυλότητα του λαιμού της
Το σχήμα του αυτιού η σιλουέτα η φούστα της
Οι φτέρνες που δεν ακουμπούσαν στο πάτωμα
Όλες οι γραμμές της έμοιαζαν με κλωστή
Ολόκληρη ήταν το υπόλοιπο της αφάνειας
Όλα επάνω της ήταν δίχως ίχνη
Ανέπνεε ζούσε
Η αγάπη την κύκλωνε
Ο αέρας φυσούσε