Έκτωρ Πανταζής, Χαράγματα σε φιδόπετρες

Mου αρέσει αυτό το μεταλλικό στα βράχια παρά τις οξείες γραμμές που ορθώνουν τους όγκους γεωμετρικά, δεν παραβλέπω τις κρυφές καμπύλες του δελεασμός. Αυστηρό σαν θεώρημα με μια αύρα στεφάνι και το κύμα εκεί για μας.
Να φλογίζει τα τακούνια σου στο χορό
αυτό το λιωμένο μαύρο ασήμι
οι καμπύλες δικές σου
κι αγρυπνάς
στο μυστικό σου
κήπο

αναπνέει ανασαίνει σαν παρθένας στήθος σε φούντωση ερωτική κι αγρυπνία για τον εραστή
Με πολλές αποχρώσεις θάλασσα
να γδύνει η θάλασσα να ντύνει μυστικά να δίνει
να εφαπτόμαστε στη δίνη
τη μυστική
Ποιητές, τα γειτονάκια του όντος. Στην ίδια γειτονιά με τα ηφαίστεια καλλιεργούν τα εδάφη στις πλαγιές τους.
Ο ποιητής μας μαθαίνει μας εθίζει σε έναν άλλο χρόνο πυκνό που αργοκυλά, ηδεία στιγμή σαν κόμποι μέλι που μέσα στη διαφάνεια της γλυκαίνει το φως, καλλωπίζει ,κάνει γέλιο τα περιεχόμενα. Αφαρπάζει.Τα καλύτερα έρχονται ως κεραύνωση δια του λόγου η προχώρηση γίνεται κατά κύματα ,εσωτερική σπείρωση ,ώστε να προχωρά καθώς εμπλουτίζει τις θεάσεις. Κάθε νέο κύμα έγινε με τα ίδια νερά άλλο.
Εγώ οι ανεμώνες μου και οι πικροί χειμώνες μου
Με τα μπλουζ της νιότης

Όμορφο το νησί, πόνεσε η ψυχή μου ομορφιά. Η θάλασσα του πόντισε μέσα μου ταράχτηκε το έρεβος. Όμορφο ώστε να ερωτευτείς. Η ψυχή μας θέλει πλοηγό διάλεξε το Βράχο τόπο της αγρύπνιας.

Μου αρέσει τη στιγμή που η θάλασσα γίνεται μπλου μαρέν σαν μάρμαρο και θέλω να κόψω κομμάτια της κύβους να το χορτάσω αυτό το χρώμα που λάμπει.
Η ψυχή σου θά ‘ναι μπλε τότε βαθύ μπλε.

Και είσαι βράχος
ένα εύ σπινθηρίζει πάνω στο αδρό βελούδο του δ
όλα θαλάσσια ,τάφια, μακράς βοής ευδία
το νησί έφεγγε μέσα σου το αδιάβατο έρεβος, με αυτή τη μουσική πάω στα παιδικά βήματα με το νησί ένα

ψηλαφώντας γνωρίζουμε το πρόσωπο της νύχτας κι όλα είναι τόσο φανερά που τα μάτια τα χάνουν

Να χορτάσουν τα μάτια μας θάλασσα

η θάλασσα κοιμάται κι η αυγή της πλέκει ρόδα στα μαλλιά εκκλησιαζόμαστε στον ψίθυρο των κυμάτων κάτω απ’ το χάραμα
στις αποχρώσεις της που έβαψε την ψυχή μας
&
Ένα κορίτσι με τα μάτια του κλειστά των αχινών μας λέει τα μυστικά.
Έλιωνε όλα τα έφηβα νιάτα ευειδής κόρη.
Περνώ το χέρι μου στο μαλακό μέρος της ψυχής σου που είναι σαν γρασίδι από λευκό μετάξι. Έχεις ήχο ασημένιο φως φεγγαριού Ο άνεμος σε τυλίγει σαν ρούχο δέρμα απαλό Μες στο πουκάμισο σου δύο κίτρα χρυσά.
Δεν πάω πουθενά είπες; Κι όμως. Γυρνάω γύρω απ’ την ψυχή μου. Σχεδόν σύμπαν. Χαζεύοντας την ουρά ενός κομήτη και τα σκοτεινά μαλλιά σου.
Με ξερολιθιά και ξερό ψωμί, χορταίνει ο έρωτας.
&
η σγουρή γαλάζια, το σγουρό ρευστό τριαντάφυλλο μάγισσα θάλασσα

Το χάδι των κυμάτων έδωσε στις πλάκες όψη υδάτινη, λειάνθηκαν οι αιχμές κι απέκτησαν δέρμα νεανικό
νώτα παλλόμενα στο ρυθμό του μπάτη με λόγια θαλασσινά που μάγεψαν καράβια
κοιτώ τα δάχτυλά σου τα νύχια σου κόκκινα κοχύλια τα χείλη σου κοράλλια σε χτενίζουν μαϊστράλια.

Ξαφνικά στο αστρόφως αντέλαμψε της κρήνης το νερό σαν ασημένιο φίδι που καραδοκούσε στην αγρύπνια των ερωτευμένων κοριτσιών, η νύχτα είναι μαγεμένη.
Στην ακροποταμιά των λέξεων βρέχω τη γλώσσα μου, ακούω ,ακούω τον κόσμο σου.
Ακούω τον ήχο της αποδερματισμένης πέτρας σου

στο ακροθαλάσσι ίσως.
Προσπαθώ να συλλάβω τον ήχο του νερού τη στιγμή που φλοισβίζει στις κροκάλες, σαν όταν προφέρεις ένα σ ένα ρ ένα λ κι η γλώσσα σου γλιστρά στο σμάλτο των δοντιών.
Έστρωνε η νύχτα αναλιωτό ασήμι στο υγρό κορμί της σιγαλιάς.

Μας παρέχονται λέξεις, στην καινούργια τους φορεσιά – σαν προσπάθεια ρόδου να αποδώσει την ίδια του την ομοιότητα με άπειρες ενσαρκώσεις
μεσημεράκι πια μέρα αττική λιωμένη στο φως.

*

©Έκτωρ Πανταζής