Απόστολος Θηβαίος, Boutique Théâtre: Το τσεκούρι

Έργάκι που τελειώνει κάπως γρήγορα, 
όπως οι ζωές στο μέσον κάποιου πολέμου. 

αν σήμερα, πριν από επτά δεκαετίες περίπου ο Μπλέηκ, ο ξανθός γίγαντας κάνει την εμφάνισή του στο ομώνυμο κόμικ. Επτά δεκαετίες μετά ο «Il Grande Blek» δίνει κουράγιο σε κάποιο παιδί στα καταφύγια του Κιέβου. Είναι κάπως στραπατσαρισμένος γιατί η ελπίδα χάθηκε από αυτόν τον κόσμο. Τα ρούχα του είναι φθαρμένα, έχει πάρει κάμποσα κιλά από τότε που φιγουράριζε στις σελίδες του περιοδικού Cagliostro. Δείχνει νικημένος μα ακόμη κάτι κρατά ατόφιο από τον καιρό της ακμής του. Στέκει στο σκοτάδι των καταφυγίων του Κιέβου, κάτω από τόνους ΤΝΤ και τάγματα εφόδου. 

Στην άλλη άκρη ένα κουλουριασμένο παιδί προσπαθεί να τα φέρει βόλτα με τον φόβο που του γδέρνει την καρδιά. Τα φώτα τρεμοσβήνουν, οι σοβάδες πέφτουν σε κάθε έκρηξη, η παγωνιά τα αρπάζει όλα. Μες στα καταφύγια κυκλοφορεί άγριος, χειμωνιάτικος άνεμος. Όλα τα σαρώνει. Φορά παράξενα ρούχα, ρετάλια από ευτυχισμένες μέρες. Η ρυτίδα του θανάτου σχηματίζει μια ρωγμή κατά μήκος του τσιμεντένιου τοίχου.)

Μικρό Παιδί: (κοιτάζει προς την πλευρά του Μπλέηκ που παραμένει ατάραχος) Κάντο να σταματήσει! Έι, εσύ, δεν είσαι εκείνος ο ήρωας που τα βάζει με όλους;

(Ο Μπλέηκ κοιτάζει εκείνο τον μικρό κάπως αδιάφορα και έπειτα επιστρέφει στον κλειδωμένο του κόσμο.)

Μικρό Παιδί: Δεν απαντάς! Μάλλον φοβάσαι. Να, εδώ το λέει καθαρά. Ο Μπλέηκ είναι δειλός, δειλός, δειλός!

Μπλέηκ: Έτσι θα είναι λοιπόν.

Μικρό παιδί: Δεν μπορείς να κάνεις κάτι για όλα αυτά; Έλα, εσύ αν το θέλεις μπορείς να τα βάλεις με ένα ολόκληρο σύνταγμα.

Μπλέηκ: Όχι πια, όχι.

Μικρό Παιδί: Αν το ήθελες, θα μπορούσες να τους νικήσεις. Για αυτούς απάνω λέω, που σκότωσαν την θεία Μίσα δίχως λόγο. Της έκλεισαν το στόμα, με κράτησαν στο άλλο δωμάτιο. Μέχρι να ακουστεί ο πυροβολισμός η θεία Μίσα έκλαιγε, εκείνοι γελούσαν. Εγώ διάβαζα μια ιστορία σου. Πρέπει να ήταν εκείνη που επιτέθηκες σε ένα ολόκληρο, αγγλικό τάγμα. Τα έβαλες μαζί τους και ήθελε μεγάλη καρδιά!

Μπλέηκ: Σου είπα, μικρέ, όχι πια. Τώρα είναι ο γέρο Μπλέηκ αυτός που είναι μπροστά σου. Εκείνος ο τύπος είναι πια νεκρός. Στο όνειρό σου είναι που αντέχει ακόμη εκείνος ο μύθος.

Μικρό Παιδί: (πετάει την κουβέρτα του και πλησιάζει τον Μπλέηκ. Τώρα οι όλμοι πέφτουν βροχή πάνω από τα κεφάλια τους.) Έχεις κουράγιο για μια ακόμη μάχη Μπλέηκ; Πες μου, στα χέρια σου κρατάς να ξέρεις όλη μου την ελπίδα. Κοίτα, (του δείχνει μια σκισμένη σελίδα από κάποιο παλιό τεύχος του περιοδικού) σε αυτήν την ιστορία δείλιασες. Μα έπειτα όταν λογάριασες πως δεν υπάρχει ζωή αν κάνεις πίσω, επέστρεψες και τα έβαλες με καμιά κατοσταριά στρατιώτες, οπλισμένους σαν αστακούς. Σαλτάρισες επάνω τους με το τσεκούρι σου, εκείνοι σκορπούσαν μα εσύ δεν άφηνες κανένα περιθώριο. Όταν τέλειωσες στάθηκες πελώριος επάνω από τους εχθρούς και προσευχήθηκες για τις ψυχές τους. Θυμάσαι Μπλέηκ; Έχεις το τσεκούρι σου μαζί; Έλα, μην πεις όχι, η θεία Μίσα γυρεύει εκδίκηση μέσα από κάποιον ομαδικό τάφο. Λένε, θα μας ειδοποιήσουν αν την βρουν, μα εγώ πιστεύω πως οι νεκροί πάντα αφήνουν τις θέσεις τους, τραβώντας για τον γύρο του κόσμου. Να δεις, κάτω από τα σεντόνια των τραυματιοφορέων δεν υπάρχει τίποτε το ανθρώπινο. Μα καλύτερα να μην πεις κουβέντα για αυτό. Ο θάνατος είναι μια πικρή ιστορία εδώ γύρω.

Μπλέηκ: Φοβάσαι μικρέ;

Μικρό Παιδί: Ναι, πολύ. Περισσότερο για το αν θα αντέξει το τσιμεντένιο ανάχωμα. Όλα τα υπόλοιπα έχουν χαθεί πια. Όμως εσύ, εσύ Μπλέηκ, θα μπορούσες να αλλάξεις αυτήν εδώ την ιστορία.

Μπλέηκ: (ο ήρωας σηκώνεται από την θέση του. Παραμένει σκυφτός, ένας γενναίος ήρωας που βρίσκει τον εαυτό του. Σφίγγει το χέρι του παιδιού και προχωρεί προς την έξοδο του καταφυγίου. Πριν χαθεί στρέφεται στο παιδί που είναι κουλουριασμένο με την κουβέρτα του μες στην παγωνιά του πολέμου.) Ορίστε, το τσεκούρι μου. Καμιά φορά δειλιάζω, ακόμη και εγώ μικρέ, μα ξαφνικά κάτι μου επιστρέφει το χαμένο μου κουράγιο. Απόψε, ήσουν εσύ, μικρέ. Το τσεκούρι μου δεν το αποχωρίζομαι ποτέ. 

(Κάτω από την κουβέρτα προβάλλει ένας άνδρας, όχι πάνω από σαράντα χρονών. Ανάβει το τσιγάρο του, στην οθόνη της τηλεόρασης περνούν τα καραβάνια των προσφύγων. Κάτω στο πάτωμα ένα κομμάτι δέρμα και φύλλα του δάσους. Ο άνδρας ανασηκώνεται. Παίρνει το δέρμα στο χέρι του. Γελά.)

Άνδρας: Ευχαριστώ Μπλέηκ. Μα τώρα, κάποιοι άλλοι σε ζητούν, κάποιο παιδί, κάπου στον κόσμο σε έχει τόσο ανάγκη. Μην δειλιάσεις ποτέ Μπλέηκ. (η μυστική ζωή του δωματίου τελειώνει. Τα φώτα τρέμουν, η ρωγμή είναι βαθύτερη πια κατά μήκος του έρκερ. Ο άνδρας κουλουριάζεται, τα φώτα τρεμοσβήνουν, οι όλμοι πέφτουν βροχή από τον ουρανό, σαν ανοιξιάτικη βροχή. Οι ήρωες όμως αντέχουν.)

✳︎

©Απόστολος Θηβαίος

διαβάστε τα κείμενα του Απόστολου Θηβαίου→